* JensMaesse, JLU Giessen
- Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #7 - Ο Πόλεμος στα ΜΜΕ» δημοσιεύει η ομάδα MediaJokers σε
συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας χαρακτηριζόταν από μια μη-στρατιωτική στρατηγική, βασισμένη στην οικονομική συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Εθνών, τη διπλωματία, την ανοικοδόμηση και τη δημιουργία οικονομικών εμπορικών σχέσεων. Σήμερα, μια περισσότερο ενεργή συμμετοχή σε άμεσες στρατιωτικές παρεμβάσεις είναι όλο και πιο πιθανή. Πώς αντανακλάται και πώς μεταδίδεται αυτή η αλλαγή από τον πολιτικό διάλογο των ΜΜΕ και την απάντηση του λαού; Η συζήτηση στα ΜΜΕ στη Γερμανία σχετικά με τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία λόγου που έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουν την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας μακροπρόθεσμα. Στην ανάλυση που ακολουθεί, επιθυμώ να δείξω πώς ο λαός «εξοπλίζεται» και «αφοπλίζεται» γνωσιακά από τον πολιτικό μιντιακό λόγο.
Προς αυτήν την
κατεύθυνση, χρειάζεται να εξετάσουμε μια κεντρική συζήτηση στα Μέσα που
κατασκευάστηκε γύρω από δύο επιστολές, από δύο διαφορετικές ομάδες
διανοούμενων. Η επιστολή που δημοσιεύθηκε στις 29 Απριλίου 2022 με την ονομασία
«Ανοιχτή επιστολή στον Καγκελάριο OlafScholz» έφερε τις υπογραφές ακαδημαϊκών,
διανοούμενων, φεμινιστριών, κωμικών και άλλων επιφανών προσωπικοτήτων της
γερμανικής δημόσιας ζωής. Παρουσιάστηκε ως αντίδραση σε μια μονόπλευρη συζήτηση
(όπως θεώρησαν οι συγγραφείς) υπέρ της πρόκρισης των «βαρέων όπλων» ως της
«βασικής λύσης» για τον τερματισμό της ρωσικής επιθετικότητας. Οι συγγραφείς
συμφωνούν ξεκάθαρα στην κοινή οπτική ότι η Ρωσία αποτελεί τον επιτιθέμενο και
ότι η Ουκρανία έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ας δούμε τα
βασικά τους επιχειρήματα και το πώς τοποθετούνται στον γερμανικό δημόσιο λόγο:
«Μοιραζόμαστε
την άποψη ότι η ρωσική επιθετικότητα αποτελεί παραβίαση του βασικού κανόνα του
Διεθνούς Δικαίου. Μοιραζόμαστε επίσης την πεποίθηση ότι υπάρχει ένα επί της
αρχής πολιτικό και ηθικό καθήκον που δεν επιτρέπει υποχώρηση από μια επιθετική
δύναμη χωρίς αντεπίθεση. Αλλά όλα όσα συνεπάγονται τα παραπάνω οριοθετούνται
από άλλες αρχές της πολιτικής ηθικής. Είμαστε πεπεισμένοι ότι έχουμε ήδη φτάσει
σε δύο τέτοιες οριακές γραμμές: Πρώτον, την κατηγορική απαγόρευση της
αποδοχήςτου προφανούς κινδύνου κλιμάκωσης αυτού του πολέμου σε πυρηνική
σύγκρουση. Η αποστολή μεγάλων ποσοτήτων βαρέων όπλων, ωστόσο, θα έκανε την ίδια
τη Γερμανία μέρος του πολέμου. Και η ρωσική αντεπίθεση θα μπορούσε επομένως να
ενεργοποιήσει τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής της συμφωνίας του ΝΑΤΟ, σημαίνοντας
έτσι τον άμεσο κίνδυνο ενός παγκοσμίου πολέμου. Η δεύτερη οριακή γραμμή είναι
το επίπεδο καταστροφής και ανθρώπινου πόνου για τον ουκρανικό άμαχο πληθυσμό.
Ακόμη και η δικαιολογημένη αντίσταση σε έναν επιτιθέμενο είναι σε κάποια στιγμή
αβάσταχτα δυσανάλογη προς αυτό». (Σημ.: η έμφαση προστέθηκε από τον συγγραφέα)
Όπως
καταδεικνύουν οι δείκτες λόγου αλληλεγγύης («(Και) Εμείς μοιραζόμαστε»), οι
συγγραφείς υιοθετούν ένα κοινό πλαίσιο «αλληλεγγύης προς την Ουκρανία» και
«ρωσικής επιθετικότητας» που αποδέχεται περίπου το 80% του γερμανικού πληθυσμού
και το 100% των μιντιακών και πολιτικών δρώντων. Ωστόσο, ο δείκτης «όμως»
δηλώνει μια αντίθεση σε μια συγκεκριμένη συνεπαγωγή του «κοινού πλαισίου» που
αντιπροσωπεύει η έννοια της «πολιτικής ηθικής». Αυτή η «πολιτική ηθική»
συνδέεται με δύο συνεπαγωγές που φαίνεται να αποτελούν μέρος του «κοινού
πλαισίου», συγκεκριμένα: (1) ότι κάποιοι άνθρωποι «αποδέχονται έναν προφανή
κίνδυνο κλιμάκωσης αυτού του πολέμου σε πυρηνική σύγκρουση και (2) ένα «επίπεδο
καταστροφής και ανθρώπινου πόνου για τον ουκρανικό άμαχο πληθυσμό» που
απορρίπτεται ως «αβάσταχτα δυσανάλογο».
Αυτό που
παρατηρούμε εδώ είναι μια τοποθέτηση στον λόγο που μπορεί να περιγραφεί ως θέση
«ναι μεν, αλλά». Οι συγγραφείς της επιστολής συμφωνούν σε ένα «κοινό πλαίσιο»,
αλλά διαφωνούν σε δύο συνεπαγωγές που το «κοινό πλαίσιο» φαίνεται να
περιλαμβάνει. Αντίστοιχα, ο αριθμός των «ναι μεν, αλλά» συνεπαγωγών μπορούν
εύκολα να επεκταθούν σε άλλες περιοχές και περισσότερα επιχειρήματα, όπως για
παράδειγμα στην ευθύνη του ρωσικού λαού, σε οικονομικά επιχειρήματα για την
ευρωπαϊκή βιομηχανία, σε ευρύτερα παγκόσμια ζητήματα για την πείνα στην Αφρική
και την Ασία κ.ο.κ. Ωστόσο, το ζήτημα είναι ότι η λογική «ναι μεν, αλλά»
κατασκευάζει μια νέα λογική αντιπαράθεσης για την προώθηση της δημοκρατικής
αντιπαράθεσης σε μια συνθήκη «πολέμου επιθετικότητας».
Ας δούμε τώρα
μια άλλη επιστολή που απαντά στην τελευταία. Λέγεται «Ανοιχτή Επιστολή» και
δημοσιεύθηκε στις 4 Μαΐου 2022.
«Όποιος
επιθυμεί μια ειρηνευτική συμφωνία μέσω διαπραγμάτευσης που δεν έχει ως
αποτέλεσμα την υποταγή της Ουκρανίας στις ρωσικές απαιτήσεις, πρέπει να ενδυναμώσει
τις αμυντικές της ικανότητες και να περιορίσει τις πολεμικές ικανότητες της
Ρωσίας όσο περισσότερο γίνεται. Αυτό απαιτεί μια σταθερή παροχή όπλων και
πυρομαχικών ώστε να στρέψουμε τη στρατιωτική ισορροπία ισχύος υπέρ της
Ουκρανίας. Και απαιτεί την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στον κλάδο ενέργειας
της Ρωσίας, την τελευταία οικονομική σανίδα σωτηρίας για το καθεστώς Πούτιν».
«Η ρωσική
επίθεση στην Ουκρανία συνιστά επίσης επίθεση στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Οι
απαιτήσεις του Κρεμλίνου για αναδιοργάνωση της Ευρώπης, οι οποίες διατυπώθηκαν
την περίοδο πριν την εισβολή, είναι εξαιρετικά εύγλωττες. Αν ο ένοπλος
ρεβιζιονισμός του Πούτιν στεφθεί με επιτυχία στην Ουκρανία, ο κίνδυνος ο
επόμενος πόλεμος να διεξαχθεί σε νατοϊκό έδαφος αυξάνεται». (Σημ.: η έμφαση
προστέθηκε από τον συγγραφέα)
Αυτά τα δύο
αποσπάσματα αντιπροσωπεύουν τα δύο βασικά επιχειρήματα αυτής της επιστολής.
Όπως βλέπουμε, οι συγγραφείς της επιχειρηματολογούν υπέρ της «προμήθειας βαρέων
όπλων» στην Ουκρανία ως το κύριο εργαλείο για τον τερματισμό του πολέμου. Στο
πρώτο απόσπασμα, η «ειρηνευτική συμφωνία μέσω διαπραγμάτευσης»παρουσιάζεται ως
«κοινός στόχος» και στο δεύτερο απόσπασμα, η «ευρωπαϊκή ασφάλεια» και η
«ειρήνη» (ως συνεπαγωγή του «κινδύνου ο επόμενος πόλεμος να διεξαχθεί σε
νατοϊκό έδαφος») ορίζονται ως κοινές αξίες. Όπως και στην πρώτη επιστολή,
παρουσιάζεται ένα «κοινό πλαίσιο» από τον λόγο που υποδηλώνει ότι όλα τα μέλη
της δημοκρατικής κοινότητας μοιράζονται κοινές αξίες. Και εδώ, παρουσιάζονται
δύο συνεπαγωγές που απεικονίζουν διαφορές αναφορικά με το βασικό διακύβευμα
αυτής της συζήτησης, δηλαδή: υπέρ ή κατά των «βαρέων όπλων».
Η διαμάχη γύρω
από τα «βαρέα όπλα» αντανακλάται επίσης σε ορισμένες διατυπώσεις που
προσδιορίζουν τον πολιτικό στόχο της γερμανικής/ευρωπαϊκής/δυτικής παρέμβασης
στον ρωσικό πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας. Τρία σλόγκαν κυκλοφορούν στο
γερμανικό μιντιακό διάλογο:
«Η Ουκρανία
πρέπει να κερδίσει τον πόλεμο!»
«Η Ρωσία
πρέπει να χάσει τον πόλεμο!»
«Η Ουκρανία
δεν πρέπει να χάσει τον πόλεμο!»
Αυτές οι
διατυπώσεις κατασκευάζουν τρεις πόλους μιας συναισθηματικής αντιπαράθεσης στα
γερμανικά ΜΜΕ, καθώς και στον πολιτικό κόσμο. Η πρώτη, για παράδειγμα,
προτιμάται από κάποιους πολιτικούς του κόμματος των Πράσινων, καθώς και από
τους Γερμανούς Συντηρητικούς. Η δεύτερη παρουσιάζεται από κάποιους
σκληροπυρηνικούς της γραμμής των στρατιωτικών συντηρητικών-δυτικών. Και το
τρίτο σλόγκαν αποτελεί επίσημο σλόγκαν της γερμανικής κυβέρνησης
σοσιαλιστών-πράσινων-φιλελεύθερων. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο
Καγκελάριος OlafScholz διατυπώνει τους στόχους της γερμανικής συμβολής στην
παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία. Τα τρία αυτά σλόγκαν είναι αντικείμενο
έντονου διαλόγου επειδή εισάγουν στην πολιτική αντιπαράθεση δύο απρόβλεπτες
συνεπαγωγές. Έτσι, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τι σημαίνει η φράση «η Ουκρανία
πρέπει να κερδίσει τον πόλεμο», καθώς η ουκρανική κυβέρνηση άλλαξε τους στόχους
της κατά τη διάρκεια του πολέμου (Σημαίνει, για παράδειγμα, την επιστροφή της
Κριμαίας;). Αυτό το σλόγκαν θα περιόριζε το πεδίο των πιθανών διπλωματικών
παρεμβάσεων στο μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο σλόγκαν. Το να πει
κανείς ότι «η Ρωσία πρέπει να χάσει τον πόλεμο!» μπορεί να υποδηλώνει μια
στρατιωτική κατοχή ρωσικών περιοχών (όπως γνωρίζουμε από προηγούμενους
πολέμους). Επομένως, το τρίτο σλόγκαν φαίνεται να αποτελεί τη στρατηγική που
ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο για μελλοντικές εναλλακτικές που δεν μπορούν να
προβλεφθούν, συμπεριλαμβανομένων διπλωματικών διαπραγματεύσεων ή περαιτέρω
συγκρούσεων. Ωστόσο, αυτό που παρατηρούμε σε αυτό το μικρό παράδειγμα είναι ότι
το πεδίο του πολιτικού λόγου κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου γύρω από την ιδέα του
«πολέμου» ως πολιτικού γεγονότος που δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί. Κατά
συνέπεια, το παλαιότερο γερμανικό ειρηνευτικό κίνημα δεν έχει πλέον λόγο!
Τι μας διδάσκει ο
πολιτικός λόγος των μίντια στη Γερμανία; Πρώτον, ότι ο πόλεμος αποτελεί
πραγματική επιλογή και πολιτικό γεγονός στο γερμανικό πολιτικό τοπίο, και
γίνεται αποδεκτός, τόσο από τους υπέρμαχους όσο και από όσους εναντιώνονται στα
«βαρέα όπλα». Δεύτερον, η διαμάχη γύρω από τα «βαρέα όπλα» εντάσσεται και στις
δύο περιπτώσεις σε κάποιο «κοινό πλαίσιο», που πάντα συμπεριλαμβάνει τον
λογοθετικό άλλο και επιτρέπει στους δρώντες να μεταπηδήσουν από το ένα
στρατόπεδο στο άλλο. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτός ο διαχωρισμός
εμφανίζεται και στον πληθυσμό. Αν και τα περισσότερα κόμματα και Μέσα τάσσονται
υπέρ των «βαρέων όπλων», τα ποσοστά συμφωνίας υπέρ ή κατά στον γερμανικό
πληθυσμό κυμαίνονται πάντα στο 50%. Τρίτον, ο «εξοπλισμός» ή «αφοπλισμός» του λαού
δεν βασίζεται σε «επιθετικούς» ή «λαϊκιστικούς» λόγους που προτάσσονται από
χαρισματικούς ηγέτες. Αντίθετα, οργανώνεται με έναν περισσότερο διαφοροποιημένο
τρόπο, με βάση τη λογική ενός «κοινού πλαισίου» και αντικρουόμενων
«συνεπαγωγών». Στην περίπτωσή μας, ο κυρίαρχος ρόλος του λόγου για τα «βαρέα
όπλα» και στις δύο πλευρές επηρεάζει τον κοινό νου της γερμανικής κοινωνίας και
αυτό έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλει τη γενική κατεύθυνση της γερμανικής
εξωτερικής πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες.