Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Αντιμετώπιση των σοβαρών δομικών προβλημάτων της χώρας αντί καλλιέργειας επίπλαστης αισιοδοξίας

* Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι δομικά, δεν προκλήθηκαν από την κρίση της πανδημίας ούτε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρότι, ασφαλώς, αυτές είναι συνθήκες που τα επιδείνωσαν.

Παρά τα δομικά προβλήματα και την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, η κυβερνητική πολιτική τείνει να ωραιοποιεί την κατάσταση είτε ερμηνεύοντας επιφανειακά ή και λανθασμένα μια παροδική βελτίωση του ΑΕΠ και κάποιων άλλων δεικτών, είτε συνειδητά επιχειρεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πώς «όλα βαίνουν καλώς», με τη λογική πως «η οικονομία είναι ψυχολογία» ή απλά σκεπτόμενη τις επόμενες εκλογές. Τα μέτρα που πρότεινε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ δεν βοηθούν στην κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης της οικονομίας, δεν αντιμετωπίζουν τα δομικά προβλήματα και δεν ευνοούν τη μετάβαση στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κτλ.

Δεν αντιμετωπίζουν όμως ούτε τα άμεσα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και των επιχειρήσεων. Η κυβερνητική πολιτική παραμένει προσκολλημένη στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο των τελευταίων 40 χρόνων, παρά το ότι αυτό δείχνει τα αδιέξοδά του διεθνώς.

Τα δομικά αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας

Ακούσαμε με μεγάλη ανησυχία την πρωθυπουργική ομιλία στην ΔΕΘ. Και τούτο για μια σειρά λόγων. Ας τους δούμε έναν-έναν:

Αρχικά για την απουσία κατανόησης και ενασχόλησης με το δομικό αδιέξοδο της ελληνικής οικονομίας. Δεν αναφερόμαστε εδώ «σ΄ αυτό» ή «εκείνο» το επιμέρους μέτρο ή συγκυρία, αλλά στον στρατηγικό, παραγωγικό και ευρύτερο κοινωνικό προσανατολισμό της χώρας. Κατά την κυβέρνηση,  πορευόμαστε επιτυχώς. Ο πρωθυπουργός ανέφερε δε ως αποδεικτικό στοιχείο μια σχετικά αξιόλογη αύξηση του ΑΕΠ, που εν γένει αποδίδεται στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο «ξέσπασμα» μετά  την περίοδο της πανδημίας, στην πορεία του τουρισμού, και των εσόδων από τη ναυτιλία, σε ορισμένες ξένες επενδύσεις (Microsoft, Pfizer, DT κ.ά. αλλά αποσιωπώντας πως η πλειοψηφία τους αφορά εξαγορές και ακίνητα) κτλ. Επιπλέον η κυβερνητική θέση τονίζει ότι το ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω από τα χρήματα που θα εισέλθουν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, προβάλλοντας έτσι το αισιόδοξο σενάριο και στο μέλλον δια των επενδύσεων.

Όμως, τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Ας πάρουμε τα πράγματι από λίγο πιο πριν. Το μεταπολεμικό και ιδίως μεταπολιτευτικό κυρίαρχο αναπτυξιακό πρότυπο,έριξε την ελληνική οικονομία στα βράχια, υποβάθμισε συνολικά τις συνθήκες ζωής μας και τελικά επέστρεψε τη χώρα στην «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος». Στην συνέχεια τα Μνημόνια και οι συνοδευτικές «μεταρρυθμίσεις» οδήγησαν σε εσωτερική υποτίμηση και σειρά άλλων συνοδευτικών φιλοεπενδυτικών εντός και εκτός εισαγωγικών, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που υποτίθεται θα οδηγούσαν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας κάτι που δεν συνέβη στον βαθμό που αναμενόταν. Ειδικότερα, η ανταγωνιστικότητα, όπως υπολογίζεται με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, βελτιώθηκε και συνεχίζει να βελτιώνεται, ως αποτέλεσμα των χαμηλών μισθών/ ημερομισθίων και της ευελιξίας στην αγορά εργασίας (ευέλικτες μορφές απασχόλησης, χαμηλή αποζημίωση απόλυσης κτλ.). Όμως η ανταγωνιστικότητα τιμών δεν βελτιώθηκε όσο η ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας, λόγω αγκυλώσεων στην αγορά προϊόντος (ουσιαστικά λόγω της ολιγοπωλιακής δομής αγορών βασικών προϊόντων και υπηρεσιών). Η χώρα βγήκε τυπικά από τα μνημόνια το 2018, όμως τα προβλήματα παραμένουν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να λυθούν απλώς με περισσότερα χρήματα από την ΕΕ, πολλώ δε μάλλον όταν αυτά δεν αξιοποιούνται κατάλληλα και σε κάθε περίπτωση δίνονται απλά  για την ανακούφιση από καταστροφές (πανδημία κτλ.) και όχι ως καθαρή πρόσθεση στην παρεχόμενη βοήθεια. Χρειάζεται σχέδιο και τολμηρές πολιτικές, που θα οδηγήσουν σε ένα «αναπτυξιακό άλμα» ώστε να μπορέσει η χώρα να βγει από την προαναφερθείσα «παγίδα».

Βαδίζουμε στη γνωστή προδιαγεγραμμένη πορεία που πολλές φορές στην ιστορία έχει προκαλέσει αδιέξοδα στην πατρίδα μας:

α) αύξηση του ΑΕΠ που οφείλεται στη συγκυριακή αύξηση της κατανάλωσης –αποτέλεσμα της αναβληθείσας κατανάλωσης της περιόδου της πανδημίας, εδώ και στο εξωτερικό, αλλά και στην χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων λόγω της πανδημίας και της ουκρανικής κρίσης και επομένως δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Δυστυχώς και πάλι ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο, της πρόσκαιρης καταναλωτικής ευωχίας, που συχνά ακολουθήσαμε και στο παρελθόν, ενώ είναι γνωστό πλέον τι μας περιμένει στην γωνία. Φυσικά η κριτική αυτή δεν απευθύνεται σε μεγάλο μέρος, πιθανώς στο μεγαλύτερο των Ελλήνων, που τα φέρνουν πέρα δύσκολα, (δεν τα φάγαμε όλοι μαζί). Επικεντρώνεται σε ένα μικρότερο μέρος, αλλ΄ οικονομικά ισχυρό με μεγάλες δυνατότητες επιδεικτικής κατανάλωσης και μάλιστα πολυτελούς και ιδίως εισαγόμενης, το οποίο διευκόλυνε η κυβερνητική πολιτική μέσα από τις σημαντικές μειώσεις στην φορολόγηση του των τελευταίων 3,5 χρόνων (μείωση φορολογίας γονικών παροχών, μερισμάτων, αλληλεγγύης,  ΕΝΦΙΑ, μείωση εταιρικής φορολογίας κτλ.). Οι μειώσεις αυτές σε πολύ μεγάλο βαθμό απευθύνθηκαν στα ανώτερα μεσαία  και στα ανώτατα ιδίως εισοδήματα, ενώ για τα κατώτερα που επιβαρύνονται ιδίως από τους έμμεσους φόρους και την μεγάλη ακρίβεια, δεν υπήρξε μέριμνα. 

β) τα ελλείμματα στα ισοζύγια (εμπορικό και πληρωμών) πήραν για μια ακόμα φορά την ανηφόρα, τυπικό για την χώρα μας ιδίως σε περιόδους κρίσης, με τις εισαγωγές να υπερβαίνουν τόσο σε απόλυτα ποσά όσο και σε ποσοστά αύξησης τις εξαγωγές, περικόπτοντας επομένως σημαντικά τα όποια οφέλη από την  αύξηση των εξαγωγών και επιπροσθέτως αποδεικνύοντας ότι η δομική/διαχρονική ανισορροπία εισαγωγών –εξαγωγών παραμένει δυστυχώς αναλλοίωτη, ότι με άλλα λόγια, το παραγωγικό και καταναλωτικό μας υπόδειγμα δεν βελτιώθηκε από αυτήν την άποψη, παρά τα διαμεσολάβηση της υπερδωδεκαετούς κρίσης. Ειδικότερα το εμπορικό ισοζύγιο διαχρονικά είναι ελλειμματικό, στην περίοδο της κρίσης μειώνεται το έλλειμα στο ισοζύγιο και εκτινάσσεται πάλι το 2020 και το 2021 (Διάγραμμα 1).

Όλη η ανάλυση:https://bit.ly/3rdRYq8