Στην Ελληνική κουλτούρα και κοινωνία διασώζεται, κατά ένα τρόπο, η συμμετοχή και η σημαντική συμβολή του παππού και της γιαγιάς στο μεγάλωμα των εγγονιών τους. Αυτό, θα έλεγε κανείς πως είναι δώρο για όλα τα μέλη της οικογένειας τα οποία αφορά, εκτός βέβαια και αν δημιουργούνται προβλήματα που σχετίζονται με τον ακριβή ρόλο του παππού και της γιαγιάς και την οριοθέτησή του. Λέγοντας αυτό, αναφέρομαι στο βαθμό ανάμειξης και συμβολής του παππού και της γιαγιάς στην οικογένεια των παιδιών τους, ο οποίος πρέπει να είναι καθορισμένος εκ των προτέρων, ώστε όλοι να είναι, όσο το δυνατόν, πιο ικανοποιημένοι από τον τρόπο που έχουν οργανώσει τη λειτουργία της οικογένειας.
Αν δούμε την ευρύτερη
οικογένεια, που περιλαμβάνει τα δύο ζεύγη των παππούδων και γιαγιάδων, σαν ένα
σύστημα αποτελούμενο από διαφορετικά μέλη, με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες,
βιώματα, απόψεις, ωράρια, ενδιαφέροντα, τότε δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε
πως το να τεθεί αυτό το σύστημα σε ισορροπημένη λειτουργία απαιτεί άριστη
συνεννόηση και επικοινωνία μεταξύ των μελών, σεβασμό στις αντοχές και το
χαρακτήρα του καθενός και βέβαια πολύ αγάπη και καλή θέληση. Ένα τέτοιο σύστημα
δεν είναι καθόλου εύκολο να λειτουργήσει ομαλά και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα
προκύψουν κατά καιρούς προβλήματα, τα οποία λύνονται μόνο με διάλογο και σωστή
διαχείριση των συναισθημάτων αυτών που απαρτίζουν το σύνολο της οικογένειας.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα
να τονίσω κάτι ίσως ευνόητο, αλλά θεμελιώδες. Τα παιδιά είναι πάνω και πρώτα
απ’ όλα ευθύνη των γονιών τους. Εκείνοι αποφασίζουν να τα φέρουν στον κόσμο και
οφείλουν να έχουν σταθμίσει όλες τις παραμέτρους, στο ανθρώπινο δυνατό μέτρο
βέβαια, που σχετίζονται με το μεγάλωμα των παιδιών τους. Τα παιδιά δεν είναι
πρωταρχική ευθύνη του παππού και της γιαγιάς. Η συμβολή τους
στο μεγάλωμα των εγγονιών τους είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική.
Αρκετά προβλήματα σε συστήματα οικογενειών θα αντιμετωπίζονταν ευκολότερα, αν
και οι δύο γενιές είχαν αυτή τη στάση σαν τον νούμερο ένα κανόνα για την σωστή
και χωρίς διαταραχές διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Το ότι το μεγάλωμα των παιδιών
είναι πρωταρχική και κύρια υποχρέωση και ευθύνη των γονέων οφείλουν να το
θυμούνται και οι γονείς, που συχνά θεωρούν δεδομένη τη στήριξη των δικών τους
γονιών, ότι, για παράδειγμα, οφείλουν να τους κρατούν τα παιδιά κάθε
Σαββατοκύριακο για να διασκεδάζουν εκείνοι, αλλά και ο παππούς και η γιαγιά,
που μπορεί, αντίστοιχα, να ξεχνούν ότι ο Κωστάκης πρέπει μέχρι τις 10 να έχει
πάει για ύπνο και τον αφήνουν να βλέπει προγράμματα στην τηλεόραση, που οι
γονείς του δεν θα ενέκριναν, μέχρι πολύ αργότερα.
Τέτοιου είδους συμπεριφορές
είναι σίγουρο πως θα οδηγήσουν σε ενδοοικογενειακές τριβές, πάνω απ’ όλα όμως
θα συγχύσουν συναισθηματικά το παιδί, θα το αποπροσανατολίσουν ή θα το
δελεάσουν ως προς το να αρχίσει να χειρίζεται τις καταστάσεις με ένα τρόπο
ανεξέλεγκτο. Θα περιγράψω τώρα ένα υποθετικό σενάριο για να δούμε λίγο καλύτερα
και πρακτικότερα τί εννοώ. Ας πούμε ότι έχουμε την οικογένεια της μικρής
Πολυξένης, της οποίας οι γονείς, και οι δύο εργαζόμενοι, έχουν εναποθέσει τη
φροντίδα της στην γιαγιά και στον παππού. Η Πολυξένη από μικρούλα έχει μια
ιδιαίτερη τάση προς τις λιχουδιές και ο παιδίατρος έχει συστήσει στους γονείς η
διατροφή της να είναι υγιεινή και προσεγμένη θερμιδικά, για να αποφευχθεί μια
ενδεχόμενη παχυσαρκία. Η λιχούδω η Πολυξένη όμως, πείθει τη γιαγιά καθημερινά
να της παίρνει και από μία σοκολάτα. Σαν να μην έφτανε αυτό, αποφασίζουν γιαγιά
και Πολυξένη να το κρατήσουν αυτό μυστικό. Ας σταθούμε λίγο εδώ. Η μητέρα
βλέπει την Πολυξένη που βάζει βάρος και της μειώνει συστηματικά ακόμα περισσότερο
τις καλές τροφές, θεωρώντας, λόγω αγνοίας της, ότι παραταΐζει το παιδί. Επίσης,
όταν τα δόντια της χαλάνε κι ο οδοντίατρος αναρωτιέται, η μαμά δεν γνωρίζει να
τον ενημερώσει για την πιθανή αιτία. Η Πολυξένη από την άλλη, αισθάνεται το
θρίαμβο του ότι κρυφά γίνεται το δικό της, αίσθηση που μπορεί να γίνει εθιστική
και το παιδί να αναζητά ευχαρίστηση και αργότερα από «παράνομα», κρυφά
πράγματα, αισθάνεται όμως ενδόμυχα και ενοχές που κάνει κάτι κρυφό από τους
γονείς της, το οποίο, επειδή είναι και εξυπνούλα, καταλαβαίνει σε βάθος πως δεν
είναι σωστό. Συνδέεται λοιπόν έτσι η έννοια της ευχαρίστησης με την έννοια της
ενοχής, πράγμα που επίσης μπορεί να έχει, αργότερα, παθολογικές προεκτάσεις.
Ας δούμε λίγο όμως και μια
άλλη πλευρά της ίδιας κατάστασης, γιατί κανείς οφείλει να βλέπει τα πράγματα
σφαιρικά για να καταλάβει τη δυναμική της λειτουργίας τους. Οι γονείς την
Πολυξένης, ακόμα αρκετά νέοι στην ηλικία, το ρίχνουν έξω κάθε Σαββατοκύριακο,
για να ξεκουραστούν από τη γεμάτη με υποχρεώσεις βδομάδα τους. Επειδή η γιαγιά
και ο παππούς είναι λίγο καλόβολοι και αγαπούν πάρα πολύ και τη μικρή τους
Πολυξένη, αναλαμβάνουν εκείνοι κάθε Σαββατοκύριακο να κρατάνε την εγγονή τους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ίδιοι έχουν ξεχάσει ποια ήταν η τελευταία φορά
που πήγαν θέατρο και πότε έκαναν το τελευταίο τραπέζι στους αγαπημένους τους
φίλους. Η Πολυξένη, αν και περνάει καλά με τη γιαγιά και τον παππού, δεν παύει
να νοιώθει εγκαταλελειμμένη από τους γονείς της, ενδεχομένως βάρος για τον
παππού και τη γιαγιά, όταν τους ακούει πάνω στη συζήτησή τους να λένε πως έχουν
να βγουν έξω εδώ και 3 χρόνια και βέβαια αποκλεισμένη από τη ζωή των γονιών
της, που τη φαντασιώνεται πολύ ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική παρά την απουσία
της. Έτσι λοιπόν, όταν της δίνεται η ευκαιρία να τους «εκδικηθεί» στα κρυφά,
τρώγοντας τη σοκολάτα της γιαγιάς, το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη – στο κάτω
κάτω, ελπίζει ότι άμα παχύνει πολύ, η μαμά θα ανησυχήσει για εκείνη και θα
ασχοληθεί περισσότερο μαζί της, ακόμα κι αν είναι να την μαλώσει. Η γιαγιά δε,
που έχει μέσα της αγανακτήσει χάνοντας την παλιά της ζωή και που, όσο κι αν
αγαπάει την Πολυξένη, δεν παύει να έχει κουραστεί στην ηλικία της από την
υποχρέωση ενός μικρού παιδιού, ενδέχεται και εκείνη ενδόμυχα να εξωτερικεύει
τον θυμό της σπάζοντας τους κανόνες των γονιών και ταΐζοντας την Πολυξένη χωρίς
όριο. Εξ’ άλλου, ίσως υποσυνείδητα ελπίζει ότι παχαίνοντας η Πολυξένη, η μαμά
της μπορεί να αρχίσει να την προσέχει περισσότερο και να αναρωτηθεί για την ζωή
της κόρης της όταν εκείνη είναι απούσα.
Βλέπουμε λοιπόν σε αυτό το
απλούστατο, για χάρη του παραδείγματος, σενάριο πόσο η έλλειψη επικοινωνίας, η
αδυναμία να σκεφτούμε σφαιρικά και να συμπεριλάβουμε στη σκέψη μας τους γύρω
μας, αλλά και η έλλειψη αυτογνωσίας και τρόπων σωστής διαχείρισης των
συναισθημάτων μας, μπορούν να οδηγήσουν σε μια παθολογική κατάσταση. Σκεφτείτε
τώρα πως αυτό το σενάριο είναι ίσως το απλούστερο που μπορούσα να σκιαγραφήσω.
Ποιαάραγε θα ήταν η εικόνα μιας πιο πολυσύνθετης οικογένειας, όπως είναι
άλλωστε οι πραγματικές οικογένειες, και πόσο περίπλοκα προβλήματα θα μπορούσαν
να δημιουργηθούν;.
Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται ο
ρόλος της Ψυχοθεραπείας εν γένει, και ειδικότερα στη μορφή ομάδων, όπου υπάρχει
η δυνατότητα, όταν δεν μιλάμε για σοβαρές ψυχοπαθολογικές διαταραχές, να
αναπτύξει κανείς την αυτογνωσία του και τρόπους επαρκούς και ικανοποιητικής
διαχείρισης των συναισθημάτων του, σε ένα περιβάλλον ασφαλές όπου συναντά άτομα
που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις και με παρόμοια αιτήματα.
‘Οταν ο παππούς και η γιαγιά
έχουν τη σωστή στήριξη αλλά και γνώση γύρω από την συμβολή τους στο μεγάλωμα
των εγγονιών τους, όχι μόνο θα συνεισφέρουν σημαντικά στο έργο των παιδιών τους
να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά, αλλά θα αναζωογονηθούν από αυτή τους τη
συμβολή, θα αισθανθούν χρήσιμοι και λειτουργικοί, παρά το πέρασμά τους στην
τρίτη ηλικία, θα συνεισφέρουν στη διατήρηση του θεσμού της οικογένειας όπως τον
βιώνουμε στη χώρα μας, με όλα τα θετικά που αυτό συνεπάγεται, αλλά θα έχουν και
την ευκαιρία να εξελίξουν περαιτέρω τη σχέση τους με τα δικά τους παιδιά, σε
μια διαφορετική και τόσο ουσιαστική φάση της ζωής τους – όταν δηλαδή αυτά
γίνονται με τη σειρά τους γονείς.
Οι θετικές επιδράσεις μιας
μεγάλης οικογένειας, στην οποία συμμετέχουν άτομα από τρεις ή και
τέσσερις καμιά φορά γενιές, έχουν υποστηριχτεί από πολλές μελέτες,
ανθρωπολογικές και ψυχολογικές, εφόσον βέβαια οι σχέσεις μεταξύ των μελών της
οικογένειας είναι ομαλές και συμπληρωματικές. Τα παιδιά θα αντλήσουν άλλες
γνώσεις και εμπειρίες από άτομα διαφορετικών γενεών, θα αισθανθούν λιγότερο
απομονωμένα, θα αναπτύξουν περισσότερες στενές συναισθηματικές επαφές, η
καθεμία με το δικό της χρώμα, που θα εμπλουτίσουν τον παιδικό ψυχισμό αλλά και
την γκάμα των εμπειριών τους στις διαπροσωπικές σχέσεις και θα διδαχτούν
ακούσια την πολύτιμη γνώση του «σχετίζεσθαι» μέσα σε μια οικογένεια. Θα έχουν,
λοιπόν, έναν ολόκληρο θησαυρό να κληροδοτήσουν αυτά με τη σειρά τους στα δικά
τους παιδιά και στα δικά τους εγγόνια. Έτσι, όχι μόνο σε προσωπικό και
οικογενειακό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, τα οφέλη θα είναι ανεκτίμητα.
Ακριβώς γι’ αυτό, η
ψυχοθεραπεία, δυαδική ή σε ομάδες, ενδείκνυται σαφώς σε περιπτώσεις
ψυχοπαθολογίας και σημαντικών ψυχολογικών διαταραχών, αλλά και σε περιπτώσεις
σαν και αυτή του παππού και της γιαγιάς, που θέλουν να καταλάβουν σε βάθος τη
λειτουργία της μεγάλης οικογένειας και τη συνεισφορά τους σε αυτή, προς όφελος
δικό τους αλλά και των εγγονιών τους. Όπως, λοιπόν, έχουμε αρχίσει να
εισάγουμε, με μεγαλύτερη θέρμη και γνώση της ανάγκης μας, τις ομάδες γονέων
στους διάφορους τόπους και φορείς που αφορούν στο παιδί και στην οικογένεια,
έτσι θα πρέπει να συμπεριλάβουμε σε αυτό το σκεπτικό και τον παππού και τη
γιαγιά, που είναι τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής οικογένειας. Οι
επιστημονικές μας γνώσεις και εμπειρίες υποστηρίζουν σαφέστατα ότι αυτή η
κίνηση είναι μια κίνηση ζωτικής σημασίας και μεγάλης αξίας για το θεσμό της
οικογένειας και την υγιή του συνέχιση. Βέβαια, να μην ξεχνάμε πως η
οικογενειακή/συστημική θεραπεία πρώτη έθεσε τα θεμέλια για να συμπεριληφθούν η
γιαγιά και ο παππούς σε θεραπευτικές αγωγές, καθώς και άλλα σημαντικά μέλη μιας
οικογένειας. Ειδικά σε περιπτώσεις όπου η οικογένεια πάσχει και είναι
μπλοκαρισμένη και δυσλειτουργική, η οικογενειακή θεραπεία οφείλει να συστήνεται
από τους ειδικούς στους διάφορους φορείς στήριξης της οικογένειας και ψυχικής
υγείας, όπως άλλωστε και η παράλληλη ψυχοθεραπεία ενός ή και των δύο γονιών,
όταν βρίσκεται το παιδί τους σε ψυχοθεραπεία.
Επειδή η πρόληψη και η
ενημέρωση είναι μακράν προτιμότερες της θεραπείας, γι’ αυτό και η σύσταση
ομάδων γονέων αλλά και παππούδων και γιαγιάδων οφείλουν να γίνουν απαραίτητα
κομμάτια προγραμμάτων στήριξης της οικογένειας. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγουμε
τη διαιώνιση αλλά και κορύφωση των δυσλειτουργιών μέσα στην οικογένεια, με
τραγικές πολλές φορές επιπτώσεις στο παιδί, αλλά και βάζουμε τα θεμέλια για ένα
υγιές οικογενειακό κληροδότημα στις επόμενες γενιές. Εκτός από τα άμεσα
ευεργετικά αποτελέσματα στην οικογένεια, μια τέτοια προσέγγιση ευνοεί το
ευρύτερο κοινωνικό σύνολο συναισθηματικά, κάνοντας τις σχέσεις των ανθρώπων πιο
ομαλές, προάγοντας το διάλογο και το σεβασμό, όπως και τα ανθρωπιστικά
συναισθήματα, μαζί με μια κοινωνική ευσυνειδησία που εύχεται κανείς να
ξεπερνάει κάθε γεωγραφικό σύνορο – από τη μονάδα, η φροντίδα εξαπλώνεται στο
σύνολο. Επίσης, σε πρακτικό επίπεδο, μειώνουμε αισθητά το κόστος στον τομέα της
Υγείας κατ’ αρχήν, ψυχικής και μη, μιας και είναι πια γνωστό ότι ο ψυχισμός μας
και η ποιότητα ζωής μας έχουν άμεση επίδραση – αρνητική ή θετική – στη σωματική
μας υγεία. Μειώνουμε όμως το κόστος, οικονομικά και κοινωνικά και όσον αφορά σε
άλλες εκδοχές της ζωής μας, εφόσον στοχεύουμε στη γενικότερη κοινωνική
ευαισθητοποίηση και στο καλύτερο φάρμακο όλων – την αυτογνωσία και το διάλογο.