Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Ινστιτούτο ΕΝΑ |Το «ελληνικό παράδοξο»: Οικονομική μεγέθυνση με υποχώρηση κοινωνικής ευημερίας, μείωση αγοραστικής δύναμης και αύξηση ανισοτήτων


 

* Κείμενο εργασίας του ΘεόδωρουΜ. Μητράκου, Οικονομολόγου, Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης & Μελετών Τράπεζας της Ελλάδος, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ & της ΕιρήνηςΝταή, Οικονομολόγου, Ερευνήτριας, Συντονίστριας Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ

Ο έντονος ρυθμός μεγέθυνσης του 2021 ακολούθησε τη ραγδαία υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας και τη βαθιά ύφεση που καταγράφηκε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν. Τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2022 συνεχίστηκε η δυναμική της ανάκαμψης, δημιουργώντας προσδοκίες για το σύνολο του έτους, οι οποίες όμως μετριάστηκαν σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για το τρίτο τρίμηνο του 2022, καθώς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σημείωσε αύξηση κατά 2,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 αλλά υποχώρησε κατά 0,5% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2022 (ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «Τριμηνιαίοι Εθνικοί Λογαριασμοί 3ο Τρίμηνο 2022», 7 Δεκεμβρίου 2022).

Ωστόσο η ισχυρή ανάκαμψη του 2021 και των πρώτων τριμήνων του 2022 που κάλυψε τις απώλειες της πανδημίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Και τούτο, κυρίως, γιατί οι απαντήσεις σε δύο πολύ σημαντικά ερωτήματα δημιουργούν εύλογες ανησυχίες και έντονο προβληματισμό.Είναι άραγε η ανάκαμψη διατηρήσιμη μεσο-μακροπρόθεσμα ώστε να καλύψει το μεγάλο χάσμα που μας χωρίζει με όρους οικονομικών δεικτών (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ποσοστό απασχόλησης και ανεργίας κ.λπ.), από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ;Ο ρυθμός ανάπτυξης των δύο τελευταίων ετών περιόρισε τις αυξημένες -σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2019 και 2020- οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ώστε να διασφαλίζεται η ισόρροπη ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας; Ερώτημα που ασφαλώς αφορά και προσδοκώμενη μεγέθυνση τα επόμενα χρόνια, της οποίας ο ρυθμός προβλέπεται ούτως ή άλλως σημαντικά χαμηλότερος εξαιτίας του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και της υφεσιακής απειλής που αντιμετωπίζουν πολλές ευρωπαϊκές και άλλες οικονομίες.

Στο βασικό ερώτημα που έθεσε αρχικά η παρούσα μελέτη κατά πόσο η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι διατηρήσιμη μεσομακροπρόθεσμα αλλά και δίκαιη υπό τις νέες συνθήκες, όπως έχουν πλέον διαμορφωθεί με τη δραματική αύξηση του πληθωρισμού, η απάντηση προσεγγίστηκε κυρίως από την πλευρά των εισοδημάτων των νοικοκυριών και της καταναλωτικής δαπάνης.

Από την πλευρά των εισοδημάτων, σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να στηρίξει την πολυπόθητη ανάπτυξη. Πράγματι, με βάση όλες τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά την τριετία 2022-24 αναμένεται να απωλέσουν περίπου το 20% του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών (ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός εκτιμάται σε περίπου 10,0%, 6,5% και 3,5% το 2022, το 2023 και το 2024 αντίστοιχα). Η απώλεια αυτή θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενέργεια και σε είδη πρώτης ανάγκης.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του Δελτίου του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ σύμφωνα με τα οποία η απώλεια αγοραστικής δύναμης φτάνει έως και το 40% για την πλειοψηφία των νοικοκυριών εισόδημα έως 750 ευρώ, 9-14% για εισοδήματα έως 1.100 ευρώ και 19% για αυτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για τον Σεπτέμβριο (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, 3 Νοεμβρίου 2022).

Επισημαίνεται, ακόμα, ότι με βάση τα πιο στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το β΄ τρίμηνο του 2022 το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους κατά 1,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,5%, καθώς το ίδιο τρίμηνο ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 11,2%.

Οι παραπάνω εξελίξεις, με την ήδη καταγεγραμμένη για το 2022 και την αναμενόμενη για τα επόμενα έτη σημαντική απώλεια του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών, δυσχεραίνουν τη διατήρηση των θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούν έδαφος κοινωνικές εντάσεις που θέτουν πλέον σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή. Η όποια προσπάθεια στήριξης των εισοδημάτων τα τελευταία χρόνια περιορίστηκε κυρίως στα προγράμματα επιδότησης, αφήνοντας εκτεθειμένα και σίγουρα εκτός αποτελεσματικής προστασίας σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Χρειάζεται πλέον μια συνεκτική οικονομική πολιτική που να προστατεύει όλους τους πολίτες από το κύμα των ανατιμήσεων, να στηρίζει τα εισοδήματα των εργαζομένων, να διευκολύνει την ένταξη σε ποιοτικές και λιγότερο επισφαλείς θέσεις στην αγορά εργασίας και να διασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Η στήριξη των πραγματικών εισοδημάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, που τόσο πολύ έχει σήμερα ανάγκη η ελληνική κοινωνία.

Όπως επισημάνθηκε, από την πλευρά της δαπάνης, τη μεγαλύτερη συμβολή στην ανάπτυξη του 2021 και κυρίως του πρώτου εξαμήνου του 2022 είχε η ιδιωτική κατανάλωση (αύξηση 5,8% το 2021 και 11,4% το α΄ εξάμηνο του 2022), η οποία αποτελεί το 67,9% του ελληνικού ΑΕΠ (έναντι 51,1% στην ευρωζώνη). Η αύξηση της ιδιωτικής ζήτησης τα τελευταία τρίμηνα αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη των πολιτών για κατανάλωση κυρίως υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναψυχή (τουρισμό, εστίαση κ.ά.), μετά από τη διετή περίπου αναβολή τους λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Στηρίχθηκε δε στην αξιοποίηση των όποιων συσσωρευμένων αποταμιεύσεων του προηγούμενου διαστήματος, αλλά και στα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, μετρούμενο ως ο λόγος της ακαθάριστης αποταμίευσης προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, γίνεται από το γ΄ τρίμηνο του 2021 όλο και πιο αρνητικό και διαμορφώθηκε σε -14,2% με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το β΄ τρίμηνο του 2022. Επιπλέον, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει ήδη αντιστραφεί σε ελαφρώς συσταλτική μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων. Κατά συνέπεια, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με κινητήρια δύναμη την αυξημένη δαπάνη των νοικοκυριών δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη για μεγάλο διάστημα, καθώς στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στη συμπιεσμένη (αναβαλλόμενη) ζήτηση και αυξημένη ανάγκη των νοικοκυριών για αναψυχή και σε άλλους έκτακτους παράγοντες. Επιπλέον, σταδιακά στερείται τις βασικές πηγές χρηματοδότησής της, που ήταν η δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων και η αναγκαστική αποταμίευση των νοικοκυριών κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα μας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών είναι δυσανάλογη με τα προβλήματα και τις ανάγκες που αντιμετωπίζουν οι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι. Παράλληλα, οι μέσοι μηνιαίοι μισθοί φαίνεται να μην ανταποκρίνονται στο επίπεδο της αναγκαίας καταναλωτικής δαπάνης και οι ελάχιστες αποταμιεύσεις της πλειονότητας των νοικοκυριών δαπανούνται για την κάλυψη πάγιων και βασικών αναγκών.Συνεπώς, στόχος είναι η ανάπτυξη να ακολουθείται από την ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, την άμβλυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, τη μείωση του κινδύνου φτώχειας, την ενίσχυση της ευημερίας των πολιτών, τη μείωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, τη μείωση της εργασιακής ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Πρόκειται για μίασυμπεριληπτική ανάπτυξη που θα αφορά το σύνολο των παραγωγικών συντελεστών της χώρας χωρίς να τίθενται στο περιθώριο σημαντικά τμήματα του πληθυσμού.

Από την πλευρά των δεικτών καταγράφουν τις ανισότητες, όπως κατέδειξε η μελέτη, τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφεται αντιστροφή της τάσης αποκλιμάκωσής τους που σημειώθηκε τη διετία 2017-19. Η έξαρση της επιδημίας και του πληθωρισμού παρέτειναν την περίοδο αβεβαιότητας, τη δυσκολία εύρεσης ικανοποιητικής εργασίας, τον κίνδυνο απώλειας και την επισφάλεια των θέσεων εργασίας, τη στεγαστική ανασφάλεια και τη δυσκολία ανταπόκρισης σε έκτακτες αλλά και πάγιες δαπάνες, ενώ αύξησε περαιτέρω την οικονομική και κοινωνική ανησυχία σε όλη την ΕΕ.

Η δυναμική διεύρυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, που καταγράφεται από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ήδη εξασθενημένη από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας κοινωνική συνοχή. Αυτό θα δυσχεράνει τα επόμενα έτη την επίτευξη των απαιτούμενων ρυθμών ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας για την κάλυψη της αναπτυξιακής απόκλισης από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Συνοψίζοντας, για την οικονομική ανάπτυξη με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής, η συγκράτηση της πληθωριστικής πίεσης παραμένει βασικός στόχος, με, επιπλέον, τη στήριξη των ευάλωτων και ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Η οικονομική και κοινωνική προοδευτική οπτική πρέπει να στοχεύσει στον περιορισμό της οικονομικής ανισότητας και του κινδύνου φτώχειας. Πρέπει να αποτρέπει με κάθε τρόπο την περιθωριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού. Οι παρεμβάσεις για τη μείωση της φορολογίας σε είδη βασικής ανάγκης και ενέργειας, με προσμέτρηση σαφώς των δημοσιονομικών δυνατοτήτων, θα μπορούσαν να αποτιμηθούν θετικά. Όμοια, η υιοθέτηση μέτρων προκειμένου να αποφευχθεί η συνέχιση κερδοσκοπικών φαινομένων και να αντιμετωπιστούν οι αιτίες του υψηλού κόστους παραγωγής και των υψηλών τιμών ενέργειας. Η υιοθέτηση δέσμης μέτρων προκειμένου όχι μόνο να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας –πράγμα αναγκαίο– αλλά και να δημιουργηθούν ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις με στόχευση την ενίσχυση της εργασίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων είναι αναγκαία.

Τέλος στην Ελλάδα, από την εποχή των Προγραμμάτων Προσαρμογής, η ένταση της φτώχειας οξύνεται/επιδεινώνεται σημαντικά σε ό,τι αφορά τους νέους, τις οικογένειες με παιδιά  και τους ανέργους. Ενώ, ο κίνδυνος φτώχειας για την ομάδα των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω) έχει περιοριστεί σε 13,0% με βάση τα αποτελέσματα της πιο πρόσφατης έρευνας EU-SILC για το 2020, φθάνει στο 20,9% για την ομάδα των παιδιών (έως 17 ετών) και σε 45,3% για την ομάδα των ανέργων. Ο κίνδυνος φτώχειας στις νεότερες ηλικιακές ομάδες επηρεάζει δυσανάλογα τις γεννήσεις αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών και με τον τρόπο αυτό δυσχεραίνει τις δημογραφικές εξελίξεις, το ασφαλιστικό σύστημα, αλλά και τον μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Έτσι, ο επαναπροσδιορισμός της κοινωνικής πολιτικής με πρόσθετη έμφαση στη στήριξη των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, των νέων και των ανέργων, προβάλλει πλέον ως αναγκαίος για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής χωρίς να αφήνει ευάλωτες και τις μεγαλύτερες ηλικίες. Η αναγκαιότητα αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική τους τελευταίους μήνες καθώς οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών επιβαρύνουν ιδιαίτερα τις παραπάνω κοινωνικές ομάδες και τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού.

Όλο το κείμενο εργασίας: https://bit.ly/3FsvbOb