Ο
ουρανός απειλεί άγριος και σιωπηλός. Η γη σε ατάραχη αναμονή παρακολουθεί τα
παιδιά της που τρέχουν βιαστικά στις φωλιές τους. Τα δέντρα παρακολουθούν βουβά
την αντιπαράθεση, τα πουλιά προβάλλουν το κεφάλι ανήσυχα από τα καταφύγια τους
κι εγώ προχωρώ με ρυθμικά βήματα προς το πάρκο. Ψυχή δεν υπάρχει γύρω. Ψυχή δεν
κυκλοφορεί μέσα.
«Μόνο τα σκουλήκια αγαπούν την κακοκαιρία. Μόνο τα σκουλήκια την αψηφούν».
Μπαίνω στο έρημο πάρκο, το διασχίζω προσπερνώντας παγκάκια και δέντρα, φτάνω στην άκρη του και χώνομαι στο άλσος.
«Τα σκουλήκια κι οι άνθρωποι», μονολογώ.
Προχωρώ. Προχωρώ ολοένα και πιο βαθιά μέσα στην υγρασία και τη μούχλα του χειμωνιάτικου άλσους, μέσα στη σκοτεινιά και τη σαπίλα του. Τούτη τη στιγμή, μήτε το περιβάλλον μήτε το περιβαλλόμενο μπορεί να γεννήσει σκέψεις κι εικόνες αυτού του ίδιου μέρους λουσμένου στο φως, εικόνες ανοιξιάτικες, μοσχομυρισμένες. Μόνο μαυρίλα στέλνει το σύμπαν, το έξω και το μέσα. Προχωρώ και σκέφτομαι κι αγκομαχώ να χωθώ στο έρεβος, όσο γίνεται πιο βαθιά, πνιγμένη στο φόβο μην ακροπροβάλλει απρόσμενη ηλιαχτίδα, αταίριαστη με το χώρο και το χρόνο, κι έρθει ακάλεστο χαμόγελο να χαλάσει το θρήνο.
Προχωρώ σκυφτή με τα χέρια στις τσέπες και το στήθος βαρύ σαν μολύβι. Κανένα θόρυβο δεν ακούω, ούτε καν των βημάτων μου στο βρεγμένο χώμα. Μόνο ανεπαίσθητους συριγμούς από τα κλαράκια των θάμνων που τινάζονται νευρικά στο πέρασμά μου, ενοχλημένα από το άγγιγμα των ποδιών μου. Προχωρώ μέσα στο σκοτεινό άλσος, αδιάφορη για την κατεύθυνση, για τον προσανατολισμό, για τη διέξοδο. Προχωρώ. Βαδίζω ώρες ατέλειωτες, σ' ένα άλσος τόσο δα, χωρίς να φτάνω σε ξέφωτο, χωρίς να βλέπω άκρη, χωρίς να νοιάζομαι για άκρη. Κι ο ουρανός απειλεί και μένει άπραγος, λες και τον παγώνει η περιέργεια για το μοναχικό πλάνητα.
Και, να, έρχονται τα μπουμπουνητά κι οι καταρράκτες, και τινάζω το κεφάλι μου σαν πάπια που μόλις βύθισε το ράμφος της στη λίμνη. Κάθομαι σ' ένα σωρό από ξερά κλαδιά και νιώθω το νερό να με ξεπλένει, νιώθω, ανενόχλητη, το κρύο να σουβλίζει το κορμί μου, κάθομαι εκεί, ένα ασήμαντο χαμένο σκουλήκι μέσα στο χαοτικό σύμπαν, ένα μικρόβιο κολλημένο στο σωλήνα μιας αποχέτευσης, ένας ιός απρόσβλητος από αντιβιοτικά, μια απειροελάχιστη κουκκίδα μέσα σε μια μαύρη τρύπα, ένα μόριο σκόνης που στροβιλίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε μια αέρινη δίνη.
Κάθομαι εκεί, πολλή ώρα, ενωμένη με το σύμπαν, με συνδετικό ιστό τη βροχή και την καταχνιά και τη μαυρίλα, και το σώμα μου διαλύεται στο νερό, γίνεται χυλός, λιώνει και στάζει στο χώμα.
«Όχι», φωνάζω την έσχατη στιγμή, και κάνω ν' απλώσω το χέρι μου, ένα χέρι σαν πλοκάμι αμοιβάδας. Για να πιαστώ... Από πού;
Μια παρουσία! Μια λάμψη, ένα φως, μια ζεστασιά, ένα χαμόγελο. Το νερό πέφτει γύρω του και δεν τον αγγίζει σαν να 'χει πάνω του μια διάφανη πανοπλία. Το βλέμμα μου ανεβαίνει στο πρόσωπό του που χαμογελά
και λάμπει σαν ήλιος, κι αποπνέει γαλήνη, θαλπωρή.
Αρχίζω να παίρνω πάλι σχήμα, όγκο, βάρος, αισθάνομαι από κάτω μου το σωρό από τα ξερόκλαδα. Κι όσο κοιτάζω εκείνο το πρόσωπο τόσο νιώθω τη ζεστασιά του κι ο χώρος γεμίζει φως, ένα φως που διαπερνά το είναι μου και διώχνει την καταχνιά μου.
Τον κοιτάζω εκστατική. Εκείνος απλώνει τα χέρια του σαν φτερούγες, σαν κλαδιά δέντρου. Πουλιά και πεταλούδες με πολύχρωμα φτερά έρχονται από παντού, κάθονται στα χέρια, στα μαλλιά, στα γένια του, κελαηδούν, και ζώα κι ερπετά του δάσους μαζεύονται γύρω του και κινούνται σαν χαρούμενα σκυλιά μπροστά στ' αφεντικό τους. Δυο λίμνες γαλήνιες τα δυο του μάτια, δυο ήλιοι που φωτίζουν και ζεσταίνουν, κι η αντάρα της φύσης και της ψυχής σβήνει καθώς ατενίζω μαγεμένη το γλυκό, αστραφτερό πρόσωπο.
«Ποιος είσαι;» τον ρωτώ. Το 'πα νοερά μα ξέρω πως μ' άκουσε. Δεν απαντά, μα πλαταίνει το χαμόγελό του. Κι η φύση όλο και ημερεύει και του παραστέκεται. «Πώς γαλήνεψες τη φύση και την ψυχή μου;» ρωτώ πάλι νοερά.
«Πώς μάγεψες τα πουλιά και τα ζώα και τα ερπετά;»
Το πρόσωπο του συνεχίζει να χαμογελά, τα χείλη του σχηματίζουν κάποιες λέξεις: «Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ». Κι ύστερα με πλησιάζει κι ακουμπά την παλάμη του στο στήθος μου. «Γύρνα πίσω πάρε τούτο το μαγικό κλειδί που το λένε ΑΓΑΠΗ. Χρησιμοποίησε το. Πες στον καθένα "Σ' ΑΓΑΠΩ". Θα δεις τις καρδιές ν' ανοίγουν σαν το τριαντάφυλλο στο φως της αυγής».
Κι ύστερα χάνεται.
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ. Τόσο απλό. Τόσο θαυματουργό. Γυρίζω την πλάτη μου στη μούχλα του χειμώνα και τη σαπίλα, τραβάω για τον κόσμο που μ' έκλεισε έξω, που τον έκλεισα έξω. Βγάζω το κλειδί και ξεκλειδώνω. Τόσο απλό. Το είχα πάντα μέσα μου. Σκουριασμένο από την αχρησία, χαμένο μέσα σ' ένα σωρό από σκουπίδια, κάτω από την απληστία, τη φιλοδοξία, τη ζήλια, τη ματαιότητα. Ανασύρω το χρυσό κλειδί από το σωρό, το ξεπλένω και λάμπει, όπως πάντα το χρυσάφι.
Κι ο κόσμος μου γεμίζει φως.
«Μόνο τα σκουλήκια αγαπούν την κακοκαιρία. Μόνο τα σκουλήκια την αψηφούν».
Μπαίνω στο έρημο πάρκο, το διασχίζω προσπερνώντας παγκάκια και δέντρα, φτάνω στην άκρη του και χώνομαι στο άλσος.
«Τα σκουλήκια κι οι άνθρωποι», μονολογώ.
Προχωρώ. Προχωρώ ολοένα και πιο βαθιά μέσα στην υγρασία και τη μούχλα του χειμωνιάτικου άλσους, μέσα στη σκοτεινιά και τη σαπίλα του. Τούτη τη στιγμή, μήτε το περιβάλλον μήτε το περιβαλλόμενο μπορεί να γεννήσει σκέψεις κι εικόνες αυτού του ίδιου μέρους λουσμένου στο φως, εικόνες ανοιξιάτικες, μοσχομυρισμένες. Μόνο μαυρίλα στέλνει το σύμπαν, το έξω και το μέσα. Προχωρώ και σκέφτομαι κι αγκομαχώ να χωθώ στο έρεβος, όσο γίνεται πιο βαθιά, πνιγμένη στο φόβο μην ακροπροβάλλει απρόσμενη ηλιαχτίδα, αταίριαστη με το χώρο και το χρόνο, κι έρθει ακάλεστο χαμόγελο να χαλάσει το θρήνο.
Προχωρώ σκυφτή με τα χέρια στις τσέπες και το στήθος βαρύ σαν μολύβι. Κανένα θόρυβο δεν ακούω, ούτε καν των βημάτων μου στο βρεγμένο χώμα. Μόνο ανεπαίσθητους συριγμούς από τα κλαράκια των θάμνων που τινάζονται νευρικά στο πέρασμά μου, ενοχλημένα από το άγγιγμα των ποδιών μου. Προχωρώ μέσα στο σκοτεινό άλσος, αδιάφορη για την κατεύθυνση, για τον προσανατολισμό, για τη διέξοδο. Προχωρώ. Βαδίζω ώρες ατέλειωτες, σ' ένα άλσος τόσο δα, χωρίς να φτάνω σε ξέφωτο, χωρίς να βλέπω άκρη, χωρίς να νοιάζομαι για άκρη. Κι ο ουρανός απειλεί και μένει άπραγος, λες και τον παγώνει η περιέργεια για το μοναχικό πλάνητα.
Και, να, έρχονται τα μπουμπουνητά κι οι καταρράκτες, και τινάζω το κεφάλι μου σαν πάπια που μόλις βύθισε το ράμφος της στη λίμνη. Κάθομαι σ' ένα σωρό από ξερά κλαδιά και νιώθω το νερό να με ξεπλένει, νιώθω, ανενόχλητη, το κρύο να σουβλίζει το κορμί μου, κάθομαι εκεί, ένα ασήμαντο χαμένο σκουλήκι μέσα στο χαοτικό σύμπαν, ένα μικρόβιο κολλημένο στο σωλήνα μιας αποχέτευσης, ένας ιός απρόσβλητος από αντιβιοτικά, μια απειροελάχιστη κουκκίδα μέσα σε μια μαύρη τρύπα, ένα μόριο σκόνης που στροβιλίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε μια αέρινη δίνη.
Κάθομαι εκεί, πολλή ώρα, ενωμένη με το σύμπαν, με συνδετικό ιστό τη βροχή και την καταχνιά και τη μαυρίλα, και το σώμα μου διαλύεται στο νερό, γίνεται χυλός, λιώνει και στάζει στο χώμα.
«Όχι», φωνάζω την έσχατη στιγμή, και κάνω ν' απλώσω το χέρι μου, ένα χέρι σαν πλοκάμι αμοιβάδας. Για να πιαστώ... Από πού;
Μια παρουσία! Μια λάμψη, ένα φως, μια ζεστασιά, ένα χαμόγελο. Το νερό πέφτει γύρω του και δεν τον αγγίζει σαν να 'χει πάνω του μια διάφανη πανοπλία. Το βλέμμα μου ανεβαίνει στο πρόσωπό του που χαμογελά
και λάμπει σαν ήλιος, κι αποπνέει γαλήνη, θαλπωρή.
Αρχίζω να παίρνω πάλι σχήμα, όγκο, βάρος, αισθάνομαι από κάτω μου το σωρό από τα ξερόκλαδα. Κι όσο κοιτάζω εκείνο το πρόσωπο τόσο νιώθω τη ζεστασιά του κι ο χώρος γεμίζει φως, ένα φως που διαπερνά το είναι μου και διώχνει την καταχνιά μου.
Τον κοιτάζω εκστατική. Εκείνος απλώνει τα χέρια του σαν φτερούγες, σαν κλαδιά δέντρου. Πουλιά και πεταλούδες με πολύχρωμα φτερά έρχονται από παντού, κάθονται στα χέρια, στα μαλλιά, στα γένια του, κελαηδούν, και ζώα κι ερπετά του δάσους μαζεύονται γύρω του και κινούνται σαν χαρούμενα σκυλιά μπροστά στ' αφεντικό τους. Δυο λίμνες γαλήνιες τα δυο του μάτια, δυο ήλιοι που φωτίζουν και ζεσταίνουν, κι η αντάρα της φύσης και της ψυχής σβήνει καθώς ατενίζω μαγεμένη το γλυκό, αστραφτερό πρόσωπο.
«Ποιος είσαι;» τον ρωτώ. Το 'πα νοερά μα ξέρω πως μ' άκουσε. Δεν απαντά, μα πλαταίνει το χαμόγελό του. Κι η φύση όλο και ημερεύει και του παραστέκεται. «Πώς γαλήνεψες τη φύση και την ψυχή μου;» ρωτώ πάλι νοερά.
«Πώς μάγεψες τα πουλιά και τα ζώα και τα ερπετά;»
Το πρόσωπο του συνεχίζει να χαμογελά, τα χείλη του σχηματίζουν κάποιες λέξεις: «Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ». Κι ύστερα με πλησιάζει κι ακουμπά την παλάμη του στο στήθος μου. «Γύρνα πίσω πάρε τούτο το μαγικό κλειδί που το λένε ΑΓΑΠΗ. Χρησιμοποίησε το. Πες στον καθένα "Σ' ΑΓΑΠΩ". Θα δεις τις καρδιές ν' ανοίγουν σαν το τριαντάφυλλο στο φως της αυγής».
Κι ύστερα χάνεται.
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ. Τόσο απλό. Τόσο θαυματουργό. Γυρίζω την πλάτη μου στη μούχλα του χειμώνα και τη σαπίλα, τραβάω για τον κόσμο που μ' έκλεισε έξω, που τον έκλεισα έξω. Βγάζω το κλειδί και ξεκλειδώνω. Τόσο απλό. Το είχα πάντα μέσα μου. Σκουριασμένο από την αχρησία, χαμένο μέσα σ' ένα σωρό από σκουπίδια, κάτω από την απληστία, τη φιλοδοξία, τη ζήλια, τη ματαιότητα. Ανασύρω το χρυσό κλειδί από το σωρό, το ξεπλένω και λάμπει, όπως πάντα το χρυσάφι.
Κι ο κόσμος μου γεμίζει φως.