Ντρεπόταν γι' αυτήν, κι ώρες
– ώρες τη μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε
για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να
του μιλάει, για να μη μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι,
μονόφθαλμης.
Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την
κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια
ανυπόφορη ανατριχίλα. Μα, από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας
του!
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό, πέρασε αυτή στο διάλειμμα να του πει ένα «γεια», ένιωσε πολύ ταπεινωμένος! Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό; αναρωτιόταν. Την αγνόησε.Της έριξε μόνο ένα βλέμμα όλο μίσος κι έτρεξε μακριά!
Την επόμενη μέρα ένας από
τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!» Ήθελε να
πεθάνει! Ήθελε να εξαφανιστεί! Και όταν γύρισε σπίτι του, της είπε: «Άν είναι
όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου, τότε καλύτερα να πεθάνεις!» Αυτή δεν του
απάντησε. «Δεν μ' ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ
νευριασμένος», έλεγε πολλά χρόνια μετά σ' ένα φίλο του.
«Ήθελα να φύγω από κείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Διάβασα
πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά της για σπουδές. Και τα
κατάφερα. Μα λίγο μετά ήρθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη φοιτητική λέσχη. Δεν
μπορούσε να πάει κάπου άλλού;»
Αργότερα παντρεύτηκε! Αγόρασε
δικό του σπίτι. Έκανε δύο παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα
παιδιά του, τη γυναίκα του και τη δουλειά του. Και για τη μάνα του, τσιμουδιά
σε κανένα! Μια μέρα – μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος ήθελε – η μητέρα
του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει από κοντά τα εγγόνια της. Και μόλις
εμφανίστηκε στη πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε. Έξαλλος αυτός επειδή
είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει, της φώναξε:
«Πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά εδώ στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά
μου; Βγες έξω! Φύγε!.» Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αχ, πόσο λυπάμαι Κύριε!
Μάλλον μου δώσανε λάθος διεύθυνση»! Κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα
μικρά, πως ήταν η γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα
έλαβε μια επιστολή – πρόσκληση για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το
Δημοτικό σχολείο που θα γινόταν στην πόλη που γεννήθηκε! Είπε ψέματα στη
γυναίκα του, ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η
συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο και μόνο από
περιέργεια. Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πολύ πρόσφατα πεθάνει.
Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ στο άκουσμα του θανάτου της μάνας του. Του έδωσαν ένα
γράμμα που είχε αφήσει γι αυτόν.
Έγραφε:
«Αγαπημένε μου γιε, σε
σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά
σου...'Εμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι ένιωσα πολύ χαρούμενη.
Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να
έρθω να σε δω, έστω κι απ' την πόρτα. Εγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν
δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν
για μένα τη μονόφθαλμη. Αλλά, βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα πολύ
σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι θα μεγαλώσεις
και θα ζήσεις με ένα μάτι. Έτσι, σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο περήφανη που
ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι,
αψεγάδιαστος ... Έχεις πάντα όλη την Αγάπη μου! ...
Η μητέρα σου »
Περιοδικό «Όσιος Νικάνωρ»