Ήταν ξαπλωμένη στο πελώριο
κρεβάτι της ολόγυμνη, με μοναδικό φως αυτό της λάμπας πάνω στο κομοδίνο.
Το ογκώδες σώμα της ήταν
έτοιμο να υποδεχθεί το νέο εραστή της.
Κοιταζόταν στον καθρέφτη
απέναντι και παρατηρούσε την παχύσαρκη πλαδαρότητά της.
Ο χαμηλός φωτισμός την κολάκευε ελάχιστα.
Είχε αλειφτεί με αρωματικά
λάδια, είχε λούσει τα μακριά μαλλιά της με άρωμα γαρδένιας και είχε βάψει τα
νύχια της με γαλακτερό λευκό.
Σε όλους άρεσε το γαλακτερό
λευκό, ίσως γιατί τους φαίνονταν αθώο, ακίνδυνο.
Ξεγελιόντουσαν και ξεχνούσαν
ότι το λευκό είναι και χρώμα του θανάτου…
Με όσους άντρες κοιμήθηκε
ποτέ, τους απόλαυσε όλους. Τους μύρισε, τους έγλειψε, τους γεύτηκε μέχρι και το
τελευταίο τους κοκαλάκι. Κυριολεκτικά. Τους καταβρόχθισε.
Όλοι τους κατέληξαν στο ίδιο
σημείο. Στο στομαχικό της σάκκο.
Τους έτρωγε τους εραστές της.
Έτσι, για να μη φύγουν ποτέ από τη ζωή της, τα κορμιά τους να μείνουν αιώνια
μαζί, σε μία και μόνη σάρκα.
Δεν είχε να πει ιστορίες από
εραστές που την εγκατέλειψαν, μόνο από άντρες που έμειναν αιώνια δεμένοι
μαζί της, που υπήρχαν μέσα από εκείνη, που ήταν μέρος της ύπαρξής της.
Η αδηφάγα πέψη της, τους
δέχονταν με χαρά και τους μετέτρεπε σε λίπος που κάθονταν σε κάθε σημείο του
κορμιού της.
Στα μπούτια, στα στήθη, στα
χέρια, στην κοιλιά της.
Μετά από λίγες νύχτες έρωτα,
κάθε νέος εραστής εξαφανίζονταν και έρχονταν ο επόμενος.
Τους κρατούσε όλους μέσα
της. Γίνονταν λιπώδης ιστός, στοιχείο της σάρκας της, νέα κύτταρα του
οργανισμού της…άχρηστα λιποκύτταρα.
Λίπος που τη δυσκόλευε να
κινηθεί, να αναπνεύσει, να ζήσει φυσιολογικά, μα που ήταν φτιαγμένο από
εκείνους που την πόθησαν.
Ζούσαν μαζί της, τους έτρεφε
εκείνη.
Οι πρώτοι άνθρωποι που έφαγε
ποτέ στη ζωή της, ήταν οι γεννήτορές της.
Αυτούς αναγκάστηκε να τους
φάει, δεν ήθελε.
Την υποχρέωσαν οι ίδιοι να τους
καταπιεί με το ζόρι, την τάισαν τους εαυτούς τους για να βρίσκονται πάντα μαζί
της, να μη χωριστούν ποτέ, να είναι πάντα μέσα της και να την ορίζουν.
Να την προστατεύουν, της
είπαν, όταν την μπούκωναν τις δικές τους υπάρξεις.
«Θα μας φας για να μείνουμε
για πάντα μαζί σου. Έτσι, θα σε φροντίζουμε και δεν θα φοβάσαι κανέναν!».
Από τότε της έμεινε η
συνήθεια που κατέληξε ψυχαναγκασμός.
Να τρώει τους σημαντικούς της
ζωής της, εκείνους που εισχωρούσαν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στο σώμα ή
την ψυχή της.
Τους έκανε σάρκα και τους
όριζε. Την όριζαν κι εκείνοι.
Κανένας εραστής της δεν
γλίτωσε.
Με τα χρόνια πάχαινε και
γινόταν στρογγυλή, τεράστια, μα οι εραστές συνέχιζαν να έρχονται παρά
τη θανατερή φήμη της.
Ανταγωνιστές στο μοιραίο
παιχνίδι της, πάλευαν εγωιστικά για το ποιος θα είναι ο νικητής. Ποιος δεν θα
φαγωθεί.
Σήμερα, περίμενε τον
καινούριο μελλοθάνατο.
Εκείνος ήρθε. Της ζήτησε
να ξεβάψει το γαλακτερό λευκό και να ανάψει όλα τα φώτα.
Την τύφλωναν και έκλεισε τα
μάτια της για πρώτη φορά όσο έκανε έρωτα.
Της άρεσε κι αποφάσισε να μην
τον φάει αμέσως. Ήθελε ακόμα μια νύχτα μαζί του.
Την επομένη, σκέφτηκε το
ίδιο. «Έχω καιρό ακόμα, θα τον ευχαριστηθώ κι άλλο».
Και οι μέρες πέρασαν, πέρασαν
οι μήνες κι εκείνη δεν μπορούσε να τον φάει. Μόνο υπόσχονταν στον εαυτό της,
κάθε πρωί ότι αυτό ήταν το τελευταίο που τους έβρισκε μαζί και το επόμενο βράδυ
θα τον έτρωγε σίγουρα.
Άρχισε να αδυνατίζει. Έκαιγε
μέρα με τη μέρα το μαζεμένο λίπος της.
Πρώτα τον έναν εραστή, μετά
τον προηγούμενο, μετά τον πιο παλιό…
Τους έκαψε όλους κι έφτασε
στους γεννήτορές της. Αυτοί ήταν λίπος συσσωρευμένο από πολύ παλιά, πολύ
ανθεκτικό.
Το σώμα της δυσκολεύτηκε, μα
έτσι όπως δεν έτρωγε τίποτα άλλο, τους έκαψε κι αυτούς.
Πολύ καιρό μετά ήταν
ξαπλωμένη πάλι στο πελώριο κρεβάτι της και τον περίμενε.
Κοίταξε το σώμα της στον
καθρέφτη.
Είχε μείνει μόνο
η σφιχτή της σάρκα χωρίς ίχνος λίπους, ένα κορμί αγαλματένιο,
ταϊσμένο με την καλύτερη τροφή, ευχαριστημένο και γεμάτο υγεία.
Μπορούσε πια να ζει μόνο με
απλή τροφή, από αυτήν που τρώνε οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι.
Ήξερε ότι δεν θα ξαναέτρωγε
ποτέ κανέναν. Ούτε εκείνον.
Ακόμη κι αν ήθελε
κάποτε να την εγκαταλείψει…
Πηγή: eyedoll.gr