ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ.
Εκείνη τη μέρα οι αχτίδες του ήλιου έλουζαν άπλετα το τοπίο
του Βερμίου. Η Ελενίτσα ανηφόρισε το ερημωμένο πέρασμα που οδηγούσε στο λόφο με
τους γκρίζους πέτρινους βράχους. Εκεί ανάμεσά τους ήταν χτισμένη η καλύβα της
κυρίας Δέσποινας, κλεισμένη σ' έναν ημικύκλιο χώρο, σπαρμένο με μαργαρίτες και
στενές ρηχές σκάλες.
Ένα περίεργο συναίσθημα την κυρίεψε και δάκρυα πλημμύρισαν
τα μάτια της, λόγω της συγκίνησης που την διαπέρασε στην ανάμνηση της πιο
γλυκιάς φίλης της, η οποία αν και ηλικιωμένη διατηρούσε μαζί της κοινωνικές
σχέσεις, του τύπου μάνας προς κόρη.
Είχε αρκετό καιρό να την δει η Ελενίτσα. Έμαθε από τη γιαγιά
της πως ήταν άρρωστη κι έτρεξε αμέσως να την επισκεφθεί. Για εκείνην, η κυρία
Δέσποινα ήταν ένα μυθικά σεβάσμιο πρόσωπο του βουνού, που διακρινότανε για την
ευσέβεια, την εντιμότητα, την ψυχική και πνευματική καλλιέργεια, μα και για την
αυστηρότητα των ηθών της.
Περιπλανήθηκε για λίγο στα λουλούδια του κήπου κι έπειτα
αποφάσισε να μπει μέσα στην καλύβα. Η άλλη την περίμενε. Την είχε καταλάβει από
τους βαρείς χαρακτηριστικούς βηματισμούς της.
-Καλώς την Ελενίτσα μου! της είπε βλέποντάς την.
-Καλώς σε βρίσκω κι εσένα! της είπε το κορίτσι.
-Έλα, κάτσε στο πλάι μου, νεράιδα μου! της είπε η κυρία
Δέσποινα κι αφού φιλήθηκαν με λαχτάρα που έκρυβε αγάπη και σεβασμό της μιας
προς την άλλη, άρχισαν τη συζήτηση.
-Έμαθα πως είσαι άρρωστη! Αλήθεια, τι έχεις;
-Ω, τίποτα το σπουδαίο! Να, μια απλή κύρωση του ήπατος. Το
πολύ σε δυο εβδομάδες θα βρίσκομαι κοντά στον Κύριο! της είπε κλείνοντας της
χαριτωμένα το μάτι.
-Μα, τι είν' αυτά που λες; την ρώτησε έκπληκτη η Ελενίτσα.
-Η αλήθεια, μικρή μου! της είπε γελώντας. Και να σου πω
κάτι; Δεν με νοιάζει καθόλου. Τα έχω φάει τα ψωμιά μου! Πόσο θα ζήσω ακόμη; Θα
πάω και στον δεύτερο αιώνα;
-........
-Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα.. ούτε θέλω να κλαις. ξέρεις
πόσο σ' αγαπώ, αλλά θέλω να συνειδητοποιήσεις κάποια πράγματα. Σ' αυτή τη ζωή
δεν ζούμε για πάντα. Κάποτε ο Θεός μας παίρνει μαζί του.. και δεν πρέπει να
κλαίμε. Να, εγώ δεν κλαίω!.. Κλαίω;. Δεν βλέπεις πως γελάω;.Έλα, γέλα κι εσύ
μαζί μου, σε παρακαλώ!... Μη με στενοχωρείς!...
-Το θεωρείς εύκολο;
-Ναι, βεβαίως!... Λοιπόν, καλά έκανες και ήρθες, μέλλουσα
συγγραφέα των Ποντίων του Βερμίου!... Α!... Κάποτε μου ζήτησες να σου πω για το
κτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου, αλλά δεν μας δόθηκε ποτέ η
ευκαιρία! Θα σου πω, λοιπόν, τώρα λίγα πράγματα. Άκου!...
Εδώ που ήρθαμε στην Ελλάδα όλοι οι πρόσφυγες του Ποντιακού
Ελληνισμού, είχαμε ιστορικά βιώματα στην εκεί Πατρίδα μας, τον Πόντο. Ακρίτες
ήμασταν εκεί, Ακρίτες ήμαστε κι εδώ! Άγρυπνοι πάντα φρουροί στις επάλξεις τους
έθνους.
Εκείνη την εποχή, παιδί μου, οι ασθένειες μας θέριζαν για
μια δεκαετία και η προσαρμογή μας στις νέες συνθήκες εδώ σ' αυτόν τον τόπο ήταν
δύσκολη και προβληματική. Η επαγγελματική αποκατάστασή μας έμοιαζε με τραγωδία.
Εμείς όμως, αντί να αποτελούμε αρνητικό παράγοντα στη χώρα, γίναμε γρήγορα θετική
και πολύτιμη προσφορά στο βωμό του έθνους και της κοινωνίας. Σταδιοδρομήσαμε οι
Πόντιοι σε διάφορα επαγγέλματα. Η αποκατάσταση η δική μας, που ήμασταν αγρότες,
καθυστέρησε. Τελικά, όμως, μας παραχωρήθηκαν γεωργικοί κλήροι, σε αγριότοπους
βέβαια, αλλά τους οποίους εμείς μετατρέψαμε σε παράδεισο.
Μας δόθηκε κι εμάς, λοιπόν, γεωργικός κλήρος, όπως δόθηκε
και στον υπόλοιπο κόσμο εδώ στο Βέρμιο. Φιλότιμοι κι εργατικοί καθώς ήμασταν
καλλιεργούσαμε τη γη μας και ζούσαμε απ' αυτήν.
Ένα πρωινό, λοιπόν, σηκώθηκε η κόρη μου Παρθένα, η οποία
ήταν τότε εννέα χρόνων και μου λέει:
-Μαμά είδα ένα όνειρο, ότι στο χωράφι μας στεκόταν ένας
παπάς πολύ νέος και μου λέει: «Εδώ είμαι! .Ο Άγιος Ελευθέριος!... Βγάλε
με!...».
Ήταν ντυμένος στα χρυσά. Τα ρεβέρ στα χέρια του ήταν επίσης
χρυσά. Η ζώνη του χρυσή κι εκείνη. Το πρόσωπό του άστραφτε σαν τον ήλιο και δεν
μπορούσα να τον δω. Κρατούσε στα χέρια του ένα χρυσό βιβλίο και χάθηκε από
μπροστά μου.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Στο μυαλό μου πάντα ήταν να
πήγαινα να σκάψω να βρω τον άγιο. Γεννήθηκαν στο μεταξύ δυο κοριτσάκια, η Σοφία
και η Ειρήνη κι έτσι δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου.
Όταν μεγάλωσαν πια τα παιδιά μου, μου λέει μια μέρα η
κόρη μου Παρθένα:
-Μάνα, θα πεθάνεις με το βάρος στην ψυχή. Ας πάμε να σκάψουμε
να δούμε μήπως βρούμε κάτι.
Τότε ήταν μια γιαγιά σ' ένα χωριό που κοιτούσε στις εικόνες
της Παναγίας και καταλάβαινε πολύ καλά τι συμβαίνει στον καθένα ή και τι πρέπει
να κάνει ή αν θα γίνει καλά όταν ήταν άρρωστος.
Τότε στέλνω εγώ χώμα με ένα παιδί στον κυρ-Τάσο που έγραφε:
-Να πας στη γιαγιά και να της πεις το όνειρο μου κι ότι
είναι ο Άγιος Ελευθέριος.
Πάει κι αυτός με το τρακτέρ του μαζί με άλλα
τέσσερα άτομα και της δείχνει το χώμα.
-Τι εκκλησία σας είπε ο Άγιος; ρώτησε.
-Αγία Άννα, της απάντησε εκείνος εξεπίτηδες να την
μπερδέψει.
Του λέει εκείνη:
- Όχι, Αγία Άννα. Είναι ο Άγιος Ελευθέριος και οι τρεις
Ιεράρχες. Είναι τρισυπόστατη Εκκλησία και είναι πολύ παλιά. Ίσως επί Μεγάλου
Αλεξάνδρου. Αλλά εδώ κοντά κάτι με μπερδεύει. Μήπως έχετε κι άλλη εκκλησία εκεί
κοντά;
-Ναι, έχουμε και την Αγία Τριάδα.
-Εκεί δεν είναι εκκλησία. Εδώ σ' αυτό το χώμα είναι η
Εκκλησία.
-Γιαγιά, εκεί στην Αγία Τριάδα είναι μια πέτρα που ο κόσμος
πάει και τριγυρίζει τα παιδιά εκεί και γίνονται καλά.
-Η πέτρα από εκεί μεταφέρθηκε στην Αγία Τριάδα. Η πέτρα
είναι του Αγίου Ελευθερίου.
Ήταν Μάιος μήνας όταν πήγε σ' εκείνην ο κυρ-Τάσος. Όταν ήρθε
στο χωράφι μας ήταν πολύ κοντά. Με φωνάζει, λοιπόν, και μου λέει:
-Έλα θεία Δέσποινα!... Έχουμε εκκλησία!
Εγώ ανατρίχιασα και του λέω:
-Αχ, και πως θα τη χτίσουμε! του είπα και πήγα και μου τα
είπε όλα.
Από το φθινόπωρο αρχίσαμε την ανασκαφή. Όλο τον χειμώνα
σκάβαμε. Κάναμε μπακλαβά το χώμα!... Τελικά βρήκαμε το Ιερόν της εκκλησίας κι
ένα μικρό, στρογγυλό δάπεδο στρωμένο από πέτρα υαλοειδή, κάτι σαν μωσαϊκό.
Βρήκαμε και καμένο ξύλο όσο το χέρι μου χονδρό, καμένες πέτρες και μεντεσέδες.
Από τότε έστειλα άλλες δυο φορές ακόμα να πάνε να ρωτήσουν τη γιαγιά εκείνη, η
οποία μας είπε να σκάψουμε στο κατώφλι. Εκεί ήταν ο Άγιος!
Μια μέρα, Παρασκευή ήτανε, όταν ανέτειλε ο ήλιος, έκανα την
προσευχή μου, πήρα λίγο χώμα από τις τέσσερις γωνίες του Ιερού και λίγο χώμα
από μέσα. Ήμουν μαζί με την ξαδέρφη μου Βασιλική, η οποία ήτανε παπά θυγατέρα.
Κάναμε κι οι δυο τον σταυρό μας και βάλαμε το χώμα που πήραμε μέσα σε πέντε
κουτάκια αριθμημένα και τα έστειλα στη γιαγιά με τον κουνιάδο μου Νίκο.
Τα πήρε εκείνη και άναψε μια λαμπάδα σε όλα. Στο χώμα που
πήραμε από τη μέση, στη λαμπάδα μας ανέβηκε το φως πολύ ψηλά.
-Εδώ, του λέει!... Και το μέσον της εκκλησίας να το χτίσετε.
Ήρθε ο Νίκος και μου τα' πε. Τότε πήγα η ίδια και της
μίλησα:
-Γιαγιά, εγώ δε μπορώ να κάνω εκκλησία. Ας το κάνω όπως
κάνουν στους δρόμους παρεκκλήσια.
-Όχι, μου λέει, θα σκάψεις για να πεισθείς ότι υπάρχει κάτι,
διότι πολύ με ενόχλησες με αυτούς που στέλνεις και ρωτάς.
Από τότε αρχίσαμε πάλι να σκάβουμε και ν' ανοίγουμε θεμέλια.
Οι γυναίκες με βοηθούσαν πολύ. Ήταν χειμώνας. Οι άντρες δεν είχαν δουλειές. Με
βοήθησαν στο σκάψιμο ο κυρ-Βασίλης που είναι στην Αμερική και ο κυρ-Θόδωρος που
μένει στην άκρη των καλυβιών. Κάποτε που πήγαινα να σκάψω, βλέπω τον συγχωριανό
μου τον κυρ- Χρήστο να κάθεται εκεί.
-Τι κάνεις Χρήστο; του λέω.
-Αχ, Δέσποινα, βλέπω ένα όνειρο και μου λέει κάποια γυναίκα:
-Σκάψε, να πας να βοηθήσεις την κυρία Δέσποινα. Ήρθα, αλλά
δεν ξέρω από που να αρχίσω.
Η αλήθεια είναι ότι τότε μας βοήθησαν πολλοί άντρες και
γυναίκες στο σκάψιμο. Πήγα τότε σε δυο λιθοτόμους και τους είπα να βγάλουν τις
πέτρες από κει κοντά που είναι βουνό. Δέχτηκαν εκείνοι, δίχως αμοιβή.
Αρκέστηκαν μόνο στο κέρασμα μου με λίγο ούζο και μεζέ. Έβγαλαν τις πέτρες, τις
κουβαλήσαμε εμείς οι γυναίκες και το χτίσαμε.
Τα κεραμίδια και άλλα υλικά τα πήρε ο κυρ-Χρήστος, ο
δημοδιδάσκαλος, ο πρώτος ξάδερφος μου. Το στέγασμα το έκαναν τα τρία αδέρφια: ο
Κώστας, ο Στάθης κι ο Νίκος.
Από κάποτε έβρεξε πολύ. Έγινε πλημμύρα. Το εκκλησάκι δεν
είχε πόρτα. Μπήκαν μέσα τα νερά μισό μέτρο. Τσιμέντο δεν είχε κάτω, επειδή ήταν
πολύ σκαμμένο. Το πάνω θεμέλιο ήταν στους πρόποδες του βουνού και το άλλο στο
χώμα το σκαμμένο. Γι' αυτό έκατσε λίγο.
Επί είκοσι έξι χρόνια ήταν έτσι. Η πόρτα δεν άνοιγε λίγο
καλά, διότι έκατσε ο τοίχος. Όταν ανέλαβε στην επιτροπή της εκκλησίας ο
κυρ-Γιώργος, του είπα να το κάνουμε ξανά. Εκείνος δέχτηκε και με βοήθησε με
χίλια δυο προβλήματα. Έτσι έγινε η εκκλησία η οποία λειτουργεί κάθε χρόνο στη
γιορτή του Άγιου και συγκεντρώνεται αρκετός κόσμος από παντού.
Όμως, κουράστηκα τώρα, Ελενίτσα μου!... Θέλω να κοιμηθώ!...
Δεν νομίζω πως θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε!.. είπε η κυρία Δέσποινα
κι αμέσως μετά έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Η Ελενίτσα άνοιξε την πόρτα φεύγοντας με δάκρυα στα μάτια. Η
ευγνωμοσύνη που ένιωθε για εκείνη την αξιοπρεπή γυναίκα ήταν πολύ τρυφερή και
άπειρη.
-Τέτοια άτομα σαν αυτή την σπάνια κυρία συντελούν στη
δημιουργία, διατήρηση και διαιώνιση του πολιτισμού μας και είναι χρήσιμα στην
κοινωνία. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος έχουν πάντα τη μαγεία του ιστορικού
μεγαλείου με το μόχθο, τη νοσταλγία και τη συντήρησή τους στις αξίες και στα
ιδανικά τους. Επιδρούν έτσι αποφασιστικά και στη θεμελίωση του νεοελληνικού
πολιτισμού..
Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα, κυρία Δέσποινα!
σκέφτηκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της, αφού προηγουμένως την κοίταξε
στιγμιαία, με δάκρυα στα μάτια, για τελευταία φορά.