Ένα τραγούδι λέει « να μουν λύπη να σκορπίσω.» Αναρωτιέμαι τώρα μετά από χρόνια πόσες ζωές θα χρειαστεί για να σε ζήσω; Μη μου πείτε ότι δεν σας έχει συμβεί ή δεν το έχετε αναρωτηθεί; Λοιπόν μετά από τέσσερα χρόνια αναρωτήθηκε και είπε γιατί, δεν σε έζησα, δεν σε χάρηκα γιατί; Μην ρωτήσετε για πιο θέμα μιλούσε, για εκείνον, εκείνος όλα για αυτήν. Αλήθεια δεν κράτησε τίποτα για εκείνη, όλα για αυτόν ακόμα και αν δεν το ήξερε και αυτός, ακόμα και αν της έλεγε «να προχωρήσεις τη ζωή σου.»
Βαρέθηκε να το ακούει αλλά δεν του το είπε ποτέ του απαντούσε πάντα «ναι προχωράω είμαι καλά.» Μέσα της όμως μάτωνε, έλιωνε, βράδια ατελείωτα έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Είπε «προσπάθησα να τον ξεπεράσω, ορκίστηκα στον ίδιο μου τον εαυτό ότι δεν θα τον ξανά πάρω τηλέφωνο, δεν θα του στείλω μήνυμα κι όμως την άλλη μέρα ξεχνούσα τους όρκους μου και τον έπαιρνα να ακούσω έστω αν είναι καλά.» Όρκοι μιας γυναίκας που αγάπησε που το έλεγε με κάθε τρόπο και που εισέπραττε αδιαφορία, σιγά μην τους κρατούσε. Είπε «όταν έφυγε νόμιζα πως θα πεθάνω, ή μάλλον είπα ένα μέρος της καρδιάς μου πέθανε, το πήρε μαζί του εκείνο το Καλοκαίρι του Ιουνίου που τον είδα για τελευταία φορά.» Τελικά όλα το καλοκαίρι γίνονται, μ αυτά που ακούω έχω αρχίσει να πιστεύω για αυτούς τους καλοκαιρινούς έρωτες που σβήνουν σαν μια καρδιά στην άμμο που την έσβησε η θάλασσα. Εκείνη ήταν διαφορετική η αγάπη ούτε η ίδια δεν έβρισκε λέξεις να την περιγράψει, το μόνο που είπε «νιώθω τυχερή που ακόμα και αν δεν αγαπήθηκα, αγάπησα τόσο δυνατά και ένιωσα το μεγαλείο αυτού του συναισθήματος.» Τελικά δεν αγαπήθηκε; Έτσι λέει εκείνη και ο ίδιος την έδιωχνε μακριά του, ποτέ δεν της είπε « δεν μου αρέσεις, δεν αισθάνομαι τίποτα.» Τώρα θα μου πείτε τα λόγια έχουν σημασία ή οι πράξεις; Και η ίδια μάλλον ποτέ δεν θα μάθει, σκεπτόμενη γύρισε και είπε «αν και μου έχει αφήσει κενό και πόνο, αν και ένα σημείο της καρδιάς μου έχει νεκρωθεί, αν και φεύγοντας με πήρε μαζί του, εγώ δεν θέλω να τον ξεχάσω.» Δεν ξέρω πως ένα άτομο τέσσερα χρόνια μπορεί και δέχεται να ζει με μια ανάμνηση ή και περισσότερες. Μία ερώτηση έκανα μόνο «τον θυμάσαι σαν φυσιογνωμία;» Γύρισε με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και κατακόκκινα και απάντησε « όχι, θυμάμαι μια ηλιόλουστη μέρα έναν άντρα μετρίου αναστήματος με σκούρο μπλουζάκι να περνάει από δίπλα μου και να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του κτηρίου, χωρίς να καταλάβει καν την παρουσία μου. Σεπτέμβρης πρέπει να ήταν. Τον ξανά είδα μετά από δυο μέρες, χωρίς να ξέρω με την πρώτη ματιά είχα ερωτευτεί τον συνεργάτη μου.» Τι ρωτάνε, ποιος μπορεί να κρίνει τον έρωτα που γίνεται αγάπη; Την κοίταζα και δεν την αναγνώριζα, είναι δυνατόν η αγάπη να αλλάξει τόσο μία κοπέλα; Κι όμως είναι. «Καθόμουνα ατελείωτες ώρες στο μπαλκόνι κοιτάζοντας να χαράζει, να βγαίνει ο ήλιος και σκεφτόμουν ότι και αυτός τον βλέπει από κάπου αλλού και έτσι επικοινωνούσαμε νοητά και είχα μια ελπίδα ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνο σήμερα. Το απόγευμα κοίταζα την δύση του ηλίου και έλεγα και αυτός την βλέπει και εκεί έσβηνε κάθε ελπίδα μου για επικοινωνία μαζί του.» Δεν καταλάβαινα και τι μου έλεγε την κοίταζα με απορία την οποία δεν εξέφραζα, αλλά μάταια πήγα να της κρυφτώ την κατάλαβε και είπε «συνεργαστήκαμε δυο χρόνια, μετά έφυγε απ την Αθήνα και δεν τον ξανά είδα. Τι δεν θα έδινα να τον δω. Μια στιγμή όλη μου την ζωή, να τον δω έστω και από μακριά.» Θα τον δεις ψυχή μου της είπα και της χάιδεψα τον ώμο, μέσα μου όμως και εγώ ήξερα ότι δεν θα τον ξανά δει. Δεν της το είπα και ούτε θα το κάνω, θα πιστεύω και εγώ σαν εκείνη στην ελπίδα του ερχομού του. Μερικές φορές η δύναμη της θέλησης δεν μετακινεί και βουνά; Άραγε αυτόν θα τον μετακινήσει έστω και για λίγο. Οι σκέψεις μου ξάφνου διακόπηκαν από την ίδια να μου ρωτάει «μ ακούς;» «Ναι και φυσικά.» Δεν είχα ακούσει τίποτα, ήταν τόσο τρυφερό αυτό που ένιωσε γι αυτόν που με είχε συνεπάρει και μένα. Με σκούντηξε και μου είπε « πόσες φορές πρέπει να ζήσω, για να τον έχω, για να ζήσω έστω και λίγες στιγμές μαζί του;» Δεν πρόλαβα να απαντήσω « πόσες ζωές να χαραμίσω, για να περιμένω αυτή τη μία που θα τον κρατήσω αγκαλιά και θα κοιμηθεί μέσα σ αυτήν;» Και φυσικά δεν ήξερα την απάντηση και αυτό που της είπα ήταν « αν είναι να έρθει θα έρθει αλλιώς θα προσπεράσει.» Με κοίταξε κυλώντας ένα δάκρυ και μου απάντησε «προσπέρασε.» Η στιγμή εκείνη ήταν τόσο άσχημη, το κλίμα τόσο βαρύ και εγώ τόσο χάλια που δεν είχα τρόπο να την βοηθήσω. Αλήθεια ποτέ δεν θα μάθει θα ζει μια ζωή μισή. Πως μπορείς να ζήσεις χωρίς να βιώσεις αυτό που θες με αυτόν που ζήτησε η καρδιά σου; Δεν φταίει εκείνη, ούτε αυτός, έφταιξε η λάθος στιγμή που μπήκε στη ζωή της. Ποτέ δεν θα μάθουν και οι δυο πως θα ήταν αν ήταν μαζί, έστω για μια μέρα. Και όπως λένε και οι στίχοι ενός τραγουδιού που ταιριάζει στην περίπτωσή τους « φταις που δεν μ αγαπάς, φταίω που σ αγαπάω.»
Αν σας άρεσε μπορείτε να το μοιραστείτε στα social media κάνοντας «κλικ» σε ένα από τα εικονίδια (κοινή χρήση) της επιλογής σας.