Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Κριτική επισκόπηση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Πλαισίου


 

* Γιώργος Ιωαννίδης, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Τμήμα Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου και Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό στο Τμήμα Μελετών του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου - Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Η πρόταση που διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι σαφώς πιο προωθημένη απ’ ότι περίμεναν οι περισσότεροι και σίγουρα πιο ριζοσπαστική από την πλειονότητα των προτάσεων που είχαν τεθεί στη δημόσια διαβούλευση. Βέβαια, λαμβάνει υπόψη τις ισορροπίες δύναμης και προσπαθεί να αποφύγει την αναθεώρηση των Συνθηκών και τις διαδικασίες που αυτή επιτάσσει. Ως εκ τούτου, μπορεί να μην είναι τόσο ριζοσπαστική όσο θα επιθυμούσαν κάποιοι, αλλά κινείται προς την σωστή κατεύθυνση.

Ανοιχτά ζητήματα της πρότασης

Τα σημαντικότερα προβλήματα της πρότασης της Επιτροπής δεν είναι αυτά που η ίδια αναφέρει, αλλά αυτά που δεν αναφέρει, δηλαδή η μη υιοθέτηση της κεντρικής δημοσιονομικής δυνατότητας ή εναλλακτικά η μη πρόβλεψη για τη δημιουργία μιας κοινής δημοσιονομικής δυνατότητας (commonfiscalstance). Η αδυναμία έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού χρέους περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ενισχύει τους εθνικούς ανταγωνισμούς και τις αποκλίνουσες εθνικές θέσεις. Είναι περίπου βέβαιο ότι τα επόμενα 20 έτη τα βασικά ζητήματα που θα καθορίσουν το μέλλον των ευρωπαϊκών οικονομικών είναι η αντιμετώπιση των ανισοτήτων, η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η αναδιάταξη των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας και οι αυξανόμενοι γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί. Η κοινή ευρωπαϊκή απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις είναι δύσκολο να δοθεί χωρίς τη δυνατότητα δημιουργίας κοινού χρέους.

Παράλληλα, το πιο σημαντικό διαρθρωτικό πρόβλημα που δεν αγγίζει η πρόταση της Επιτροπής είναι η αντιμετώπιση των αρνητικών εξωτερικοτήτων ελλιπούς ζήτησης. Το επίπεδο της ζήτησης των μεγάλων οικονομιών επιδρά άμεσα στους ρυθμούς μεγέθυνσης των μικρότερων συνδεδεμένων οικονομιών. Περιοριστικές πολιτικές στις μεγάλες χώρες έχουν ως επίπτωση τη μείωση του εισοδήματος στις μικρότερες. Αυτό με τη σειρά του ενεργοποιεί ένα φαύλο κύκλο αφού το μειωμένο εισόδημα προκαλεί μειωμένη ζήτηση κ.ο.κ. Μια γνωστή εκδοχή του συγκεκριμένου μηχανισμού είναι τα προβλήματα που προκαλεί στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες η πραγματοποίηση υπερβολικών πλεονασμάτων από την Γερμανία. Με απλά λόγια, απειλή στη μακροοικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης δεν αποτελούν μόνο οι «σπάταλοι» αλλά και οι «σπαγγοραμένοι». Το πρόβλημα είναι πως τους σπάταλους τους περιορίζεις με την επιβολή κανόνων και την απειλή κυρώσεων. Όμως, δεν υπάρχει διαδικασία βάσει της οποίας μπορεί να υποχρεωθεί ένα κράτος να δαπανήσει περισσότερα.

Η Κεντρική Δημοσιονομική Ικανότητα ως εναλλακτική επιλογή

Η απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα θα μπορούσε να βρεθεί μέσω μιας παρακαμπτήριου η οποία θα δημιουργεί ένα λειτουργικά ισοδύναμο αποτέλεσμα. Αυτή η παρακαμπτήριος θα μπορούσε να είναι η λεγόμενη «κεντρική δημοσιονομική ικανότητα» (CentralFiscalCapacity). Η CFC μπορεί να παρακάμψει το πρόβλημα καλύπτοντας το «κενό ζήτησης» μέσω κοινού δανεισμού. Με απλά λόγια, η Επιτροπή θα μπορούσε να υπολογίζει το κενό ζήτησης που δημιουργείται από υπερβολικά συσταλτικές πολιτικές και να προχωρά στην κάλυψή του μέσω της έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού χρέους.

Επιπρόσθετα, η δημιουργία της κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας θα έπαιζε σταθεροποιητικό ρόλο τόσο στα πλαίσια των κρατών μελών όσο και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλάνο κάθε κράτους εκ των πραγμάτων θα στηρίζεται σε κάποιου τύπου εκτιμήσεις ως προς το μελλοντικό ύψος των επιτοκίων, του πληθωρισμού και του ρυθμού μεγέθυνσης. Στην περίπτωση που αυτές οι εκτιμήσεις αναθεωρηθούν επί το δυσμενέστερο οι πόροι της CFC μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του συνόλου ή τμήματος της απόκλισης που δημιουργείται σε σχέση με το δημοσιονομικό στόχο. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η πίεση για αναθεώρηση του πλάνου.

Επίσης, η CFC μπορεί να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο «πειθάρχησης» των κρατών στο μέτρο που η πρόσβαση στους πόρους της προϋποθέτει την ανταπόκριση στις υποχρεώσεις τους. Το υφιστάμενο πλαίσιο λειτουργεί κυρίως στη βάση κυρώσεων που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να επιβάλει στα κράτη μέλη που το παραβιάζουν. Μολονότι, κάποιου τύπου κυρώσεις θα παραμείνουν στο οπλοστάσιο της Επιτροπής, η πρακτική εφαρμογή τους καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Η Επιτροπή αναφέρει στην πρότασή της ότι οι δυνατότητες επιβολής κυρώσεων θα ενισχυθούν περαιτέρω. Αλλά και πάλι, τα πρόστιμα δεν εξυπηρετούν κανένα οικονομικό στόχο πέρα της τιμωρίας, ενώ δύναται να επιδεινώσουν περαιτέρω μια εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση.

Όλο το κείμενο εργασίας: https://bit.ly/3WcpJ9o