* ΆρηςΠαπαδόπουλος,
Πολιτικός Επιστήμονας– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο7ο Δελτίο Διεθνών & ΕυρωπαϊκώνΕξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
«Ίδρυση ενός
κοινού πεπρωμένου μεταξύ του κινεζικού λαού και άλλων λαών ανά την υφήλιο εντός
ενός ειρηνικού διεθνούς περιβάλλοντος». Η φράση αυτή αναφέρεται στα ζητήματα
εξωτερικής πολιτικής και αποτελεί την 13η από τις 14 φράσεις-κλειδιά που συμπυκνώνουν
την ασκούμενη πολιτική της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το διάστημα προεδρίας
του Σι Τζινπίνγκ, ενώ αποτελούν πλέον και τμήμα του Συντάγματος της χώρας.
Η χώρα της Ανατολής στράφηκε ήδη από την αυγή του 21ου αιώνα στην εξάπλωση του δόγματος της εξωτερικής της πολιτικής, με όχημα την εφαρμογή της «Πρωτοβουλίας για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού», μίας στρατηγικής η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το 2013. Η ακόρεστη αγορά και η ζήτηση της αφρικανικής ηπείρου σε πολλά επίπεδα αγαθών και υπηρεσιών τη μετουσίωσαν σε «πεδίο δόξης λαμπρόν» για την ανερχόμενη τότε δύναμη.
Η Κίνα διείδε ήδη από το 2004τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του διττού της δόγματος
στην εξωτερική πολιτική, με τον ένα άξονα να υπηρετεί την παραγωγή πλούτου μέσω
της εξαγωγής τεχνογνωσίας, τον άλλο δε να ενισχύει το πρεστίζ της Κίνας ως μίας
χώρας αλληλέγγυας που στέκεται αρωγός στις πλέον ανίσχυρες του πλανήτη,
ακολουθώντας μία διπλωματία ήπιας ισχύος με έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις και
τις πολιτισμικές ανταλλαγές[1]δίχως να φιλοδοξεί να αποκτήσει
επεκτατικές βλέψεις σε ό,τι αφορά εδαφικές διεκδικήσεις ή αποικιοκρατικού τύπου
οικονομική εκμετάλλευση, όπως πολλές χώρες του δυτικού κόσμου είχαν πράξει στο
παρελθόν.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, στην αρχή με πιο δειλά και έπειτα
με πιο γοργά βήματα, ούσα πλέον μέλος και των BRICS και αποκτώντας εμπειρία
συνεργαζόμενη στενά με τη στρατηγικής σημασίας για τον Παγκόσμιο Νότο και την
αφρικανική ήπειρο Νότια Αφρική, η Κίνα επιλέγει να χρηματοδοτεί κολοσσιαία
κατασκευαστικά (και όχι μόνο) εγχειρήματα σε διάφορα κράτητης ηπείρου αυτής ως
επί το πλείστον με έναν αμφιλεγόμενο, αλλά μάλλον αποτελεσματικό τρόπο. Με
χορηγίαεκ μέρους κινεζικών κρατικών ή και ιδιωτικών εταιρειών (υπό την εποπτεία
του κράτους) δάνεια με ευνοϊκούς όρους, πολλές φορές ακόμη και χωρίς επιτόκιο,
ώστε να προχωρήσουν τα έργα υποδομής ή η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, όπως
για παράδειγμαη ενίσχυση των δομών κοινωνικής πρόνοιας με ιδιαίτερη έμφασηστους
νευραλγικούς τομείς της Υγείας και της Παιδείας.Σε αντάλλαγμα
εδραιώνονταιστενότερες διπλωματικές και οικονομικέςεπαφές με την Κίνα ιδίως
στον τομέα του εμπορίου με αναβάθμιση επιχειρήσεων με έδρα την Κίνα ως
«προτιμησιακών εταίρων» για την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων και ακατέργαστων
πρώτων υλών (rawmaterials) ζωτικών για την απρόσκοπτη λειτουργία της κινεζικής
βιομηχανίας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ενισχυμένη θέση στην κατάταξη
μεταξύ των εισαγωγέων της Κίνας τα τελευταία χρόνια τόσο της Δημοκρατίας όσο
και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, όπου ως γνωστόν τα υλικά αυτά αφθονούν.
Εντούτοις,
επικριτές της στρατηγικής προσέγγισης της Κίνας αντιτείνουν πως πρόκειται
περισσότερο για μία αποικιοκρατικού τύπου επιχείρηση που έχει ως στόχο την
υποτέλεια των κρατών και επακολούθως των λαών της Αφρικής στα κινεζικά
συμφέροντα και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς, παρά για μία βοήθεια που
αποσκοπεί πραγματικά στη φιλία μεταξύ των λαών της Κίνας και της Αφρικής, που
έχει ως στόχο να εξυπηρετήσει τους στόχους του ΟΗΕ (Παρίσι 2016) για το κλίμα
και να τονώσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες σε ποικίλα σημεία της αφρικανικής
ηπείρου. Υποστηρίζουν ότι αν και χάρη στα projects της Κίνας τονώνονται οι
δείκτες απασχόλησης,συχνά αυτό γίνεται μεεργασιακές
συνθήκες χειρότερες των προβλεπόμενων, και πως η συσσώρευση χρεών στις χώρες αυτές προς την Κίνα
θα δημιουργήσει στο μέλλον μία παγκόσμια κρίση χρέους, παρά το γεγονός ότι
σύμφωνα με στοιχεία, ακόμη και στην πλέον «χρεωμένη» απέναντι στην Κίνα
αφρικανική χώρα, την Νιγηρία, το ποσοστό δημόσιου χρέους που
οφείλεται σε δάνεια από την Κίνα προσεγγίζει μόνο το 10% του συνολικού δημοσίου χρέους της,
ενώ στις υπόλοιπες χώρες συχνά δεν ξεπερνά ακόμη και το 4%
Όπως
προαναφέρθηκε, ο κύριος τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι κινεζικοί
ιδιωτικοί και δημόσιοι δρώντες στη «μαύρη ήπειρο» είναι κατά κύριο λόγο το ευρύ φάσμα των
κατασκευών και των υποδομών
(φράγματα, οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, κτιριακές υποδομές κ.α.), χωρίς
ωστόσο να παραγνωρίζεται η ενασχόλησή τους και με τον τομέα των
τηλεπικοινωνιών, αλλά και της γεωργίας, με διάθεση στις αφρικανικές χώρες κατά
κύριο λόγο πιο σύγχρονων μηχανημάτων που θα συμβάλλουν στην εντατικοποίησητων
καλλιεργειών. Επιπρόσθετα, σε ορισμένες συμβάσεις προβλέπεται και η ανταλλαγή
στελεχικού και εργατικού δυναμικού, ιδίως στον τομέα των υποδομών και των έργων
κοινής ωφέλειας, με προφανείς δυνατότητες εισαγωγής και εφαρμογής της κτηθείσας
γνώσης στις πατρίδες των Αφρικανών που έτυχαν εξειδίκευσης σε κινεζικό έδαφος.
Το 2021
σημειώθηκε, μετά την -εύλογη- κάμψη των εμπορικών δραστηριοτήτων κατά τη
διάρκεια της έξαρσης της Covid-19, ρεκόρ τόσο στις εισαγωγές όσο και στις
εξαγωγές μεταξύ της Κίνας και κρατών της αφρικανικής ηπείρου, οι οποίες
αθροιστικά ανήλθαν σε 250 δισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας ωστόσο
ποσοστό μικρότερο του 4% του συνολικού εμπορικού όγκου της Κίνας με χώρες του
εξωτερικού[2]. Μία από τις διαχρονικά
πιοαξιόπιστες χώρες που εισφέρουν στους ανωτέρω αριθμούς άμεσων ξένων
επενδύσεων θεωρείται η
Ανγκόλα, με το ύψος
των συναλλαγών μεταξύ των δύο κρατών να ανέρχεται στα 30 δισ. δολάρια από το
2008 έως σήμερα[3].
Κορυφαία
παραδείγματα έργων που ήδη έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους θεωρούνται η
σιδηροδρομική διασύνδεση μεταξύ Τζιμπουτί-Αιθιοπίας και η η κατασκευή του
κτιρίου τη έδρας της Αφρικανικής Ένωσης στην Αντίς Αμπέμπα. Αξιοσημείωτη είναι
πάντως και η διεύρυνση της στρατιωτικής παρουσίας της Κίνας στις χώρες της
Αφρικής, αφού στο Τζιμπουτί έχει κατασκευαστεί η πρώτη κινεζική στρατιωτική βάση
επί ξένου εδάφους (2016), ενώ σε ένα ακόμη αυταρχικό καθεστώς, αυτό της
Ισημερινής Γουινέας, έχει υπογραφεί η κατασκευή ανάλογης βάσης εντός της
επόμενης τριετίας. Από την Σινο-Αφρικανική σύνοδο τον Δεκέμβρη του 2021, η
οποία θεωρήθηκε ως επιτυχημένη, ανέκυψε η κινεζική υπόσχεση για επενδύσεις
ύψους 40 δισ. ευρώ ως το 2026.
Υπάρχουν ήδη ενδείξεις πως η κινεζική εμπορική αλλά και πολιτισμική δραστηριότητα στην Αφρική έχει ήδη αρχίσει να καρποφορεί και στο ευρύτερο κοινωνικό και διπλωματικό πεδίο. Έρευνες αναδεικνύουν ότι στις περισσότερες χώρες με έντονο κινεζικό επενδυτικό στοιχείο οι πολίτες προκρίνουν τον θετικό αντίκτυπο παρά καιτις δεδομένες αρνητικές επιδράσεις της κινεζικής παρουσίας[4] στις χώρες αυτές. Συμπληρωματικά, στο ψήφισμα κατά της Ρωσίας για την επίθεσή της στην Ουκρανία μπορεί τα περισσότερα αφρικανικά κράτη να υπερψήφισαν, κράτησαν όμως χαμηλά τους τόνους και διεύρυναν την κριτική και σε άλλους δρώντες, όπως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ωστόσο οι συνεχώς μεταβαλλόμενες τάσεις και συμμαχίες, τόσο στο διεθνές εμπόριο όσο και στον τομέα της άμυνας και των εξοπλισμών μας επιτρέπουν να συνάγουμε ως ασφαλές συμπέρασμα μόνο ότι οι σχέσεις και οι εκατέρωθεν επιρροές μεταξύ Κίνας και Αφρικανικής Ένωσης αξίζει να ιδωθούν ως μία ενδιαφέρουσα «μελέτη περίπτωσης» εταιρικής σχέσης μέσα στο μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο σύστημα οικονομίας και ανακατανομής ισχύος.