* Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM LondonSchool of Economics, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο7ο Δελτίο Διεθνών & ΕυρωπαϊκώνΕξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Η δήλωση ότι η Ιταλία είναι μια πολύ σημαντική χώρα ακούγεται ως αυτονόητη. Καλό είναι, ωστόσο, να υπενθυμίζεται. Ειδικά στα ευρωπαϊκά πράγματα, είθισται να θεωρούνται η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία ως οι Τρεις Μεγάλοι (με τον γαλλογερμανικό άξονα να δεσπόζει εντός της ΕΕ μετά το Brexit), ενώ στην πραγματικότητα οι Μεγάλοι είναι τέσσερις. Τα οικονομικά μεγέθη και η βιομηχανική βάση της Ιταλίας, ικανή να παράγει οτιδήποτε, από αυτοκίνητα υψηλών επιδόσεων και πλοία μέχρι δορυφόρους, τείνουν να υποτιμούνται, ίσως επειδή επισκιάζονται από τον τεράστιο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό πλούτο αυτής της χώρας.
Πράγματι, όταν
γίνεται λόγος στις διεθνείς αναλύσεις για την ιταλική οικονομία, αυτό συνήθως
γίνεται για να περιγραφούν και να αναλυθούν τα μεγάλα της προβλήματα. Το
δημόσιο χρέος που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, η εξαγορά μεγάλου μέρους της
βιομηχανικής της βάσης από τους Γάλλους και Γερμανούς ανταγωνιστές της, η
στασιμότητα της ανάπτυξης, είναι μόνιμες πλέον παθογένειες της ιταλικής
οικονομίας, η οποία, ασφαλώς, παραμένει μεν η κατεξοχήν περίπτωση χώρας too big
to fail στην Ευρωζώνη (σε αντίθεση, λόγου χάρη, με την Ελλάδα), πλην όμως είναι
και ο μεγάλος αδύναμος κρίκος της. Οι αιτίες αυτών των παθογενειών είναι,
σίγουρα, πολλές και πολύπλοκες. Ωστόσο, η εγκατάλειψη της λιρέτας για το ευρώ,
η συναφής απώλεια ανταγωνιστικότητας, σε συνδυασμό με μια επίσης μόνιμη
πολιτική αστάθεια πιθανότατα δεν είναι άσχετες με το πρόβλημα.
Οι διαβόητες
θεσμικές αδυναμίες της Ιταλίας, σε συνδυασμό με ένα εκλογικό σύστημα που
εμποδίζει τις συμπαγείς κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, λογίζονται ενίοτε ως
μέρος μίας ιταλικής «ιδιαιτερότητας». Η λύση που επινοήθηκε πήρε τη μορφή
κυβερνήσεων με επικεφαλής τεχνοκράτες υψηλού προφίλ που καλούνται από τα
κοινοβουλευτικά κόμματα να διαχειριστούν τις τύχες της χώρας σε ταραχώδεις
καιρούς. Τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι ο Μάριο Μόντι που κλήθηκε να
εισαγάγει μέτρα σκληρής λιτότητας για να «θεραπεύσει» τα δημόσια οικονομικά της
Ιταλίας το 2011 -συγχρόνως με την κυβέρνηση Παπαδήμου στην Ελλάδα (κάτι που δεν
αποτελεί σύμπτωση)- και ο Μάριο Ντράγκι, που κλήθηκετον Φεβρουάριο του 2021 να
αναλάβει από τον Ιταλό πρόεδρο Σέρτζιο Ματαρέλα ως «ένας από τους πιο
αξιόπιστους άνδρες εκτός κομματικής πολιτικής» και με τη στήριξη ενός
εύθραυστού και αλλοπρόσαλλου ιδεολογικά συνασπισμού στο ιταλικό Κοινοβούλιο.
Ο διορισμός
του Ντράγκι ερμηνεύθηκε ως ένα σαφές μήνυμα προς τα πολιτικά κόμματα και τις
παρατάξεις ότι το διακύβευμα ήταν πολύ υψηλό για να αφεθεί στις συνηθισμένες
διενέξεις της ιταλικής κομματικής πολιτικής: η Ιταλία έπρεπε να επιταχύνει την
εμβολιαστική εκστρατεία για τον Cοvid-19 και (ασφαλώς) να ξεκινήσει ορισμένες
«βασικές μεταρρυθμίσεις» για τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας που θα εξασφάλιζε
την πρόσβαση στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης (NextGenerationEU). Το πρόβλημα
είναι ότι τίποτε από αυτά δεν είναι νέο, ούτε στην Ιταλία ούτε στην Ευρώπη. Με
ακριβώς την ίδια ρητορική ανέλαβε ο Μόντι πριν από δέκα χρόνια. Και τότε το
διακύβευμα ήταν πολύ υψηλό για να αφεθεί στα πολιτικά κόμματα και στη συνήθη
πολιτική αντιπαράθεση (πόσο μάλλον στην κρίση του λαού), και τότε απαιτούνταν
διακομματικές συναινέσεις γύρω από ένα πρόσωπο αναμφισβήτητου κύρους εκτός
πολιτικής που θα έπαιρνε τις δύσκολες αποφάσεις, δίχως να λογαριάζει το
πολιτικό κόστος, και τότε οι τύχες της Ευρώπης κρέμονταν από την επιτυχία ή την
αποτυχία του ιταλικού μοντέλου.
Τελικά, ούτε ο
«Σούπερ Μάριο» κατάφερε να ξεφύγει από την κατάρα των περισσότερων
μεταπολεμικών ιταλικών κυβερνήσεων. Και η δική του υπήρξε σχετικά βραχύβια και
κατέρρευσε όταν ο ως άνω συνασπισμός απέσυρε, ουσιαστικά, την υποστήριξη του
πυροδοτώντας μια νέα πολιτική κρίση στην Ιταλία. Η παραίτηση του Ντράγκι, αφού
απέτυχε να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης των εταίρων του στο κοινοβούλιο,
οδηγεί τη χώρα σε πρόωρες εκλογές στις 25 Σεπτεμβρίου, με τη συμμαχία
Δεξιάς-Ακροδεξιάς (Μελόνι-Σαλβίνι-Μπερλουσκόνι) να φαντάζει ως το απόλυτο
φαβορί, με τα σημερινά δεδομένα -τα οποία, σημειωτέον, δεν πρέπει να θεωρούνται
αμετάβλητα, ιδίως στην Ιταλία. Το ακροδεξιό κόμμα των Αδελφών της Ιταλίας είναι
πρώτο, αυτή τη στιγμή, στις δημοσκοπήσεις και η αρχηγός του Τζόρτζια Μελόνι
-ομοίως φαβορί για την πρωθυπουργία- έχει επιδοθεί σε μια εκστρατεία λείανσης
των σκληρών δεξιών χαρακτηριστικών του κόμματός της και διασκέδασης των φόβων
του ιταλικού κατεστημένου ότι επίκειται η άνοδος του «λαϊκισμού». Διότι αυτός
είναι ο αληθινός φόβος του εν λόγω κατεστημένου και όχι η ακροδεξιά φυσιογνωμία
του κόμματος αυτού.
Στην
αποχαιρετιστήρια (;) ομιλία του ο Ντράγκι δεν παρέλειψε να κατηγορήσει τις
πολιτικές παρατάξεις που δεν τον υποστήριξαν για φατριασμό και μικροπολιτική,
καλώντας συγχρόνως τον ιταλικό πολιτικό κόσμο να δεσμευτεί εκ νέου ότι θα
συνεργαστεί για το ευρύτερο καλό. Ασφαλώς, κανείς δεν θα μπορούσε να βρει το
οτιδήποτε μεμπτό σε αυτήν την τελευταία προτροπή. Άλλωστε, και στην Ελλάδα
είναι πολύ συχνή η διαπίστωση ότι οι
Έλληνες όταν ομονοούν θριαμβεύουν και όταν διχάζονται καταστρέφονται. Γιατί
όχι, θα αναρωτιόταν κανείς, και οι Ιταλοί. Το πρόβλημα αρχίζει στο σημείο που η
συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων γίνεται το Ιερό Δισκοπότηρο υπέρ του
οποίου η ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση που είναι η ψυχή της δημοκρατίας
οφείλει να παραμεριστεί. Και όταν εγγυητές αυτής της συνεννόησης ορίζονται
προσωπικότητες που ποτέ δεν εκλέχτηκαν, ποτέ δεν εκτέθηκαν στην κρίση του λαού
και ποτέ δεν πρόκειται να εκτεθούν σε αυτή, αλλά εμφανίζονται από ένα υπεράνω
πολιτικής Υπερπέραν, στο οποίο θα επιστρέψουν δαφνοστεφείς μετά την ολοκλήρωση
της ιερής αποστολής τους. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς πολύ πίσω στην ιστορία
για να εντοπίσει περιπτώσεις που παρόμοιοι εγγυητές της εθνικής ενότητας και
σωτήρες του έθνους από την κατάρα του διχασμού και της πολιτικής τοξικότητας
δεν ήταν τεχνοκράτες, αλλά συνταγματάρχες.
Ομοίως, δεν
χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός της Λέγκας για να σημειώσει ότι η στροφή προς
τους τεχνοκράτες ως μια εξαιρετική εναλλακτική στα «κακά» της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας υπονομεύει το κοινωνικό συμβόλαιο που οφείλει να δεσμεύει τους
κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους στις δημοκρατίες, ενώ πυροδοτεί τη
λαϊκιστική δυσαρέσκεια που υποτίθεται ότι έρχεται να αντιμετωπίσει. Ούτε έχει
μαγευτεί από το τραγούδι των σειρήνων του λαϊκισμού εκείνο το σημαντικό κομμάτι
του εκλογικού σώματος -στην Ιταλία και αλλού- που δεν είναι ιδιαίτερα
ενθουσιασμένο με την ιδέα να μπαίνει η δημοκρατία «σε παύση» και να κυβερνάται
ηΙταλία από έναν άνθρωπο που αποτελεί την επιτομή της ευγενούς τάξης των
ανεύθυνων (με την έννοια της απουσίας λογοδοσίας) διευθυντικών στελεχών, έναν
άνθρωπο που νιώθει εξαιρετικά άνετα στις αίθουσες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, αλλά λιγότερο άνετα στις αίθουσες της Βουλής, ενώ κινείται με βάση
τις «μεταρρυθμιστικές συνταγές» που εγκρίθηκαν από τους ομόσταβλούςτου στις
Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη, για τις οποίες όμως δεν ερωτήθηκαν ποτέ οι
συμπολίτες του στο Μιλάνο και στο Παλέρμο. Δεν είναι καλό σημάδι όταν ηγέτες αρχίζουν
να ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τον λαό -ή τους «πολίτες» για όσους εκφράζουν
δυσαρέσκεια στην επίκληση της έννοιας του «λαού»- και ότι γνωρίζουν ποιο είναι
το καλό και συμφέρον των πολιτών, χωρίς οι τελευταίοι να θεωρείται απαραίτητο
να ερωτηθούν για αυτό.
Για να είναι
κανείς ακριβοδίκαιος οφείλει να αναγνωρίσει ότι ο Ντράγκι-πολιτικός υιοθέτησε
σε αρκετές περιπτώσεις διαφορετικές θέσεις από τον Ντράγκι-κεντρικό τραπεζίτη.
Η θέση του για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας με στόχο τη χαλάρωσή της
αυστηρότητας του είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που εντυπωσιάζει, ιδίως
όταν θυμάται κανείς την άκαμπτη στάση του κατά την κορύφωση της ελληνικής
κρίσης το 2015. Είναι επίσης αλήθεια ότι το «ανάστημα» του Ντράγκι επέτρεψε
στην Ιταλία να αποκτήσει πολιτική επιρροή και αξιοπιστία τόσο στις Βρυξέλλες
όσο και στη διεθνή σκηνή, ενώ ο ίδιος αφήνει πίσω του πολλές ημιτελείς
εργασίες, όπως τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, της νομοθεσίας περί
ανταγωνισμού και της δικαιοσύνης, καθώς και την καθιέρωση κατώτατου μισθού και
ενός μηχανισμού προστασίας για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Όλα αυτά είναι
ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η επόμενη -πιθανώς δεξιά/ακροδεξιά-
κυβέρνηση.
Και εδώ
εντοπίζεται ένα ακόμα πρόβλημα του εν λόγω μοντέλου διακυβέρνησης. Στην Ιταλία
αυτή τη στιγμή, οι δυνάμεις της απαξιωμένης Κεντροαριστεράς συντάσσονται γύρω
από το λάβαρο του αντι-λαϊκισμού με την ιαχή «η Ιταλία δεν μπορεί χωρίς τον
άνθρωπο που έσωσε το ευρώ». Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, η μορφή του (τυπικά απολιτίκ,
αλλά ουσιαστικά νεοφιλελεύθερου) τεχνοκράτη Ντράγκι μετατρέπεται σε… σύμβολο
της αντιφασιστικής ψήφου. Το γεγονός ότι απέναντι σε ένα μη δημοκρατικό μοντέλο
διακυβέρνησης τοποθετείται ως μόνη εναλλακτική η δεξιά/ακροδεξιά, διότι η
κεντροαριστερά έχει συμβιβαστεί μαζί του
και το έχει εγκολπωθεί, ενώ (ειδικά στην Ιταλία) η Αριστερά έχει χάσει την
πάλαι ποτέ αίγλη και ισχύ της -εν πολλοίς με δική της ευθύνη- θα έπρεπε να
προβληματίζει σφόδρα κάθε δημοκρατικό Ευρωπαίο πολίτη. Διότι δεν είναι μόνο η
Ιταλία όπου το μοντέλο Ντράγκι εμφανίζεται ως
η βέλτιστη λύση. Δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ η ρητορική και η
φρασεολογία, με την οποία επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί το ίδιο μοντέλο στην
Ελλάδα ως η επιτομή της σύγχρονης διακυβέρνησης «πέρα και πάνω από τις παθογένειας
της πολιτικής». Ούτε τι είδους αποτελέσματα είχε αυτό.
Και ο λόγος που δεν πρέπει
να ξεχαστεί είναι ότι με τα σύννεφα να πυκνώνουν και πάλι στον ορίζοντα, δεν
αποκλείεται το ενδεχόμενο κάποιοι να απεργάζονται μια εφαρμογή του μοντέλου
Ντράγκι και σε άλλες «προβληματικές» χώρες, όπως θεωρείται η Ελλάδα. Δηλαδή,
μια κυβέρνηση τεχνοκρατών που θα αναλάβει, υπέρ του κοινού καλού, το δύσκολο
έργο της απορρόφησης των πόρων του ταμείου Ανάκαμψης, από κοινού με τις
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, φυσικά, στηριζόμενη από όλες (έμφαση στη λέξη «όλες»)
τις δυνάμεις του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου», οι οποίες θα κληθούν να
βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους, ενόψει των μεγάλων εθνικών προκλήσεων.