Ο αέρας μετέφερε στις χούφτες και τις μασχάλες του
νερό σκόνη και παράλυση
άδειαζε πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων
συνδέσμους επίθετα και αιχμηρά απαρέμφατα...
βγήκε από τη βαθιά σπηλιά
κάποιου μύθου σκυθρωπός
με το βλέμμα συνηρημένο
και την ανάσα φασκιωμένη
σ’ αναρίθμητα αποσιωπητικά
περπάτησε στην πλαγιά της νύχτας
στηριγμένος σε ξεπλυμένα κοτρόνια
και γλιστερά επιρρήματα
το ξημέρωμα τον βρήκε πιασμένο
στο στενό καλύβι της συνείδησης
αλλά στεγνό και ήσυχο
με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου
βγήκε στο διάσελο
ένα σμάρι επιφωνήματα
σε σχηματισμό ασύντακτης πρότασης
πέταγε με κατεύθυνση
μια απέραντη λευκή σελίδα
νίφτηκε στην πηγή
με τα τρεχούμενα νοήματα
και κίνησε απαγγέλλοντας
αποσπάσματα από ημιτελείς ελπίδες
και στίχους από ανολοκλήρωτα όνειρα
-θα ‘ρθει η μέρα που γύρω από μια μεγάλη φωτιά
θα καίμε κούτσουρα από υπερθετικούς
θαυμαστικά κι υπερβολές
θα μιλάμε για την ανθρώπινη περιπέτεια
και θα απορούμε με το κουράγιο τις αντοχές
και την αφέλεια του είδους
Ελισαίος Βγενόπουλος