* Μελέτη στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
του ΧρίστουΤσαντήλα, Γεωπόνου, Δρ. Εδαφολογίας, πρ. Διευθυντή του Ινστιτούτου
Βιομηχανικών & Κτηνοτροφικών Φυτών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού
(ΕΛΓΟ) ΔΗΜΗΤΡΑ
Η γενική παραδοχή ότι η Κλιματική Αλλαγή (ΚΑ) είναι γεγονός και ότι επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια και τις εθνικές οικονομίες θέτει επιτακτικά την ανάγκη διαμόρφωσης στρατηγικών προσαρμογής στις νέες κλιματικές συνθήκες, παράλληλα με τον κεντρικό στόχο του μετριασμού του φαινομένου με συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας έως 1,5οC σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο. Ο μετριασμός της ΚΑ, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρείται η προσαρμογή ως πρώτο βήμα, έχει επιλέξει την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας (μηδενικές εκπομπές CO2) μέχρι το 2050. Η γεωργία συμβάλλει στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε ποσοστό περί το 11% (εκτιμήσεις έτους 2019), αλλά ταυτόχρονα μπορεί να λειτουργήσει και ως αποθήκη CO2.
Στο πλαίσιο
αυτό οι χώρες της Ευρώπης πρέπει παράλληλα να σχεδιάσουν εθνικές στρατηγικές
και εθνικά σχέδια προσαρμογής στις νέες κλιματικές συνθήκες. Η Ελλάδα είναι
μεταξύ των χωρών που έχουν ήδη διαμορφώσει Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή
στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) από το 2016, η οποία άρχισε να εξειδικεύεται στις
περιφέρειες της χώρας μέσω των Περιφερειακών Στρατηγικών για την Προσαρμογή
στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ). Η εφαρμογή των Σχεδίων υποστηρίζεται από το ΥΠΕΝ
μέσω του προγράμματος LIFE.
Η ΚΑ
εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο στις περιοχές της χώρας, οι οποίες παρουσιάζουν
διαφορετική τρωτότητα. Οι πλέον ευαίσθητες περιοχές είναι η Αττική, η
Πελοπόννησος, το Βόρειο Αιγαίο και η Θεσσαλία.
Με βάση τις
προβλέψεις, αναμένεται επιδείνωση των κλιματικών παραμέτρων που επηρεάζουν τον
Πρωτογενή Τομέα της Γεωργίας (ΠΤΓ), όπως της θερμοκρασίας αέρα, της
βροχόπτωσης, της ηλιακής ακτινοβολίας (διάρκεια και έκθεση), της συγκέντρωσης
CO2, των ακραίων καιρικών φαινομένων (ένταση και διάρκεια) και της
ερημοποίησης. Ως γενικό αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι θα μειωθεί η διάρκεια της
καλλιεργητικής περιόδου και, κατά συνέπεια, η γεωργική παραγωγή.
Τα φυτά που
αναμένεται να επηρεασθούν περισσότερο είναι αυτά που ανήκουν στην κατηγορία C3
(το σιτάρι, το κριθάρι, η βρώμη, η σίκαλη, το ρύζι, το βαμβάκι, τα
σακχαρότευτλα, ο καπνός, ο ηλίανθος, τα περισσότερα φρούτα και πολλά κηπευτικά:
τομάτες, αγγούρια, σπανάκι, πιπεριές, μελιτζάνες, καρότα, πατάτες), ενώ τα φυτά
της κατηγορίας C4 (καλαμπόκι και ορισμένα κηπευτικά: λάχανο, μπρόκολο,
κουνουπίδι, κρεμμύδι) θα επηρεασθούν λιγότερο και σε ορισμένες περιοχές θα
αυξηθεί η παραγωγή τους.
Οι
προβλέψεις για τις επιπτώσεις της ΚΑ στις βασικές καλλιέργειες στα σενάρια
εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου Α1Β (ενδιάμεσο σενάριο), Α2 (έντονο) και Β2
(ήπιο) δείχνουν ότι:
Το βαμβάκι
θα επηρεασθεί αρνητικά (μείωση απόδοσης μέχρι 10%) στα σενάρια Α1Β και Α2 μόνο
στην Κεντρική και Ανατολική Ελλάδα και θα ευνοηθεί σε όλα τα σενάρια και σε
όλες τις άλλες περιοχές της χώρας (αύξηση απόδοσης ακόμη και μεγαλύτερη του
10%).
Τα σιτηρά θα
επηρεασθούν αρνητικά στα σενάρια Α1Β και Α2 σχεδόν σε όλες τις περιοχές της
χώρας, ενώ θα ευνοηθούν ή θα μείνουν ανεπηρέαστα σε ολόκληρη τη χώρα στο
σενάριο Β2.
Τα κηπευτικά
θα πληγούν μέχρι το 2100 σε όλες τις περιοχές της χώρας εκτός από την Ανατολική
Μακεδονία-Θράκη, στην οποία θα αυξηθεί η απόδοσή τους μέχρι και περισσότερο από
10%. Στα σενάρια Α1Β και Α2 μέχρι το 2050 η επίδραση του κλίματος θα είναι
θετική σε όλες τις περιοχές, εκτός από τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την
Κρήτη, όπου η απόδοση αναμένεται να είναι μειωμένη μέχρι 10%.
Σε ό,τι
αφορά τα ακρόδρυα και φρούτα, ευνοημένες φαίνεται να είναι οι βόρειες περιοχές
(Αν. Μακεδονία-Θράκη και Δυτική – Κεντρική Μακεδονία) αλλά και η Δυτική Ελλάδα,
το Ιόνιο και το ΒΑ Αιγαίο, στις οποίες αναμένεται αύξηση των αποδόσεων μέχρι
και μεγαλύτερες του 10% σε σχεδόν όλα τα σενάρια. Αντιθέτως, πολύ χειρότερη
φαίνεται να είναι η κατάσταση σε Κυκλάδες, Δωδεκάνησα και Κρήτη, όπου οι
αποδόσεις των δενδρωδών αυτών καλλιεργειών αναμένεται να μειωθούν σημαντικά.
Παρόμοια
είναι η εικόνα στις ελιές και τα αμπέλια, για τα οποία σε όλα τα σενάρια στις
περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και της Δυτικής Μακεδονίας αναμένεται
αύξηση της τάξης του 10% ή και μεγαλύτερη.
Ο κλάδος της
κτηνοτροφίας, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στη μελέτη της ΕΜΕΚΑ, αναμένεται να
υποστεί σοβαρό πλήγμα όσον αφορά την απόδοσή του (παραγωγή κρέατος και
γάλακτος).
Η προσαρμογή
στην ΚΑ, δηλαδή οι διαδικασίες ρύθμισης της λειτουργίας των ανθρώπινων και
φυσικών συστημάτων κάτω από τα νέα κλιματικά δεδομένα, έχει αποφασισθεί από τον
ΟΗΕ. Η Ελλάδα έχει συνταχθεί σε αυτή την προσπάθεια έχοντας διαμορφώσει Εθνική
Στρατηγική Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ), βασισμένη σε τρία
σενάρια: το Σενάριο Μη Δράσης (ΣΜΔ), το Σενάριο Μετριασμού (ΣΜ) και το Σενάριο
Προσαρμογής (ΣΠ). Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, τα
προβλεπόμενα κόστη είναι δυσθεώρητα, αλλά σημαντικά διαφοροποιημένα στα τρία
σενάρια. Στο ΣΜΔ μέχρι το 2100 το κόστος θα ανέλθει σε 701 δισεκ. ευρώ, στο ΣΜ
σε 436 δισεκ. ευρώ και στο ΣΠ σε 577 δισεκ. ευρώ.
Οι δράσεις
που έχουν προταθεί στα πλαίσια της ΕΣΠΚΑ στοχεύουν στη συγκέντρωση όλων των
σχετικών πληροφοριών από αντίστοιχες μελέτες και έρευνες, στην ενημέρωση όλων
των σχετιζόμενων με την ΚΑ φορέων, στη δημιουργία συστημάτων καταγραφής και
παρακολούθησης των κλιματικών παραμέτρων σε φυτική και γεωργική παραγωγή, στην
ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων, στην παρακολούθηση των αλλαγών στο βιολογικό
υλικό και στις καλλιεργητικές πρακτικές και στη διαχείριση των κινδύνων από
καταστροφές λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Ο ΠΤΓ, στον
οποίο θα εφαρμοσθούν τα μέτρα προσαρμογής, έχει βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες,
οι οποίες συνοψίζονται στο γεγονός ότι ο κλήρος είναι πολύ μικρός και
πολυτεμαχισμένος (το 77% των εκμεταλλεύσεων έχουν έκταση μικρότερη των 50
στρ.), το προσωπικό που απασχολείται είναι μεγάλης ηλικίας (το 61% έχει ηλικία
μεγαλύτερη των 55 ετών), η πλειοψηφία των καλλιεργειών ανήκουν στην κατηγορία
C3, που είναι πιο ευάλωτες στην ΚΑ, το νερό άρδευσης προέρχεται σε ποσοστό 60%
από υπόγεια ύδατα και η χρηματοδότηση της αγροτικής έρευνας και καινοτομίας
κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα (1,1 ευρώ/στρ. έναντι 33 ευρώ/στρ. στην
Ευρώπη). Το μόνο θετικό στοιχείο, που δυστυχώς όμως δεν αξιοποιείται, είναι ότι
ο δείκτης ποιότητας των φυσικών χαρακτηριστικών είναι καλύτερος όλων των χωρών
της Ευρώπης (164 έναντι 100).
Σύμφωνα με
την ΕΣΠΚΑ, η προσαρμογή θα υλοποιηθεί μέσω επτά δράσεων που αναμένεται να
προσκρούσουν στις ανωτέρω διαρθρωτικές αδυναμίες του ΠΤΓ. Από τις βασικές
αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι η προστασία των φυσικών πόρων
(γη, έδαφος, νερό, γενετικό υλικό, βιοποικιλότητα). Η χρηματοδότηση της
προσαρμογής θα προέλθει από τις δημόσιες επενδύσεις, τις ρυθμίσεις της νέας ΚΑΠ
και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Δυστυχώς η
πολιτεία δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τη σημασία των επιπτώσεων
της ΚΑ και την ανάγκη της κατάλληλης προετοιμασίας για τη λήψη αποτελεσματικών
μέτρων τόσο για το μετριασμό των επιπτώσεων της ΚΑ όσο και για την αναγκαία
προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα που έχουν ήδη δημιουργηθεί και
προβλέπεται να επιδεινωθούν.
Το ΥΠΑΑΤ ως
το αρμόδιο υπουργείο για τον ΠΤΓ, καθώς και επισπεύδων φορέας για την υλοποίηση
της Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης, θα πρέπει να
δραστηριοποιηθεί άμεσα,αναβαθμίζοντας διοικητικά την αρμόδια για την ΚΑ
διοικητική δομή και ενισχύοντας ταυτόχρονα την αγροτική έρευνα. Σε συνεργασία
με το ΥΠΕΝ, που είναι αρμόδιο για τα ζητήματα της ΚΑ, το ΥΠΑΑΤοφείλει να
δρομολογήσει άμεσα τις παρακάτω δράσεις και μέτρα που σχετίζονται άμεσα ή
έμμεσα με την ΚΑ, τις επιπτώσεις της στον ΠΤΓ και την προσαρμογή του τομέα στα
νέα κλιματικά δεδομένα:
[Α] Αξιολόγηση και συμπλήρωση των
προτάσεων της ΕΜΕΚΑ για τον ΠΤΓ, με συμπερίληψη και του τομέα της κτηνοτροφίας,
ενδεχόμενη ενοποίηση των κλιματικών ζωνών (οι οποίες εν πολλοίς έχουν
διοικητικό χαρακτήρα) με βάση κλιματικά και εδαφικά δεδομένα, με στόχο τη
δημιουργία αγροκλιματικώνζωνών, εντός των οποίων πρέπει να κατανεμηθούν οι
γεωργικές δραστηριότητες, και προσθήκη του τομέα της ξηρικής γεωργίας στα μέτρα
προσαρμογής, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός καταλαμβάνει σημαντικό ποσοστό της
ελληνικής γεωργίας.
[Β]
Αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων και αδυναμιών του ΠΤΓ μέσω πολιτικών που
θα στοχεύουν στα παρακάτω:
Προστασία
της γεωργικής γης με εφαρμογή του Συντάγματος (άρθρο 24) και της σχετικής
νομοθεσίας (ν. 2945/2001) και κατάργηση όλων των νομοθετικών παρεμβάσεων που
αφήνουν τελείως απροστάτευτη τη γεωργική γη, επιτρέποντας πολύ εύκολα την
αλλαγή χρήσης. Οριοθέτηση και αξιολόγηση της γεωργικής γης στα πρότυπα της
διαχείρισης της δασικής γης και των βοσκοτόπων. Καταγραφή εκτάσεων τελείως
άγονων ή οριακής γονιμότητας, στις οποίες θα επιτρέπεται η εγκατάσταση
συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (φωτοβολταϊκά συστήματα).
Αναδιάρθρωση
των καλλιεργειών με βάση την κατάταξη των φυτών σε σχέση με τα νέα κλιματικά
δεδομένα και τις δυνατότητες των συντελεστών παραγωγής εδάφους και νερού.
Αναδιάρθρωση
της αγροτικής έρευνας με επανασύσταση του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας,
με βάση τα διεθνή πρότυπα και δεδομένα, και ανάπτυξη Τράπεζας Γενετικού Υλικού.
Εφαρμογή της
Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης.
Ανάληψη
πρωτοβουλίας αναδιάρθρωσης και δημιουργίας χωροταξικού σχεδίου του ΠΤΓ με βάση
τις νέες προτεραιότητες που δημιουργούνται λόγω της ΚΑ.
Όλη η
μελέτη: https://bit.ly/3UvjMm9