ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ.
Έκατσε πάνω στον Βράχο
της Μαύρης Σκέψης της
στη σιγαλιά της Νύχτας με
τα αναγεννημένα άστρα
να συνομιλήσει με το
Μεγάλο Άστρο της Καρδιάς της
που της έστελνε μικρά
πλανητικά αστρομηνύματα
που τρεμόσβηναν χτυπώντας στα πόδια
της Αγανάκτησης της.
Η Σιωπή της Νύχτας
αγαλλίασε το Υπαρξιακό της Είναι
η Ασφυξία του Πλανήτη την
παρακάλεσε να τη σώσει
από την αστρογέννηση της
Κακίας και της Διαφθοράς
και το Μεγάλο Άστρο της
μήνυσε τα αιματώματα
και τις χαρακιές του από
το σβήσιμο των αναγεννημένων
άστρων της Αρετής και της Ευτυχίας του
Πλανήτη.
Ο βράχος της Μαύρης
Σκέψης της σείσθηκε
από την ταραχή ολόκληρου
του Σύμπαντος
μη αντέχοντας την απουσία
της πανέμορφης Νεράιδας
που μαζεύοντας όλα τα
αστρομηνύματα στη θερμή αγκαλιά της,
τα έσβησε με τα καυτά και
μαύρα δάκρυα της
πετώντας στο Άγνωστο
αποτρελαμένη από τον πλανήτη
της Κατάντιας, της
Μιζέριας και της Δολιοφθοράς.
Η Μαύρη Σκέψη της πέταξε
στο μαύρο κενό.
Η Σιωπή της Νύχτας
τυλίχτηκε με Ερωτηματικά.
Ο Βράχος της Μαύρης
Σκέψης έγινε σκόνη αποτεφρωμένη.
Η Ασφυξία του Πλανήτη
έπνιξε το Μεγάλο Άστρο
Έσβησαν όλα τ' άσπρα Φώτα
του Μαύρου Ουρανού
κι Εκείνη απέμεινε με τις
Νεράιδες της Μοναξιάς
να χτενίζουν τα ξέπλεκα
καστανά μαλλιά της
ξεμπλέκοντας τα από τους
κόμπους των λυγμών της Συμφοράς
και να ορθώνουν τα
πεσμένα κάτασπρα φτερά της Θλίψης της
στο Άπειρο των αισθήσεων
και των παραισθήσεων της Ζωής.
Μια αστρογέννηση όμως
της χαμογέλασε από μακριά, νέα - πλατιά
ένας βράχος στήθηκε, νέος
- για ν' αναπαυτεί πάνω του
κι Εκείνη χαμογέλασε μ'
ευχαρίστηση στους κόλπους
ενός παραδεισένιου
Σύμπαντος - του Νέου και Αιώνιου εσαεί
που Ποίηση το ονόμασε και
κατέφυγε για πάντα στα άστρα της
ν' αναγεννηθεί από την
δική τους αναγέννηση,
από την αστρογέννηση της
Ποίησης.