Των ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ
ΜΑΥΡΑΚΗ - ΕΥΑΣ ΚΟΝΤΟΜΗΝΑ.
Αρχικά ήταν ένα επίμονο βλέμμα. Μετά τα περιττά αγγίγματα. Οι προτάσεις για φαγητό έγιναν όλο και πιο συχνές. Η άνεση και η οικειότητα του άλλου προσώπου άρχισε να σας φέρνει σε δύσκολη θέση. Ξεκίνησαν και τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Δεν αντέχετε πλέον να βρίσκεστε στον χώρο εργασίας σας. Θα περιμένετε να δείτε πώς θα εξελιχθεί;
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς διογκώνεται, ωστόσο οι υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια δεν είναι ανάλογες των περιστατικών που σημειώνονται, καθώς πολλά από τα θύματα διστάζουν να το καταγγείλουν.
Έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι γυναικεία υπόθεση....
Το 35% των εργαζόμενων γυναικών έχουν υπάρξει τουλάχιστον μια φορά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό τους χώρο. Το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες φτάνει το 10%. Πολλά περιστατικά σημειώνονται και μεταξύ ομοφυλοφίλων, τα οποία ωστόσο δεν γίνονται γνωστά λόγω του ότι τα θύματα φοβούνται τον ενδεχόμενο διασυρμό.
Παράλληλα, σε έρευνα που έγινε στην Ελλάδα από το Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας, το ποσοστό των ατόμων που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ανέρχεται στο 10%.
Σε όποιο φύλο και αν ανήκει το άτομο που παρενοχλείται, η πίεση που δέχεται είναι τόσο μεγάλη που αυτό έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχολογία του. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι άνθρωποι αυτοί να νιώθουν ότι οι ίδιοι ευθύνονται για την άσχημη κατάσταση που βιώνουν και γι’ αυτό οδηγούνται ακόμα και στην παραίτηση. Από την άλλη μερικοί αναγκάζονται να αποσιωπήσουν την παραβατική συμπεριφορά, ειδικά όταν αυτή προέρχεται από προϊστάμενό τους, για να μην απολυθούν. Σύμφωνα με τους ειδικούς η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να θεωρηθεί ένας «ιός» που… μολύνει τον εργασιακό χώρο, ενώ υποχρέωση του κάθε εργοδότη είναι να εξασφαλίσει ένα υγιές περιβάλλον για τους εργαζόμενους.
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ
Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (ν.3896/2010) σεξουαλική παρενόχληση είναι «οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα με σκοπό την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος».
Επιπλέον η σεξουαλική παρενόχληση εξομοιώνεται με διάκριση λόγω φύλου, που αφορά στον ίδιο βαθμό άνδρες και γυναίκες, και απαγορεύεται στον εργασιακό χώρο αλλά και κατά την αναζήτηση εργασίας.
Μπορεί να εκδηλώνεται με πράξεις όπως π.χ. περιττά αγγίγματα στο σώμα ή και με λέξεις, όπως π.χ. ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις.
Η παρενόχληση μπορεί να εκδηλώνεται επίσης και με αισχρές χειρονομίες, καθώς και με συμπεριφορά που δυσφημεί, γελοιοποιεί ή είναι ενοχλητική για τo εργαζόμενο άτομο.
Σύμφωνα με τον νέο νόμο που ισχύει από το 2006, όταν μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης δικάζεται σε αστικό επίπεδο, με σκοπό δηλαδή τη χρηματική αποζημίωση του θύματος, ο κατηγορούμενος είναι αυτός που καλείται να αποδείξει ότι δεν έκανε την παράνομη πράξη. Του ανήκει δηλαδή αυτό που οι νομικοί ονομάζουν «ειδικό βάρος απόδειξης». Αντίθετα στα ποινικά δικαστήρια αυτός που καταγγέλλει το περιστατικό καλείται να αποδείξει ότι ο καταγγελλόμενος έκανε την παραβατική πράξη.
Σχετικά με αυτό ο δικηγόρος- εργατολόγος Γιάννης Καρούζος δήλωσε στον «Α.Τ.»: «Για πρώτη φορά στα χρονικά εισάγεται ένα τεκμήριο αστικής ενοχής του θύτη, ακριβώς γιατί ο νομοθέτης ήξερε ότι αυτού του είδους οι παραβατικές συμπεριφορές αναπτύσσονται μεταξύ των δύο και όχι παρουσία τρίτων προσώπων. Άρα κατά τεκμήριο το άτομο που δέχεται τη σεξουαλική παρενόχληση είναι θύμα. Αυτό βέβαια δεν ισχύει στο ποινικό δίκαιο καθώς εκεί ισχύει ότι καθένας είναι αθώος μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο».
Από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εφαρμόζονται οι σχετικές με την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, την ασέλγεια διά καταχρήσεως εξουσίας, την πρόκληση σκανδάλου, την εξύβριση και την εκβίαση.
Ωστόσο ο νέος νόμος για πολλούς δικηγόρους δεν ορίζει σαφώς το τι είναι και τι όχι σεξουαλική παρενόχληση. «Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν προσδιορίζεται περιγραφικά η παραβατική συμπεριφορά. Έτσι ο δικαστής διατηρεί ένα δικαίωμα απόλυτου κριτηρίου να προσδιορίζει μια συμπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση» τόνισε ο κ. Καρούζος.
Από την άλλη παρατηρείται το φαινόμενο των ψευδών κατηγοριών, όπου τα «θύματα» αποσκοπούν στο να κερδίσουν κάτι από τα πρόσωπα που κατηγορούν για σεξουαλική παρενόχληση ή ακόμη και για λόγους εκδίκησης. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει συχνά, καθώς όπως υποστηρίζει ο εργατολόγος «είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί να εκτεθούν και να διασυρθούν και οι ίδιοι».
Αξίζει να σημειωθεί ότι «τα δικαστήρια έχουν την τάση να προστατεύουν το θύμα και να τάσσονται υπέρ του και γι’ αυτό δεν πρέπει να διστάζουν να προβούν σε καταγγελία» κατέληξε ο κ. Καρούζος.
Η ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΔΡΕΣ
«Η σεξουαλική παρενόχληση δεν έχει να κάνει με το σεξ αυτό, καθ’ αυτό» επισημαίνει στον «Α.Τ.» η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια κ. Σωτηρία Μακαρώνη και προσθέτει ότι: «Ουσιαστικά ο δράστης επιθυμεί να επιδείξει τη δύναμη και την υπεροχή του σε βάρος του θύματος χωρίς απαραίτητα να υπάρχει σεξουαλικό ή ακόμα και ρομαντικό ενδιαφέρον».
Στις περισσότερες περιπτώσεις ανώτερα στελέχη παρενοχλούν σεξουαλικά υφιστάμενούς του, ωστόσο το φαινόμενο παρατηρείται και μεταξύ ομότιμων. Έτσι σύμφωνα με την ειδικό η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να προέρχεται και από συνάδελφο, πελάτη ή άλλα πρόσωπα στο χώρο εργασίας.
Πάντως, σύμφωνα με μελέτες, η συντριπτική πλειοψηφία των δραστών είναι άνδρες. Αυτό σύμφωνα με την κ. Σ. Μακαρώνη έγκειται στο ότι οι άνδρες παραδοσιακά κατέχουν ανώτερες ιεραρχικά θέσεις.
Ωστόσο υπάρχουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου που μπορούν να το κατατάξουν στην κατηγορία του «θύματος» ή του «θύτη».
Ειδικότερα άτομα που εμφανίζονται πιο ευάλωτα και παθητικά ή είναι μικρότερα σε ηλικία και νεοεισερχόμενα στον εργασιακό χώρο έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Επίσης το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η έλλειψη αυτοεκτίμησης καθιστούν κάποιον το… εύκολο θύμα.
«Την ίδια στιγμή οι νέες, άγαμες ή διαζευγμένες γυναίκες καθώς και οι εργαζόμενες σε μη παραδοσιακές για το φύλο τους εργασίες, είναι δυσανάλογα «εκτεθειμένες» στον κίνδυνο σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες.
«Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που όταν οι δράστες κατηγορηθούν, «θυματοποιούν» τον εαυτό τους και ρίχνουν την ευθύνη στο θύμα» εξήγησε η κ. Μακαρώνη.
Αρχικά ήταν ένα επίμονο βλέμμα. Μετά τα περιττά αγγίγματα. Οι προτάσεις για φαγητό έγιναν όλο και πιο συχνές. Η άνεση και η οικειότητα του άλλου προσώπου άρχισε να σας φέρνει σε δύσκολη θέση. Ξεκίνησαν και τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Δεν αντέχετε πλέον να βρίσκεστε στον χώρο εργασίας σας. Θα περιμένετε να δείτε πώς θα εξελιχθεί;
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς διογκώνεται, ωστόσο οι υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια δεν είναι ανάλογες των περιστατικών που σημειώνονται, καθώς πολλά από τα θύματα διστάζουν να το καταγγείλουν.
Έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι γυναικεία υπόθεση....
Το 35% των εργαζόμενων γυναικών έχουν υπάρξει τουλάχιστον μια φορά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό τους χώρο. Το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες φτάνει το 10%. Πολλά περιστατικά σημειώνονται και μεταξύ ομοφυλοφίλων, τα οποία ωστόσο δεν γίνονται γνωστά λόγω του ότι τα θύματα φοβούνται τον ενδεχόμενο διασυρμό.
Παράλληλα, σε έρευνα που έγινε στην Ελλάδα από το Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας, το ποσοστό των ατόμων που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ανέρχεται στο 10%.
Σε όποιο φύλο και αν ανήκει το άτομο που παρενοχλείται, η πίεση που δέχεται είναι τόσο μεγάλη που αυτό έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχολογία του. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι άνθρωποι αυτοί να νιώθουν ότι οι ίδιοι ευθύνονται για την άσχημη κατάσταση που βιώνουν και γι’ αυτό οδηγούνται ακόμα και στην παραίτηση. Από την άλλη μερικοί αναγκάζονται να αποσιωπήσουν την παραβατική συμπεριφορά, ειδικά όταν αυτή προέρχεται από προϊστάμενό τους, για να μην απολυθούν. Σύμφωνα με τους ειδικούς η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να θεωρηθεί ένας «ιός» που… μολύνει τον εργασιακό χώρο, ενώ υποχρέωση του κάθε εργοδότη είναι να εξασφαλίσει ένα υγιές περιβάλλον για τους εργαζόμενους.
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ
Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (ν.3896/2010) σεξουαλική παρενόχληση είναι «οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα με σκοπό την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος».
Επιπλέον η σεξουαλική παρενόχληση εξομοιώνεται με διάκριση λόγω φύλου, που αφορά στον ίδιο βαθμό άνδρες και γυναίκες, και απαγορεύεται στον εργασιακό χώρο αλλά και κατά την αναζήτηση εργασίας.
Μπορεί να εκδηλώνεται με πράξεις όπως π.χ. περιττά αγγίγματα στο σώμα ή και με λέξεις, όπως π.χ. ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις.
Η παρενόχληση μπορεί να εκδηλώνεται επίσης και με αισχρές χειρονομίες, καθώς και με συμπεριφορά που δυσφημεί, γελοιοποιεί ή είναι ενοχλητική για τo εργαζόμενο άτομο.
Σύμφωνα με τον νέο νόμο που ισχύει από το 2006, όταν μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης δικάζεται σε αστικό επίπεδο, με σκοπό δηλαδή τη χρηματική αποζημίωση του θύματος, ο κατηγορούμενος είναι αυτός που καλείται να αποδείξει ότι δεν έκανε την παράνομη πράξη. Του ανήκει δηλαδή αυτό που οι νομικοί ονομάζουν «ειδικό βάρος απόδειξης». Αντίθετα στα ποινικά δικαστήρια αυτός που καταγγέλλει το περιστατικό καλείται να αποδείξει ότι ο καταγγελλόμενος έκανε την παραβατική πράξη.
Σχετικά με αυτό ο δικηγόρος- εργατολόγος Γιάννης Καρούζος δήλωσε στον «Α.Τ.»: «Για πρώτη φορά στα χρονικά εισάγεται ένα τεκμήριο αστικής ενοχής του θύτη, ακριβώς γιατί ο νομοθέτης ήξερε ότι αυτού του είδους οι παραβατικές συμπεριφορές αναπτύσσονται μεταξύ των δύο και όχι παρουσία τρίτων προσώπων. Άρα κατά τεκμήριο το άτομο που δέχεται τη σεξουαλική παρενόχληση είναι θύμα. Αυτό βέβαια δεν ισχύει στο ποινικό δίκαιο καθώς εκεί ισχύει ότι καθένας είναι αθώος μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο».
Από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εφαρμόζονται οι σχετικές με την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, την ασέλγεια διά καταχρήσεως εξουσίας, την πρόκληση σκανδάλου, την εξύβριση και την εκβίαση.
Ωστόσο ο νέος νόμος για πολλούς δικηγόρους δεν ορίζει σαφώς το τι είναι και τι όχι σεξουαλική παρενόχληση. «Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν προσδιορίζεται περιγραφικά η παραβατική συμπεριφορά. Έτσι ο δικαστής διατηρεί ένα δικαίωμα απόλυτου κριτηρίου να προσδιορίζει μια συμπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση» τόνισε ο κ. Καρούζος.
Από την άλλη παρατηρείται το φαινόμενο των ψευδών κατηγοριών, όπου τα «θύματα» αποσκοπούν στο να κερδίσουν κάτι από τα πρόσωπα που κατηγορούν για σεξουαλική παρενόχληση ή ακόμη και για λόγους εκδίκησης. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει συχνά, καθώς όπως υποστηρίζει ο εργατολόγος «είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί να εκτεθούν και να διασυρθούν και οι ίδιοι».
Αξίζει να σημειωθεί ότι «τα δικαστήρια έχουν την τάση να προστατεύουν το θύμα και να τάσσονται υπέρ του και γι’ αυτό δεν πρέπει να διστάζουν να προβούν σε καταγγελία» κατέληξε ο κ. Καρούζος.
Η ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΔΡΕΣ
«Η σεξουαλική παρενόχληση δεν έχει να κάνει με το σεξ αυτό, καθ’ αυτό» επισημαίνει στον «Α.Τ.» η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια κ. Σωτηρία Μακαρώνη και προσθέτει ότι: «Ουσιαστικά ο δράστης επιθυμεί να επιδείξει τη δύναμη και την υπεροχή του σε βάρος του θύματος χωρίς απαραίτητα να υπάρχει σεξουαλικό ή ακόμα και ρομαντικό ενδιαφέρον».
Στις περισσότερες περιπτώσεις ανώτερα στελέχη παρενοχλούν σεξουαλικά υφιστάμενούς του, ωστόσο το φαινόμενο παρατηρείται και μεταξύ ομότιμων. Έτσι σύμφωνα με την ειδικό η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να προέρχεται και από συνάδελφο, πελάτη ή άλλα πρόσωπα στο χώρο εργασίας.
Πάντως, σύμφωνα με μελέτες, η συντριπτική πλειοψηφία των δραστών είναι άνδρες. Αυτό σύμφωνα με την κ. Σ. Μακαρώνη έγκειται στο ότι οι άνδρες παραδοσιακά κατέχουν ανώτερες ιεραρχικά θέσεις.
Ωστόσο υπάρχουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου που μπορούν να το κατατάξουν στην κατηγορία του «θύματος» ή του «θύτη».
Ειδικότερα άτομα που εμφανίζονται πιο ευάλωτα και παθητικά ή είναι μικρότερα σε ηλικία και νεοεισερχόμενα στον εργασιακό χώρο έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Επίσης το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η έλλειψη αυτοεκτίμησης καθιστούν κάποιον το… εύκολο θύμα.
«Την ίδια στιγμή οι νέες, άγαμες ή διαζευγμένες γυναίκες καθώς και οι εργαζόμενες σε μη παραδοσιακές για το φύλο τους εργασίες, είναι δυσανάλογα «εκτεθειμένες» στον κίνδυνο σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες.
«Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που όταν οι δράστες κατηγορηθούν, «θυματοποιούν» τον εαυτό τους και ρίχνουν την ευθύνη στο θύμα» εξήγησε η κ. Μακαρώνη.