Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας στην Ελλάδα: Επενδύοντας στα ψηφιακά «νέφη»

* Κώστας Φωτάκης, Πρώην Αν. Υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας, Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, Διακεκριμένο μέλος και τέως Πρόεδρος ΙΤΕ & Αλέξανδρος Σελίμης, Διδάκτωρ Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Το  «Ίντερνετ των πραγμάτων» (Internet of Things), η Τεχνητή Νοημοσύνη και ο ολοένα συνδεδεμένος κόσμος του Διαδικτύου φέρνουν μια νέα εποχή μετασχηματισμού των «δεδομένων» (data). Το ψηφιακό σύμπαν επεκτείνεται ταχέως με 79-zettabytes (79x1021bytes) δεδομένων να παράγονται παγκοσμίως το 2021 και αυτός ο αριθμός αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2025.1Το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς των Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας(hyperscaledatacenters)εκτιμάται στα 62 δισ. δολάρια το 2021 και αναμένεται να φτάσει περίπου τα 593 δισ. δολάρια έως το 2030.2

Τα Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας είναι μεγάλες εγκαταστάσεις καίριες για κρίσιμες, επεκτάσιμες και ευέλικτες ψηφιακές εφαρμογές. Τα συμβατικά κέντρα δεδομένων εταιρειών και δημόσιων φορέων αφορούν χώρους ή κτίρια τα οποία στεγάζουν επιχειρηματική υποδομή πληροφορικής: εξοπλισμό και διακομιστές. Οι εταιρείες συνήθως τα χρησιμοποιούν για να εκτελέσουν τις δικές τους δραστηριότητες και μπορούν, επίσης, να τα εκμισθώσουν σε τρίτους. Ωστόσο, τα Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας, με το μέγεθός τους και την αυξημένη υπολογιστική τους ικανότητα, ξεπερνούν κατά πολύ τις συμβατικές εγκαταστάσεις σε απόδοση, χωρητικότητα και επεκτασιμότητα και έχουν σχεδιαστεί για να υποστηρίζουν μεγάλες εφαρμογές υπολογιστικού νέφους (cloud) μέσω υπολογιστικών υποδομών υψηλής χωρητικότητας για ανθεκτικότητα και μέγιστο χρόνο λειτουργίας.

Η διεθνώς αυξανόμενη ζήτηση για Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας εκκινεί από το γεγονός ότι: (α) οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στο cloud δημιουργώντας σημαντικές ποσότητες δεδομένων που πρέπει να υποβληθούν σε επεξεργασία και να αποθηκευτούν, (β) η αυξανόμενη ζήτηση για ψηφιακό μετασχηματισμό αυξάνει την ανάγκη για περισσότερη υπολογιστική ισχύ και (γ) οι εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας παράγουν επίσης τεράστιο όγκο δεδομένων.

Τα πλεονεκτήματα των Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας για την αποθήκευση μεγάλων δεδομένων (bigdata) αφορούν στα εξής:

Βελτιωμένη επεκτασιμότητα – Η χωρητικότητα μπορεί να επεκταθεί ή να συρρικνωθεί ανάλογα με τη ζήτηση της κάθε επιχείρησης, διευκολύνοντας την αποτελεσματική διαχείριση του κόστους.

Υψηλή διαθεσιμότητα η οποία βοηθά στη διασφάλιση του μέγιστου χρόνου λειτουργίας.

Χαμηλή καθυστέρηση (latency) – Ένα Κέντρο Δεδομένων υπερκλίμακας έχει σχεδιαστεί για να παρέχει χαμηλό χρόνο καθυστέρησης. Χρησιμοποιεί ειδικά σχέδια δικτύου, προηγμένο υλικό και λογισμικό και καινοτόμες τεχνολογίες ψύξης για τη μείωση της καθυστέρησης. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους οργανισμούς να επεξεργάζονται δεδομένα πιο γρήγορα και σε πραγματικό χρόνο.

Τεχνολογικοί κολοσσοί όπως το Yahoo, το Facebook, η Microsoft, η Apple, η Google, η Amazon και η IBM λειτουργούν διεθνώς τα περισσότερα Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας. Οι τυπικές εγκαταστάσεις υπερκλίμακας έχουν τουλάχιστον 5.000 διακομιστές σε έκταση αρκετών στρεμμάτων, αλλά τείνουν να είναι πολύ μεγαλύτερες, με συστήματα ψύξης ιδιαίτερα απαιτητικά σε ενέργεια και νερό.

Το ζήτημα των ενεργειακών και υδατικών απαιτήσεων των κέντρων υπερκλίμακας απασχολεί και αυτούς τους ίδιους τους κολοσσούς, οι οποίοι έχουν επιδοθεί τελευταία σε διακηρύξεις και επενδύσεις στον «πράσινο» τρόπο λειτουργίας τους με βάση ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,3 ενώτελευταία η πυρηνική ενέργεια λαμβάνει την υποστήριξη της SiliconValley, με τεχνολογικούς κολοσσούς (Microsoft, Amazon) να αρχίζουν να επενδύουν στην ανάπτυξη εγκαταστάσεων πυρηνικής ενέργειας στις ΗΠΑ, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες.4

Στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα κατακλυζόμαστε από κυβερνητικές τοποθετήσεις και δηλώσεις έντονης ευφορίας για τις πρόσφατες επενδύσεις Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας στη χώρα.

Ενδεικτικά και πλέον πρόσφατα, ο πρωθυπουργός προέβλεψε ότι η απόφαση της Google να δημιουργήσει Κέντρο Δεδομένων υπερκλίμακαςμπορεί να συνεισφέρει πάνω από 2 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ ως το 2030 και να δημιουργήσει περίπου «20 χιλιάδες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας».5Παρέλειψε, όμως, να αναφέρειπώς προκύπτουν αυτοί οι εντυπωσιακοί αριθμοί…

Είναι δικαιολογημένη, άραγε, αυτή η κυβερνητική ευφορία ή πρόκειται για επικοινωνιακό πυροτέχνημα; Το ερώτημα εστιάζεται στο ποια είναι η ουσιαστική συνεισφορά της επένδυσης σε Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας για την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία μάλλον καταδεικνύει ότιη ανέγερση και λειτουργία τέτοιας κλίμακας Κέντρων πουθενά δενοδήγησε αυτή καθαυτή σε αναπτυξιακή έκρηξη. Τελευταία, μάλιστα,έχει προκαλέσειολοένα εντεινόμενουςπροβληματισμούς για την ανταποδοτικότητα των εθνικών δεσμεύσεων και τις κοινωνικές επιπτώσειςπου συνδέονται με τοντρόπο χρηματοδότησης και λειτουργίας τους. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για προβληματισμούς οι οποίοιεκκινούν από ερωτήματα ως προς τους όρους εγκατάστασης τους, τις λειτουργικές απαιτήσεις τους και την ανταποδοτικότητα των κρατικών ενισχύσεων ή και ευνοϊκών ρυθμίσεων που παρέχονται. Ερωτήματα, τα οποία είναι τελείως άσχετα από οποιεσδήποτε τεχνοφοβικές προσεγγίσεις ως προς τις τεχνολογίες που εμπλέκονται.

Οι προβληματισμοί αυτοί ισχύουν και για τις πρόσφατες εξαγγελίες εγκατάστασης Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακαςστη χώρα μας:

Ενεργειακές απαιτήσεις και περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Η λειτουργία αυτών των Κέντρων έχει τεράστιες και διαρκώς αυξανόμενες ενεργειακές απαιτήσεις. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, τα Κέντρα Δεδομένων καταναλώνουν περίπου 200 τεραβατώρες (TWh) ηλεκτρικής ενέργειας, ή σχεδόν το 1% της παγκόσμιας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, συμβάλλοντας στο 0,3% του συνόλου των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα.6,7Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2020, το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 2,7% της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας ήσε 76,8 TWh για το 2018. Η πρόβλεψη είναι ότι η κατανάλωση θα φτάσει το 3,2% της συνολικής ζήτησης το 2030.8Όπως προβλέπει η ίδια μελέτη, η ανάπτυξη προηγμένων υλικών μόνωσης κτιρίων και συστημάτων ψύξης καθώς και καινοτόμων τεχνολογιών λογισμικού δεν θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των ενεργειακών απαιτήσεων.

Ακόμη, τα Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες νερού για το σύστημα ψύξης τους, το οποίο περιλαμβάνει πύργους ψύξης, ψυκτικά συγκροτήματα, αντλίες, σωληνώσεις, εναλλάκτες/συμπυκνωτές θερμότητας και μονάδες κλιματιστικού χώρου υπολογιστών (CRAC): το 2021, το μέσο κέντρο δεδομένων της Google κατανάλωνε 1,7 εκατ. λίτρανερού την ημέρα ή 622 εκατ. λίτρα νερού ετησίως.9 Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τα κέντρα δεδομένων είναι,συνολικά,μεταξύ των δέκα κορυφαίων υδροβόρων βιομηχανιών ή εμπορικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ.10

Για αυτούς τους λόγους, σε χώρες οι οποίες παραδοσιακά φιλοξενούν μεγάλα Κέντρα Δεδομένων (όπως η Ιρλανδία, η Ολλανδία, οι ΗΠΑ) υπάρχει πίεση για μη επέκταση σε νέα δίκτυα και αναθεώρηση των υπαρχουσών συμβάσεων,11,12,13,14Μάλιστα, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης,οι αιτιάσεις αυτές εντείνονται ακόμη περισσότερο:στην Ιρλανδία, η οποία φιλοξενεί από το 2018 το 25% των κέντρων δεδομένων στην Ευρώπη,15 τα κέντρα δεδομένων καταναλώνουν, για πρώτη φορά το 2022, περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από όλα τα αγροτικά σπίτια της χώρας.16

Επιπλέον, στις μέρες μας και στο πλαίσιο των προβλεπόμενων δημόσιων επιδοτήσεων της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μεγάλο μέρος από το κόστος της λειτουργίας τους θα επιβαρύνει το Δημόσιο.

Είναι η Ελλάδα έτοιμη να φιλοξενήσειτέτοιες ενεργοβόρεςκαι υδροβόρεςεπενδύσεις εντάσσοντάς τις με τρόπο ομαλό στο ενεργειακό της δίκτυο και στη διαχείριση των υδατικών της πόρων;

Θέσεις εργασίας

Οι περισσότερες από τις μόνιμες θέσεις εργασίας σε Κέντρα Δεδομένων που δημιουργούνται από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες δεν καλύπτονται από κατοίκους των περιοχών στις οποίες εγκαθίστανται, σύμφωνα με άρθρο των NewYorkTimes του 2016.17 Προσωρινές θέσεις εργασίας δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της κατασκευής τους η οποία, όμως, δεν διαρκεί περισσότερο από την αντίστοιχη για την οικοδόμηση ενός εργοστασίου.

Η λειτουργία τους απαιτεί λίγες μόνιμες θέσεις εργασίας, λιγότερες από 200 θέσεις για τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Μάλιστα, οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης είναι περιορισμένες αφού η διαχείριση και ο σχεδιασμός αυτών των κέντρων γίνεται κεντρικά, ενώ ο αναγκαίος εξοπλισμός είναι 100% εισαγόμενος. Σε τοπικό επίπεδο οι προσλήψεις αφορούν σε θέσεις μέτριων ή χαμηλώναπαιτήσεωνεξειδίκευσης (τεχνικοί, προσωπικό συντήρησης,ασφάλειαςκτιρίων, κλπ.).

Με ποια στοιχεία τεκμηριώνεται η δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας στα Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας, όπως ανέφερε ο Έλληνας πρωθυπουργός;

Κρατικές ενισχύσεις και οικονομικά οφέλη

Αξίζει να έχουμε κατά νου τον προβληματισμό που αναπτύσσεται στις ΗΠΑ.18  Μόνο οι Google, Microsoft, Facebook, Apple και Amazon Web Services έχουν λάβει στις ΗΠΑ περισσότερα από 2 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις με το μέσο κόστος των μεγάλων σχετικών συμφωνιών να είναι αστρονομικό: 1,95 εκατ. δολάρια ανά προκύπτουσαθέση εργασίας.Είναι πρακτικά αδύνατο να επιστρέψει ποτέ αυτή η δαπάνη στο Δημόσιο από τα φορολογικά έσοδα όσων απασχολούνται σε αυτές τις υποδομές.

Στην Ελλάδα,οι εξαγγελθείσες επενδύσεις των πολυεθνικών κολοσσών δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα στοιχεία κόστους και ανταποδοτικότητας της όποιας κρατικής ενίσχυσης, αν καιεντάσσονται στο προνομιακό πλαίσιο των «στρατηγικών επενδύσεων». Αξίζει να σημειωθεί ότιη μεγαλύτερη επένδυση που έχει εγκριθεί από την κυβέρνηση για 32«στρατηγικές επενδύσεις», τα τρία τελευταία χρόνια, είναι αυτή των Κέντρων Δεδομένων της Microsoft, συνολικού ύψους 976 εκατ. ευρώ.19Αλήθεια, ποια είναι η συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου και ποια η προκύπτουσα ανταποδοτικότητα;

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, στις περισσότερες περιπτώσεις, η λειτουργία Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακαςέχει μικρή απήχηση στην τοπική επιχειρηματικότητα. Και αυτό γιατί τα Κέντρα αυτά χρησιμοποιούν ελάχιστες προμήθειες ή υπηρεσίες που παρέχονται από τοπικές επιχειρήσεις. Η μεγαλύτερη προστιθέμενης αξίας προμήθεια εξοπλισμού είναι υπολογιστές και αναλώσιμα, τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας  θα εισάγονται.

Γενικότερα, υπάρχει θέμα αδιαφάνειας του κόστους ως προς το οικονομικό όφελος, συμπεριλαμβανομένων και ειδικών φορολογικών κινήτρων, για το οποία τίποτα δεν έχει αναφερθεί. Υπάρχει σχέδιο ανταποδοτικότητας στην ελληνική οικονομία όσον αφορά τις εθνικές ενισχύσεις, τις φοροαπαλλαγές και  ενεργειακές επιχορηγήσεις;

Ασφάλεια στη διαχείριση δεδομένων

Η αποθήκευση και επεξεργασία προσωπικών, εταιρικών και κρατικών δεδομένων συμβάλλει στη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Όμως,  στο πλαίσιο της αδιαφάνειας ως προς τις συμβάσεις που υπογράφει η κυβέρνηση για τα Κέντρα Δεδομένων υπερκλίμακας εγείρονται σοβαρά ζητήματα που αφορούν την προστασία αυτών των δεδομένων. Η πρόσφατη κατάργηση της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τη διαβίβαση δεδομένων (PrivacyShield),20επιτείνειαυτή την ανησυχία.

Στις συμβάσεις για την εγκατάσταση κέντρωνυπερκλίμακας στη χώρα, ποια μέτρα διασφάλισης προβλέπονται για τους όρους χρήσης και διακίνησηςτων δεδομένων και πιθανών διασυνδέσεων με το G-cloud;

Πέρα από οποιαδήποτε τεχνολατρική εξιδανίκευση ή τεχνοφοβική περιχαράκωση, η αναγκαία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει, πράγματι,σοβαρές τεχνολογικές επενδύσειςγια τη στήριξη των διαδικτυακών υπηρεσιών και εφαρμογών του κράτους, των πολιτών και των επιχειρήσεων. Επενδύσεις που θα έπρεπε να στρέφονται προς το πραγματικό πρόβλημα ψηφιοποίησης της χώρας για να μειωθεί το χάσμα από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ στις ψηφιακές δεξιότητες και ειδικότερα σε (α) ανθρώπινο κεφάλαιο, (β) συνδεσιμότητα, (γ) ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις και (δ) ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες.21

Η εγκατάσταση, όμως, Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας είναι διαφορετικό ζήτημα και σε κάθε περίπτωση οι όροι για την εγκατάστασή τους πρέπει να είναι διαφανείς και να απαντούν στα παραπάνω ερωτήματα.

Στον διεθνή χώρο, δίπλα στα οφέλη της λειτουργίας τους εντείνεται καιo προβληματισμός τόσο ως προςτον τρόπο χρηματοδότησής της22,23,24,25όσο και ως προςτις κοινωνικές/περιβαλλοντικές επιπτώσεις της.26,27,28

Για υπέρμετρα οφέλη τα οποία μπορεί να προκύψουν, υπάρχουν μόνο μελέτες κατά παραγγελία από τις εταιρείες Κέντρων Δεδομένωνυπερκλίμακας, οι οποίες δεν αρκούν. Η ουσιαστική προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος προϋποθέτει ενδελεχή συζήτηση για την ανταποδοτικότητα των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει το ελληνικό–εν προκειμένω- δημόσιο στις σχετικές συμφωνίες.

Ενώ,λοιπόν, ο προβληματισμός για την ανταποδοτικότητα της συνεισφοράς του Δημοσίου σε επενδύσεις εγκατάστασης Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας είναι διεθνής,ο κούφιος ενθουσιασμός για μια επιχειρηματική επένδυση χωρίς να παρουσιάζονται οι όροι, η συνεισφορά του Δημοσίου και η ανταποδοτικότητά της, είναι εγχώριος. Ή μάλλον κυβερνητικός…

Σε αντίθεση, οι στρατηγικές επενδύσεις πρέπει να έχουν σταθερή στόχευση την κοινωνική ευημερία και τη βιώσιμη, συμπεριληπτική και δίκαιη ανάπτυξη. Είναι αυτό που πρέπει να κατοχυρωθεί και για την εγκατάσταση Κέντρων Δεδομένων υπερκλίμακας στην Ελλάδα.