Μια
αποτυχημένη σχέση ή ένας γάμος που καταλήγει σε διαζύγιο, το συνεχές άγχος και
η κατάθλιψη κάνουν κάποιον να νιώθει περισσότερο δυστυχισμένος από ότι η
φτώχεια του.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν βρετανοί ερευνητές, σύμφωνα με τους οποίους το να
βρει κάποιος την αγάπη ή να νιώθει ψυχικά ήρεμος, τον κάνουν πιο ευτυχισμένο σε
σχέση με μια αύξηση του μισθού του και γενικότερα των εισοδημάτων του.
Η καταπολέμηση της κατάθλιψης και του άγχους μπορεί να μειώσει τη δυστυχία κατά
20%, ενώ η καταπολέμηση της φτώχειας κατά μόνο 5%, σύμφωνα με τη μελέτη.
Τέτοιες διαπιστώσεις, κατά τους ερευνητές, φιλοδοξούν να «φέρουν επανάσταση
στον τρόπο που σκεφτόμαστε για τις ανθρώπινες προτεραιότητες», στο πλαίσιο μιας
νέας επιστήμης της υποκειμενικής ευημερίας (στο βαθμό βέβαια που μπορεί να
θεωρηθεί επιστήμη).
H νέα μελέτη της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE), με επικεφαλής τον
καθηγητή λόρδο Ρίτσαρντ Λαγιάρντ, ειδικό στη μελέτη της σχέσης ευτυχίας και
οικονομίας (το βιβλίο του «Ευτυχία: Μαθήματα από μια νέα επιστήμη» μεταφράστηκε
στα ελληνικά το 2011), παρουσιάζεται σε διήμερο συνέδριο του ΟΟΣΑ και της
London School of Economics στο Λονδίνο στις 12 και 13 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με
τις βρετανικές «Ιντιπέντεντ» και «Τέλεγκραφ».
Η μελέτη, η οποία αξιολόγησε πολλές διεθνές έρευνες κοινής γνώμης σχετικά με τους διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν την ευημερία ενός ανθρώπου (συνολικά ελήφθησαν υπόψη οι απαντήσεις περίπου 200.000 ατόμων), βρήκε ότι -σε μια κλίμακα από το μηδέν έως το δέκα- ο διπλασιασμός στο εισόδημα θα αυξήσει την ευτυχία ενός ανθρώπου κατά μέσο όρο το πολύ 0,2 μονάδες. Αντίστροφα, η ανεργία μειώνει την ευτυχία του ανέργου κατά περίπου 0,7 μονάδες.
Από την άλλη, η κατάθλιψη και το άγχος - που είναι πιο συχνά σε μια σύγχρονη κοινωνία από ότι η ανεργία- μειώνουν την ευτυχία κατά 0,7 μονάδες, ενώ η εύρεση του έρωτα και της αγάπης στο πρόσωπο ενός συντρόφου αυξάνει την ευτυχία κατά 0,6 μονάδες (τρεις φορές περισσότερο από ότι ο διπλάσιος μισθός). Η απώλεια ενός συντρόφου λόγω διαζυγίου ή θανάτου μειώνει την ευτυχία κατά περίπου 0,6 μονάδες, σχεδόν όσο και η ανεργία.
Η μελέτη επίσης επιβεβαιώνει ότι οι άνθρωποι νοιάζονται πολύ για το πόσα χρήματα έχουν σε σχέση με τους άλλους, κάνοντας συνεχώς συγκρίσεις. Συνεπώς μια καθολική αύξηση στο εισόδημα όλων -παρά τα αναμφίβολα οφέλη για όλους και για την κοινωνία- τελικά μπορεί να έχει πολύ μικρή θετική επίπτωση στην ψυχολογία των περισσότερων ανθρώπων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «η ευτυχία είναι μεγαλύτερη στις χώρες όπου οι άνθρωποι εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο. Η ελευθερία είναι επίσης κρίσιμος παράγων για την ευτυχία, συνεπώς όποιος υποστηρίζει την ευτυχία, δεν μπορεί να υποστηρίζει ένα ολοκληρωτικό κράτος».
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα πράγματα που μετράνε περισσότερο για την ευτυχία μας και για τη δυστυχία μας, είναι οι κοινωνικές σχέσεις μας, καθώς επίσης η ψυχική και σωματική υγεία μας. Αυτό σημαίνει ένα νέο ρόλο για το κράτος: όχι τη δημιουργία πλούτου αλλά τη δημιουργία ευημερίας», δήλωσε ο Λαγιάρντ.
«Στο παρελθόν το κράτος ασχολήθηκε διαδοχικά με τη φτώχεια, την ανεργία, την μόρφωση και τη σωματική υγεία. Όμως εξίσου σημαντικά πράγματα είναι η οικιακή βία, ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη, το άγχος, η αλλοτριωμένη νεολαία, η μανία με τις εξετάσεις και πολλά άλλα, που θα έπρεπε να βρεθούν στο επίκεντρο», πρόσθεσε. Η νέα αντίληψη επιχειρεί να εξηγήσει αλλά και να αντιμετωπίσει ένα παράδοξο: ενώ το υλικό επίπεδο της ζωής έχει βελτιωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία 40 χρόνια, το επίπεδο της ικανοποίησης από τη ζωή είναι στάσιμο, αν όχι σε πτώση, ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ.
ΠΗΓΗ: www.govastileto.g