* Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο ΕΝΑ των ΛόηΛαμπριανίδη, Οικονομικού γεωγράφου, καθηγητή ΠΑΜΑΚ, πρώην ΓΓ Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ και ΔημοσθένηΓεωργόπουλου, Οικονομολόγου-Κοινωνιολόγου, απόφοιτου Σχολής Δημόσιας Διοίκησης
Σύμφωνα με τα προσωρινά
στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 2021, οδηγούμαστε σε τρία βασικά συμπεράσματα:
Πρώτον, η απογραφή έρχεται να
δικαιώσει τις επιστημονικές εκτιμήσεις και τη διάχυτη αίσθηση ότι έχουμε
εισέλθει σε μια μακρά περίοδο δημογραφικής κρίσης, καθώς καταγράφεται
πληθυσμιακή μείωση κατά 3,5% από το 2011.
Δεύτερον, ορισμένες μεγάλες
πόλεις και περιοχές τις χώρας, με προεξέχουσα την Αττική, μπόρεσαν σε σημαντικό
βαθμό να διατηρήσουν τον πληθυσμό τους. Το ίδιο, και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό,
πέτυχαν οι πόλεις και περιοχές αυξημένου τουριστικού ενδιαφέροντος, γεγονός που
από τη μία δείχνει τη δυναμική του τουρισμού και τη θετική συνεισφορά του κατά
τόπους, από την άλλη όμως καταδεικνύει και τον κίνδυνο της διαμόρφωσης μιας
τουριστικής «μονοκαλλιέργειας» στην περιφέρεια της χώρας με τις αναπτυξιακές
συνέπειες που αυτή έχει, αλλά & τις επιπτώσεις στο επίπεδο των ανισοτήτων.
Τρίτον, το βάρος της
δημογραφικής κρίσης έπεσε στην υπόλοιπη χώρα, όμως τα αποτελέσματα της
δημογραφικής κρίσης και εδώ δεν κατανέμονται ομοιόμορφα. Στις περισσότερες
περιπτώσεις οι Δήμοι που περιλαμβάνουν τις πρωτεύουσες των Περιφερειακών
Ενοτήτων (ΠΕ – πρακτικά, πρώην Νομών),
περιόρισαν τις απώλειές τους σε ποσοστά προσεγγίζοντας τα μέσα εθνικά. Σε έναν
όμως πολύ μεγάλο αριθμό Δήμων, άνω του ενός τρίτου του συνολικού τους αριθμού
στην επικράτεια, τα ποσοστά της πληθυσμιακής μείωσης υπερβαίνουν κατά πολύ τα
μέσα εθνικά. Στους ουσιαστικά αγροτικούς αυτούς Δήμους, οι σκοτεινές γενικές
προβλέψεις για το δημογραφικό μέλλον της χώρας, με πληθυσμιακές μειώσεις της
τάξης του 20%, 30% ή και ακόμα παραπάνω περί και μετά τα μέσα του αιώνα μας,
έπαψαν να είναι προβλέψεις και υφίστανται
ήδη ως πραγματικότητες εντός της δεκαετίας του 2010.
Εμφανίζεται επομένως ένας
τριχασμός στη χώρα: ορισμένοι Δήμοι σε ΠΕ που περιλαμβάνουν μεγάλες πόλεις και
τουριστικές περιοχές καταφέρνουν να διατηρήσουν ακόμα και να αυξήσουν τον
πληθυσμό τους. Μια δεύτερη ομάδα, η πλειοψηφία των ΠΕ και των Δήμων της χώρας που συνήθως
συμπεριλαμβάνει και την εκάστοτε πρωτεύουσά τους, παρακολουθούν την φθίνουσα
πορεία της χώρας με σχετικά περιορισμένες αποκλείσεις από τον εθνικό μέσο όρο
μείωσης 3,5%. Και τέλος μια τρίτη ομάδα ΠΕ που περιλαμβάνει περί το 1/3 των
Δήμων της χώρας -που αποτελούνται από μικρές επαρχιακές πόλεις και χωριά- κατά
βάση αγροτικών και (ημι)ορεινών, έχουν υποστεί πληθυσμιακή μείωση άνω του 10%
όχι σπάνια άνω του 20% και οριακά ακόμα και άνω του 30% μέσα σε μια δεκαετία.
Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να ισχυριστεί πως, σε ένα όχι ασήμαντο μέρος της
χώρας, παρατηρούνται οριακά έως και φαινόμενα ερημοποίησης. Στο κείμενο
ονομάσαμε αυτήντην ειδική εξέλιξη«περιφερειακό δημογραφικό πρόβλημα» για να την
αντιδιαστείλουμε από το γενικό και για να αναδείξουμε τον απολύτως επείγοντα
χαρακτήρα αντιμετώπισής του.
Χρειάζονται λοιπόν άμεσα
πολιτικές βραχυπρόθεσμου αλλά και μεσο-μακροπρόθεσμου ορίζοντα για την
αντιμετώπιση τόσο της δημογραφικής κρίσης όσο και της σημαντικής αύξησης των
περιφερειακών ανισοτήτων (περιφερειακό δημογραφικό πρόβλημα) που με την σειρά τους
συμβάλλουν στις κοινωνικές ανισότητες, ενώ και αυτές προκαλούν περαιτέρω
οικονομικές δυσκολίες και συμβάλλουν στη μείωση του πληθυσμού εκτός αστικών
κέντρων ή μεγάλων περιφερειακών πόλεων. Η δημογραφική κρίση «εκβάλλει» πλέον
στην οικονομική κρίση αλλά και αντίστροφα και στη συνέχεια αλλητροφοδοτούνται,
μέσα από ένα σύστημα πολλαπλών καναλιών. Δυστυχώς όμως η συζήτηση στη χώρα μας,
ελάχιστα έχει επιχειρήσει την χαρτογράφηση αυτών των καναλιών, πολλώ δε μάλλον
την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Στο κείμενο επιχειρείται να
αναδειχθεί η πολύ στενή σύνδεση των κοινωνικών και των περιφερειακών ανισοτήτων
και στη συνέχεια και των δύο μαζί με την εκδηλωμένη ήδη δημογραφική κρίση και
εν τέλει την σύνδεση όλων των παραπάνω προβληματικών καταστάσεων με την παραγωγική
και εν γένει αναπτυξιακή υστέρηση της χώρας. Ας το επισημάνουμε άλλη μια φορά:
δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα ανεξάρτητα μεταξύ τους προβλήματα αλλά με
αλληλοδιαπλεκόμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις, που η κάθε μια γίνεται
αποδέκτης των αποτελεσμάτων της κρίσης των άλλων και τις ανατροφοδοτεί.
Πρόκειται με άλλα λόγια για τον ορισμό
του φαύλου κύκλου, όπου η αντιμετώπιση πρέπει να είναι πολυεπίπεδη και
ολιστική.
Λίγο πιο αναλυτικά στο
κείμενο γίνονται δυο επισημάνσεις: Η δημογραφική κρίση είναι κυρίως αποτέλεσμα
της μείωσης της γονιμότητας και της γήρανσης του πληθυσμού κάτι που αντανακλά
βαθύτερες τάσεις στη λειτουργία των κοινωνιών μας, αν και βεβαίως δεν πρέπει να
υποτιμάται η επίδραση και της ήδη 14ετούς κρίσης, υπό τη διπλή μορφή του περιορισμού
των δυνατοτήτων απόκτησης οικογένειας λόγω της οικονομικής και εργασιακής
επισφάλειας και της αύξησης της φυγής των πτυχιούχων νέων μας στο εξωτερικό
(braindrain). Όσο για την ερημοποίηση μέρους της υπαίθρου αυτή είναι ως ένα
μέρος αποτέλεσμα της παγκόσμιας τάσης αστικοποίησης που αποτελεί μια σχεδόν
καθολική «μέγα-τάση» (megatrend) δηλ., ο κόσμος επιλέγει να ζήσει με τις
καλύτερες ή ενίοτε θεωρούμενες ως τέτοιες συνθήκες που του προσφέρει η ζωή σε
μεγάλους οικισμούς -η πόλη παιδεύει. Οι συνθήκες στην πόλη αξιολογούνται ως
ελκυστικότερες κυρίως σε επίπεδο εργασιακών δυνατοτήτων, υποδομών και υπηρεσιών
αλλά κυρίως γιατί προσφέρουν τη δυνατότητα επαφής με κόσμο, να βρίσκεσαι σε
σύγχρονα πολιτιστικά περιβάλλοντα, να είναι κοντά στις εξελίξεις. Ενδεχομένως
βέβαια στην περίπτωση μας έχουμε υπερβεί πλέον τα όρια, δηλ. η παρατηρούμενη
πλέον υπεραστικοποίηση δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα στην γενική τάση
αστικοποίησης, αλλά μάλλον στην κρίση (ένδειξη περί αυτού είναι και η απουσία
της στις περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος).
Θεωρούμε ότι οι «λύσεις» σε
αυτά τα συνδυαστικά προβλήματα δημογραφικού,
παραγωγικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, μπορούν να αναζητηθούν μόνο
ολιστικά, μέσω της κατάστρωσης μιας Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, με το
δημογραφικό, τόσο στην γενική όσο και στην περιφερειακή διάστασή του, να
αποτελεί ακέραιο μέρος της. Σε αυτή τη στρατηγική το μεταναστευτικό είναι
κομβικό, όμως αποσπασματικές λύσεις ή ακόμα περισσότερο ιδέες-συνθήματα του
τύπου «καμία ανοχή στη μετανάστευση», ή πάλι αντίθετα «καμία ρύθμιση στη
μετανάστευση», δεν προσφέρουν λύσεις και μάλλον επιδεινώνουν το δημογραφικό,
παραγωγικό και κοινωνικό μας πρόβλημα. Η μετανάστευση μπορεί να αποτελέσει
μέρος της λύσης του δημογραφικού μας προβλήματος. Η άσκηση μιας πιο ανοικτής πολιτικής
για την ένταξη των μεταναστών που προτείνεται σε αυτό το κείμενο, μολονότι δεν
είναι πανάκεια, μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση, και μάλιστα άμεση, αν και
μερική, σε τρία οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία: στο
δημογραφικό, στις ελλείψεις που υπάρχουν στην αγορά εργασίας, και στην ερήμωση
σημαντικού μέρους της υπαίθρου.
Όμως χρειάζεται προσοχή: όπως
και για τις υπόλοιπες προκλήσεις/προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και
οικονομίας, όπως π.χ. το παραγωγικό, το πρόβλημα των περιφερειακών και
κοινωνικών ανισοτήτων, το περιβαλλοντικό, το πρόβλημα της μετανάστευσης των
νέων μας κτλ., έτσι και στο πρόβλημα της πολιτικής για την μετανάστευση η λύση
δεν μπορεί να είναι αποσπασματική αλλά ολοκληρωμένη να συναντάται με άλλα λόγια
με τις υπόλοιπες απαντήσεις στις προκλήσεις μας. Δεν πρέπει να προκύπτει
«εική και ως έτυχεν», αλλά βάση αναγκών και σχεδιασμών ποιοτικών (π.χ.
επίπεδα εκπαίδευσης, ηλικίας, φύλου κτλ.)
και ποσοτικών και πάντοτε με πρόθεση ένταξης των μεταναστών και με
παράλληλη φροντίδα και αντισταθμιστικές παροχές στους θιγόμενους. Έτσι, θα
μπορέσουμε να αποφύγουμε αφενός τη «Σκύλλα» δηλ. τη γκετοποίηση, τον
πολιτισμικό πόλεμο, τις εθνοτικές ρήξεις κτλ. που συχνά οδηγεί η απουσία
ένταξης των μεταναστών και αφετέρου την «Χάρυβδη» δηλ. την ακροδεξιά ρητορική
και πρακτική που ενισχύεται από την αδιαφορία για την άνιση επίπτωση της
μετανάστευσης στο εσωτερικό της χώρας, με τους φτωχότερους συχνά να καλούνται
να επωμισθούν τα όποια βάρη της μετανάστευσης, χωρίς τα οφέλη της.
Τέλος, στο κείμενο δεν
υπεισερχόμαστε στην κατάθεση προτάσεων για την αύξηση της γεννήσεων και για μια
σειρά μέτρων υποβοηθητικών προς αυτόν
τον σκοπό (επιδόματα, βρεφονηπιακοί σταθμοί, γονικές παροχές και άδειες, επιμόρφωση
κτλ.) που είναι καταγεγραμμένα στη διεθνή και εθνική βιβλιογραφία (βλ. και το
πόρισμα της ειδικής επιτροπής της Βουλής). Η εστίαση εδώ είναι κυρίως στην
ανάδειξη της παραγωγικής και περιφερειακής/ανισωτικής διάστασης του
δημογραφικού, της στενής τους αλληλοδιαπλοκής και στην υπόδειξη της ανάγκης
μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής για την παράλληλη αντιμετώπισή
τους.
Όλο το κείμενο: https://bit.ly/3tVpDGM