ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ
Θυμάσαι;.
Κάτω απ' τις βελανιδιές βεγγέριζαν τα όνειρά μας
μετρούσαμε τις μυτερές κορφές των βουνών
κάτω από τα αστρικά καντήλια της νύχτας
δένοντας τις λέξεις μας στο μούστο του έρωτα μας
μετρώντας τους βυθούς της ύπαρξης μας
στις γλυκές ζυμώσεις της βασανιστικής χημείας μας
βασιλιάδες κι οι δυο στα σμήνη των μελιστάλαχτων λέξεων μας.
Θυμάσαι;.
Βαφτίζαμε τις βελανιδιές με τα ονόματα της γενεαλογίας μας
νανουρίζοντας τις βοσκοπούλες των μπουκλωμένων ανέμων
βοτανιάζοντας τα άγρια ένστικτα της βιολογίας μας
βουβοί και άλαλοι στην πραγμάτωση μιας βούλησης
διβολισμένης στα γογγολλισμένα πάθη των γητεμένων καρπών
μας.
Θυμάσαι;.
Λόξευε ο ήλιος τη ματιά του πάνω μας
γέρνοντας στα μεγάλα δεμάτια των σταχυών
να μη πλέξει τις θερμές του αχτίνες με τα μαγεμένα κορμιά
μας
παραχωρώντας μας σεμνά τη φλογερή του ενέργεια
διακριτικός με το συλλογισμό της διαίσθησης του απαραβίαστου
της σφοδρής επιθυμίας μας του γιορτασμού
μιας αισθητής επιλογής της καρδιάς
πέρα από τη δύναμη της διαλογιστικής
πιο πέρα από τους μονόλογους της αδιαλλαξίας
κι ακόμη πιο πέρα από τις τρισάθλιες γλώσσες του διασυρμού.
Θυμάσαι;.
Μην απαντήσεις σε μια ερώτηση που δεν θ' ακούσεις ποτέ τη
φωνή της.
Μη στοχαστείς στα διαλλείματα των ερωτικών λήθαργων σου.
Οι διαλείποντες πυρετοί των εναλλασσόμενων παθών σου
έχουν αναγγείλει προ πολλού τη θανατική τους καταδίκη.
Θυμάσαι;.