*Αντιγόνη Βουλγαράκη, Πολιτική Επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκό
Δίκαιο & Πολιτική– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο7ο Δελτίο Διεθνών & ΕυρωπαϊκώνΕξελίξεων
του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Κατά το πρόσφατο παγκόσμιο Ενεργειακό Φόρουμ στο Σίδνεϋ, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποίησε για επιδείνωση της ενεργειακήςκρίσης αναφέροντας εμφατικά ότι «ο χειμώνας στην Ευρώπη θα είναι πολύ δύσκολος…η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναδεί μια τόσο μεγάλη ενεργειακή κρίση». Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται, με την εκτίναξη των τιμών των καυσίμων να ανεβάζει το κόστος θέρμανσης των νοικοκυριών καιτροφοδοσίας της βιομηχανίας, οδηγώντας παράλληλα σε δευτερογενείς συνέπειες (πληθωριστικές πιέσεις, επισιτιστική ασφάλεια, κοινωνικοπολιτικές ταραχές από την Ευρώπη ως την Σρι Λάνκα και την Αϊτή). Στο ίδιο μήκος κύματος, η Επίτροπος της ΕΕ για την ενέργεια, απηύθυνε έκκληση για εξοικονόμηση ενέργειας το καλοκαίρι ώστε να αποφευχθεί η αναγκαστική μείωση κατανάλωσης τον χειμώνα.
Τέτοιες
δηλώσεις θεσμικών φορέων αποτυπώνουν το βάθος της ενεργειακής κρίσης και
προοιωνίζουν την επέλαση μια «ενεργειακής καταιγίδας» η οποία μπορεί να
αποδειχθεί χειρότερη από τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1970. Η τρέχουσα
ενεργειακή διαταραχή, έχοντας αφετηρία την κατακόρυφη άνοδο της ζήτησης για
ενέργεια διεθνώς στη μετά-covid εποχήκαι με την εισβολή της Ρωσίας στην
Ουκρανία να δρα καταλυτικά στη συνέχεια,παρουσιάζει αλυσιδωτές επιπτώσεις στην
παραγωγή και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, συμπαρασύρει προς τα πάνω τις τιμές
των εισαγωγών παγκοσμίως, επιδεινώνει φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας και οδηγεί
σε έναν γεω-οικονομικό κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς, καθιστώντας την
πιο ευάλωτη σε υφέσεις.
Σε αυτό
τοτοπίο, ο μεγάλος χαμένος είναι αδιαμφησβήτητα η Ευρώπη. Η επιχειρούμενη
ενεργειακή αποσύνδεση Ευρώπης-Ρωσίας δεν οδήγησε στη διεθνή απομόνωση του
Κρεμλίνου (τουλάχιστον σίγουρα όχι στον βαθμό πουεξήγγειλαν οι στρατηγικοί
εγκέφαλοι της Δύσης), το οποίο βρίσκει διεξόδους διοχέτευσης των ενεργειακών
του πόρων,ενώ η επιβολή κυρώσεων κατά του μεγαλύτερου παραγωγού πρώτων υλών
παγκοσμίως, χωρίς προηγούμενη ρεαλιστική στρατηγική και εκτίμηση(και
αποσκοπώντας εν μέρει καιστην ικανοποίηση των γεωπολιτικών συμφερόντων της
Ουάσιγκτον), στρέφεται εναντίον της ίδιας της ΕΕ.
Ο δύσκολος
χειμώνας της Ευρώπης…
Ενδεικτικό της
δυσμενούς κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη είναι η πίεση που
ασκείται στην Γερμανία, την «ατμομηχανή» της ΕΕ, η οποία βλέπει τις ροές
φυσικού αερίου να μειώνονταικαι το εμπορικό της ισοζύγιο να συρρικνώνεται πρώτη
φορά από το 1991 ως συνέπεια των κυρώσεων.Οι Γερμανοί ιθύνοντες προετοιμάζουν
τους πολίτες για τα πιοακραία σενάρια (ποσοτικοί περιορισμοί στην κατανάλωση,
δελτίο ενέργειας) και υπογραμμίζουν την αναγκαιότηταεξοικονόμησης ενέργειας.
Τέτοια μέτρα ωστόσο,θα έχουν αντίκτυπο στην παραγωγή και την απασχόληση και
ενέχουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας για μεγάλο μέρος επιχειρήσεων (ήδη ο ενεργειακός
κολοσσός Uniper ζήτησε και έλαβε από την κεντρική κυβέρνηση πρόγραμμα διάσωσης
15 δισ. ευρώ).Πολύ περισσότερο όμως εγείρουν ανησυχίες για ένα ντόμινο
αρνητικών εξελίξεωνμεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιώνπου θα οδηγήσει σε
επιβράδυνση της μεταπανδημικής ανάκαμψης ή και ύφεση την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ταυτόχρονα, οι
μειωμένες ροές ρωσικού αερίου θέτουν σε κίνδυνο τον στόχο του REPowerEU για
πλήρωση των αποθεμάτων ως 90% μέχρι τον Οκτώβριο, προκαλώντας ανησυχίες για
προγραμματισμένες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος. Σε αυτό το σκηνικό αβεβαιότητας
προστίθεται και η διαφαινόμενη πρόκληση ως προς την προσφορά ενέργειας από τις
πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Παρά την απόφαση του OPEC (Οργανισμός Εξαγωγών
Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου κατά 648.000
βαρέλια/ημέρα και την πρόσφατη επίσκεψη Μπάιντεν στο Ριάντ με σκοπό την άσκηση
πίεσης για μεγαλύτερη παραγωγή, δημιουργούνται ερωτήματα για το κατά πόσο
ορισμένα κράτη του OPEC μπορούν να συντηρήσουν υψηλά επίπεδα παραγωγής ώστε να
συγκρατήσουν μια νέα έκρηξη τιμών (συν το ότι πρόκειται για ζήτημα πολιτικής
βούλησης και στάθμισης των εθνικών τους συμφερόντων). Χαρακτηριστικάείναι το
παράδειγμα της Λιβύης όπου πολιτικές αναταραχές οδηγούν σε περιορισμούς
εξορύξεων, η απόφαση του Μεξικού να τερματίσει τις εξαγωγές πετρελαίου το 2023,
οσταθερόςπροσανατολισμός του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής προς την Ασία μέσω
μακροχρόνιων συμφωνιών,οι εγγενείς δυσκολίες στον τομέα διύλισης διεθνώς, αλλά
και η από-επένδυση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στον τομέα των ορυκτών
πόρων. Οι δυσοίωνες προβλέψεις επιβεβαιώνονται και από διεθνείς οίκους, με την
GoldmanSachs και την JPMorgan να βλέπουν νέα εκτίναξη τιμών το επόμενο διάστημα
(στο ακραίο σενάριο της πλήρους διακοπής του ρωσικού αερίου η τιμή θα ανέλθει
στα 200 ευρώ/MWh από τα 20 ευρώ που ήταν πριν απότην κρίση του 2021, ενώ η τιμή
του πετρελαίου στα 380 ευρώ/βαρέλι).
….και τα
στρατηγικά λάθη της Δύσης
Όσοι
προεξοφλούσαν το τέλος της Ρωσίας ως ενεργειακού προμηθευτή σε παγκόσμιο
επίπεδο, αλλά και την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, σήμερα φαίνεται να
διαψεύδονται καθώς τα νούμερα (και η σφυρηλάτηση σχέσεων) δεν επιβεβαιώνουν μια
τέτοια εξέλιξη. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια
κινητοποίησε την Ρωσία ώστε να αναπροσαρμόσει το εξαγωγικό της μοντέλο και να
αναδρομολογήσει τις ροές πετρελαίου και αερίου προς τις ασιατικές οικονομίες.
Για πρώτη φορά η Ρωσία έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου της Κίνας,
ξεπερνώντας την Σαουδική Αραβία, με τις κινεζικές εισαγωγές πετρελαίου να
αυξάνονται κατά 55% σε σχέση με το 2021 και τις εισαγωγές LNG (Υγροποιημένο
Φυσικό Αέριο) κατά 56%. Εξίσου σημαντική αύξηση εισαγωγών παρατηρείταικαι για
την Ινδία. Τα έσοδα από τις ρωσικές εξαγωγές μόνο για αυτές τις δύο οικονομίες
ανήλθαντο τελευταίο τρίμηνο σε 24 δισ. δολάρια.
Η εξέλιξη αυτή
αποκτά μια επιπλέον βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς δύο πράγματα: α) και οι δύο
αυτές χώρες αγοράζουν ρωσική ενέργεια σε μεγάλες εκπτώσεις καθώς δεν
συμμετέχουν στο σύστημα κυρώσεων (τη στιγμή που η ΕΕ αγοράζει σε υψηλές τιμές
το αμερικάνικο LNG), β) η φθηνότερη ενέργεια καθιστά μεσο-μακροπρόθεσμα τις
ασιατικές επιχειρήσεις πολύ πιο ανταγωνιστικές από τις ευρωπαϊκές, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ενδεικτικά της κατάρριψης της θέσης
περί οικονομικής αποδυνάμωσης της Ρωσίας είναι ο υπερδιπλασιασμός των εξαγωγών
μαζούτ στην Σαουδική Αραβία (στον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου παγκοσμίως),η
επίτευξη πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγώνπρώτη φορά σε τέτοια
επίπεδα ρεκόρμετά το 1994[1],
η πρόσφατη ενεργειακή συμφωνία Ρωσίας-Ιράν αξίας 40 δισ. δολαρίων για την
αξιοποίηση των τεράστιων κοιτασμάτωνφυσικού αερίου Kish και NorthPars στον
περσικό κόλπο, καθώς και 6 κοιτασμάτων
πετρελαίου,η επικείμενη συμφωνία εξαγωγών πετρελαίου στην Βραζιλία, η αύξηση
εξαγωγών σε κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, η εμπλοκή στον Διεθνή
ΔιάδρομοΜεταφορών Βορρά-Νότου[2]
(με τον επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, να σπεύδειστην
Τεχεράνη για να προλάβει καταστάσεις), αλλάκαι ο πλήρης έλεγχος του έργου
Sakhalin-2 στη ρωσική Άπω Ανατολή (στέλνοντας έμμεσο μήνυμα στη Δύση), το οποίο
τροφοδοτεί ενεργειακά την οικονομία της Ιαπωνίας.
Εκτεθειμένη
Ευρώπη δίχως επαρκή στρατηγική
Όπως όλα
δείχνουν, όσο η αναζήτηση μιας νέας γεωπολιτικής ισορροπίαςκαι η χάραξη
αυτόνομης εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικήςδεν συνιστούνπροτεραιότητα για
την ΕΕ,ο ευρωπαϊκός χειμώναςπροβλέπεται κάτι παραπάνω από δύσκολος σε όλα τα
επίπεδα (κάτι που επιβεβαιώνει και ηπρόταση της Κομισιόν γιαεθελοντική μείωση
της κατανάλωσηςφυσικού αερίου κατά 15% ως την άνοιξη του 2023, η οποία ωστόσο
θα μπορούσε να λάβει υποχρεωτικό χαρακτήρασε περίπτωση «πανευρωπαϊκού
συναγερμού» και η οποία έγινε δεκτή από το πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών
Ενέργειας της ΕΕ με ορισμένες εξαιρέσεις)[3].
Η στρατηγική
«μυωπία» της ΕΕ την καθιστά όλο και πιο εκτεθειμένη στη ρευστότητα του
σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος,ενώ η δυστοκία των Βρυξελλών στην έγκαιρη λήψη
αποφάσεων επιδεινώνει την κατάσταση.
Τα κράτη-μέλη προσπαθούν
μεμονωμένα να θωρακιστούν στο εσωτερικό τους με διάφορους τρόπους (επέκταση
γεωτρήσεων, διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες για ενεργειακή τροφοδοσία,
επιστροφή στον άνθρακα και στον λιγνίτη, εθνικοποιήσεις εταιρειών ενέργειας πχ
στην Γαλλία, μείωση φόρων και επιβολή ανώτατης τιμής φυσικού αερίου πχ στην
Ισπανία, Πορτογαλία), ενώ η επανεκκίνηση του Nord Stream 1 (έστω και με τις
πρόσφατες μειωμένες ροές στο 20% της χωρητικότητας) επιβεβαιώνει ότι η Ρωσία,
ως γνώστης της θεωρίας παιγνίων, επιλέγει να συνεχίζει τις ροές αερίου
προκειμένου να διατηρεί τα κέρδη της Gazprom σε υψηλά επίπεδα, να συντηρεί την
απειλή της διακοπής, αλλά και ένα μελλοντικό ενδεχόμενο επαναφοράς των
ευρω-ρωσικών σχέσεων στα προ-εισβολής επίπεδα.