«Μόνο τα σκουλήκια αγαπούν την κακοκαιρία.
Μόνο τα σκουλήκια την αψηφούν».
Μπαίνω στο έρημο πάρκο,
το διασχίζω προσπερνώντας παγκάκια και δέντρα,
φτάνω στην άκρη του και χώνομαι στο άλσος.
«Τα σκουλήκια κι οι άνθρωποι»,
μονολογώ.
Προχωρώ.
Προχωρώ ολοένα και πιο βαθιά
μέσα στην υγρασία και τη μούχλα
του χειμωνιάτικου άλσους,
μέσα στη σκοτεινιά και τη σαπίλα του.
Τούτη τη στιγμή,
μήτε το περιβάλλον
μπορεί να γεννήσει σκέψεις
κι εικόνες αυτού του ίδιου μέρους
λουσμένου στο φως,
εικόνες ανοιξιάτικες,
μοσχομυρισμένες.
Μόνο μαυρίλα στέλνει το σύμπαν,
το έξω και το μέσα.
Προχωρώ και σκέφτομαι κι αγκομαχώ
να χωθώ όσο γίνεται πιο βαθιά,
Προχωρώ σκυφτός με τα χέρια στις τσέπες
και το στήθος βαρύ σαν μολύβι.
Κανένα θόρυβο δεν ακούω.
Προχωρώ μέσα στο σκοτεινό άλσος,
αδιάφορος για την κατεύθυνση,
για τον προσανατολισμό,
για τη διέξοδο.
Προχωρώ.
Βαδίζω ώρες ατέλειωτες,
σ' ένα άλσος τόσο δα,
χωρίς να φτάνω σε ξέφωτο,
χωρίς να βλέπω άκρη,
χωρίς να νοιάζομαι για άκρη.
Κι ο ουρανός απειλεί και μένει άπραγος,
Κάθομαι εκεί,
πολλή ώρα,
ενωμένος με το σύμπαν,
με συνδετικό ιστό τη βροχή
και την καταχνιά και τη μαυρίλα,
και το σώμα μου διαλύεται στο νερό,
γίνεται χυλός, λιώνει και στάζει στο χώμα.
«Όχι», φωνάζω την έσχατη στιγμή.
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ.
Τόσο απλό.
Τόσο θαυματουργό.
Γυρίζω την πλάτη μου στη μούχλα του χειμώνα και τη σαπίλα,
Τόσο απλό.
Το είχα πάντα μέσα μου.
Σκουριασμένο από την αχρησία,
χαμένο μέσα σ' ένα σωρό από σκουπίδια,
κάτω από την απληστία, τη φιλοδοξία,
τη ζήλια, τη ματαιότητα.
Ανασύρω το χρυσό κλειδί από το σωρό,
Το ξεπλένω και λάμπει,
όπως πάντα το χρυσάφι.
Κι ο κόσμος μου γεμίζει φως.