ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ
Τι ήταν το δράμα;
Η ίδια λέξη δράμα μας οδηγεί
στα «δρώμενα», δηλ. στις τελετές προς τιμή του Διόνυσου, στις οποίες
μπροστά στους πιστούς θεατές Δε διηγούνταν μόνο, αλλά και μιμούνταν,
παράσταιναν, δηλ. τα σχετικά με το θεό. Τέτοιες μιμικές παραστάσεις είχαν
βέβαια και οι μύθοι άλλων θεών, αλλά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας αυτές
συνδέονταν με τη λατρεία του Διόνυσου και της Δήμητρας. Ιδιαίτερα η λατρεία του
Διόνυσου είχε μεταμφιέσεις και φαιδρές γιορτές. Η ευθυμία από την οινοποσία, οι
τραγοπόδαροι ακόλουθοι του θεού Σάτυροι, τα χοντρά αστεία που έλεγαν μεταξύ
τους αυτοί που γιόρταζαν, προκαλούσαν το γέλιο των θεατών.
Οι πιστοί τυλίγονταν με δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπο
τους με το κατακάθι του κρασιού (τρυγία) ή τα σκέπαζαν με φύλλα δέντρων,
φορούσαν στεφάνια από κισσό κ.λ.π. Οι μεταμφιέσεις
των «εορταστών» του Διόνυσου συνεχίστηκαν και στο δράμα, γιατί οι
ηθοποιοί (υποκριτές) και οι χορευτές μεταμφιέζονταν και φορούσαν προσωπείο.
Το δράμα, ως ποιητικό είδος, προήλθε από την αρμονική ένωση
της επικής και της λυρικής ποίησης και η γλώσσα και το μέτρο του έχει μικτό χαρακτήρα.
Ειδικότερα: η γλώσσα στα λυρικά μέρη και στα τρία είδη του δράματος είναι η
δωρική και μέτρο τα διάφορα μέτρα της λυρικής ποίησης. Η γλώσσα στα
διαλογικά μέρη είναι στην τραγωδία και στο σατυρικό δράμα η παλαιότερη μορφή
της αττικής διαλέκτου, που μοιάζει με την ιωνική και τη γλώσσα του έπους. Στην
αττική κωμωδία η σύγχρονη ομιλούμενη, στη Σικελλιωτική του Επίχαρμου η δωρική.
Το μέτρο που χρησιμοποιείται στα διαλογικά μέρη και στα τρία είδη του δράματος
είναι όχι το δακτυλικό εξάμετρο, αλλά στα πρώτα δράματα το τροχαικό τετράμετρο
και μετά το ιαμβικό τρίμετρο.
Ποια είναι τα είδη
του δράματος;
Τα είδη του δράματος είναι τρία: η τραγωδία, η κωμωδία
και το σατυρικό δράμα:
1) Τραγωδία: Προήλθε από τους κορυφαίους των
διθυραμβικών χορών, οι οποίοι παράσταιναν το πρόσωπο του Διόνυσου ή του
Σιληνού, του παιδαγωγού του, και κατόπιν των άλλων ηρώων.
2) Κωμωδία: Προήλθε από τη λατρεία του
Διόνυσου και συνδυάζει στοιχεία φάρσας και σάτιρας. Η κωμωδία είναι, όπως και η
τραγωδία, ελληνικό δημιούργημα. Κατά τον Αριστοτέλη προέρχεται από την ωδή
(=τραγούδι) του κώμου. Κώμος εδώ σημαίνει την εύθυμη συντροφιά η πομπή των
εορταστών του θεού Διόνυσου, που μεθυσμένοι, στεφανωμένοι και μασκαρεμένοι
χόρευαν, τραγουδούσαν κι αστειεύονταν, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους
διαβάτες ή θεατές τους.
Θρησκευτική λοιπόν είναι η αρχή της κωμωδίας, όπως και της
τραγωδίας. Προήλθαν και οι δυο από εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του θεού
Διόνυσου ή Βάκχου. Οι εκδηλώσεις αυτές περιείχαν και μαγικές, ευγονικές,
τελετουργικές πράξεις, που σκοπός τους ήταν η ευφορία της γης. Τέτοιες
εκδηλώσεις ήταν ο διθύραμβος, από τον οποίο προήλθε η τραγωδία, και τα φαλλικά
άσματα, από τα οποία προήλθε η κωμωδία. Τα άσματα αυτά ονομάστηκαν έτσι από το
φαλλό, που περιέφερε μια ομάδα από τον κώμο, οι φαλληφόροι.
Ο φαλός ήταν σύμβολο της γονιμότητας, που ο θεός της,
όπως είναι γνωστό, ήταν ο Διόνυσος. Ένα τέτοιο φαλλικό τραγούδι θεωρείται ότι
έχει διασωθεί στους Αχαρνής του Αριστοφάνη. (στ. 247 κ.ε.). Η σκηνή
είναι ένας κώμος σε μικρογραφία από τα «κατ' αγρούς Διονύσια». Ο ίδιος ο ήρωας
της κωμωδίας, ο Δικαιόπολις, ακολουθεί τελευταίος στη σειρά, αντιπροσωπεύοντας
τους κωμαστές, τη μεθυσμένη συντροφιά, που πορεύεται τραγουδώντας φαλλικά
άσματα (στ. 261: εγώ δ' ακολουθών άσομαι το φαλλικόν).
Η περιφορά του φαλλού δεν είναι το μόνο ευγονικό
στοιχείο που έχει διασωθεί στην αρχαία κωμωδία. Ευγονικό σκοπό είχαν και τα
άσεμνα αστεία, που κυριολεκτικά κατακλύζουν την κωμωδία αυτή, και ο γάμος, το
συνηθισμένο τέλος της, όπως π.χ. στην Ειρήνη του Αριστοφάνη. Σήμερα
θεωρούμε πιο πιθανό ότι από τα φαλλικά άσματα προήλθαν μόνο τα χορικά της
τραγωδίας, ενώ τα διαλογικά της μέρη από τη πομπεία ή από άλλα παραδοσιακά
στοιχεία, όπως π.χ. ο γάμος που αναφέραμε παραπάνω.
Η πομπεία ήταν οι αισχρολογίες και τα χοντρά προσωπικά
πειράγματα που οι κωμαστές έλεγαν μεταξύ τους ή στο κοινό που παρακολουθούσε
την πομπή του κώμου. Όλα αυτά τα έκαναν μάλιστα με μια χαρακτηριστική στροφή κι
ένα πλησίασμα προς το κοινό αυτό. Δείγμα των προσωπικών πειραγμάτων έχουμε στις
αριστοφανικές κωμωδίες, όπως π.χ. στους στίχους 1096-1101των Νεφελών, όπου
με το δάχτυλο δείχνονται οι θεατές που κατέχονται από ένα αισχρό πάθος.
Επιβίωση επίσης της στροφής και του πλησιάσματος προς το
κοινό αποτελεί στις αριστοφανικές κωμωδίες η παράβαση, το τμήμα εκείνο της
κωμωδίας όπου ο χορός απευθύνεται άμεσα στους θεατές. Πολλές φορές, επίσης,
στις αριστοφανικές κωμωδίες, οι ήρωες αναφέρονται ονομαστικά σε γνωστούς
Αθηναίους. Αυτή είναι η παράδοση του «ονομαστί κωμωδείν». Είναι τόσο
ισχυρή, που οι νόμοι για την κατάργηση της ατονούν σύντομα (όπως π.χ. το 440
και το 415 π.Χ.).
Όλες αυτές οι πομπείες προέρχονταν και από τον κώμο, αλλά
και από τα ανθοστόλιστα αμάξια, που συνόδευαν την πομπή και συνήθως είχαν το
σχήμα πλοίου. Πάνω α' αυτά οι εορταστές, μεταμφιεσμένοι σε Σάτυρους και
Σιληνούς (ακόλουθους του θεού) και ένας τους σε Διόνυσο και σε διάφορες
άλλες αστείες μορφές, απευθύνονταν στον κώμο και στο γύρω λαό και «έσερναν τα
εξ αμάξης», δηλ. αισχρόλογα, τσουχτερά προσωπικά πειράγματα, τα περισσότερα σε
στίχους. Σε όλα αυτά τα πειράγματα ήταν φυσικό να δίνεται άμεση απάντηση από
τους συγκωμαστές ή τους θεατές ή ακόμα κι από τους συνεπιβάτες του αμαξιού.
Έτσι δημιουργήθηκε ο διάλογος. Κι απ' αυτόν
γεννήθηκαν οι, αυτοσχέδιες στην αρχή, κωμικές παραστάσεις πάνω στις ίδιες τις
άμαξες ή σε πρόχειρα στημένες εξέδρες στις κεντρικές πλατείες. Σύμφωνα μάλιστα
με μια αρχαία πληροφορία, στα «κατ' αγρούς Διονύσια» δεν αποκλείεται να
γίνονταν από παλιά στην Αττική και αγώνες κώμων, διαγωνισμός δηλ. μεταξύ των
κώμων διαφόρων δήμων, που επικεφαλής τους αναφέρεται ένας κώμαρχος.
Πως τώρα όλες αυτές οι αυτοσχέδιες ή πρόχειρες
παραστάσεις των αγροτικών λαικών γιορτών έγιναν οι θαυμαστές μορφές τέχνης του
5ου αι π.Χ. αι., είναι κάτι που ούτε ο Αριστοτέλης θα μπορέσει να μας το
ξεκαθαρίσει. Στο Περί Ποιητικής του (κεφ. 5) μας λεει ότι, ενώ οι
βαθμίδες στην εξέλιξη της τραγωδίας μας είναι γνωστές, το αντίθετο συμβαίνει με
την κωμωδία. Η εξέλιξη της παραμένει άγνωστη, κυρίως γιατί δεν της δόθηκε από
την αρχή η ίδια σπουδαιότητα με την τραγωδία. Κι αυτό φαίνεται καθαρά από το
ότι πολύ αργά, σε σχέση με την τραγωδία, επέτρεψε ο άρχοντας να δοθεί χορός
κωμωδών για επίσημη παράσταση. Τούτο πρέπει να έγινε μάλλον το 486 π.Χ., όταν η
τραγωδία είχε ήδη περίπου 50 χρόνια ζωής στην Αθήνα.
Ποια ήταν η μορφή
αρχαίας αττικής κωμωδίας;
Η κωμωδία, όπως και η τραγωδία, ήταν έμμετρη και συνδύαζε
λόγο, μουσική και χορευτικές κινήσεις. Μεγάλη ήταν κι εδώ η σπουδαιότητα του
χορού, που τα μέλη του την εποχή του Αριστοφάνη φαίνεται ότι ήταν 24. Πολλές
φορές ο χορός τους ήταν άσεμνος και τότε λεγόταν κόρδαξ. Βασικό
χαρακτηριστικό της αρχαίας κωμωδίας είναι και ο άσεμνος λόγος, που όπως είπαμε,
θεωρείται ότι έχει τις ρίζες του στις μαγικές, ευγονικές τελετουργίες προς τιμή
των παραγωγικών θείων δυνάμεων του Διονύσου. Τα «κατά ποσόν» μέρη της
κωμωδίας είναι επίσης τα ίδια με της τραγωδίας. Α) Πρόλογος, Β) Πάροδος
του χορού (=είσοδος του στην ορχήστρα), Γ) Διαλογικές σκηνές, μια
πολύ συνηθισμένη τέτοια σκηνή ήταν ο αγώνας, μια λογομαχία μεταξύ δυο προσώπων
ή παρατάξεων πάνω στο βασικό πρόβλημα της κωμωδίας, όπως π.χ. ο αγώνας ανάμεσα
στο Δίκαιο και στον Άδικο Λόγο στις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Δ)
Στάσιμα, δηλ. χορικά άσματα. Ε) Έξοδος, η τελευταία σκηνή της
κωμωδίας (το φινάλε).
Ποια ήταν η ενδυμασία
και ποια τα σκηνικά της αρχαίας αττικής κωμωδίας;
Όλοι οι ηθοποιοί της αρχαίας κωμωδίας φορούσαν μάσκες, που
είχαν υπερβολικά τονισμένα τα κωμικά χαρακτηριστικά τους και ήταν 3 ειδών:
στερεότυπες μάσκες θεών, ηρώων, παραδοσιακών τύπων, κ.λ.π. κωμικά πορτραίτα
γνωστών γελοίων τύπων της εποχής πρωτότυπες μάσκες για φανταστικά πρόσωπα.
Οι ηθοποιοί που έπαιζαν αντρικούς ρόλους συνήθως φορούσαν
μακριές κάλτσες, που έφταναν μέχρι τη μέση τους και ήταν παραγεμισμένες για
κωμικούς σκοπούς. Φορούσαν επίσης ένα χιτώνα αρκετά κοντό, τόσο ώστε να
επιτρέπει να αποκαλύπτεται ένας υπερφυσικός συνήθως τεχνητός πέτσινος φαλλός.
Τους γυναικείους ρόλους έπαιζαν άντρες. Φορούσαν ρόμπες, που ήταν συνήθως
βαμμένες κίτρινες.
Οπωσδήποτε υπήρχαν και κουστούμια ανάλογα με τα κωμικά
πρόσωπα, παραδοσιακά ή σύγχρονα, όπως η λεοντή για τον Ηρακλή, ο στρατιωτικός
χιτώνας για το Λάμαχο κ.λ.π. Τα κουστούμια του χορού ποίκιλλαν, φυσικά πάλι με
το θέμα (π.χ. νέφη, πουλιά, βάτραχοι κ.λ.π.) και ήταν συνήθως πολύ εντυπωσιακά
και ακριβά.
Οι 3 μεγάλοι κωμωδιογράφοι της αρχαία κωμωδίας
ήταν: Εύπολις, Κρατίνος, Αριστοφάνης.
Ποιο ήταν άλλο βασικό
χαρακτηριστικό της αρχαίας κωμωδίας;
Ο πολιτικός προσανατολισμός της. Πολύ σωστά έχει θεωρηθεί ότι ήταν το ελεύθερο
βήμα, που σχολίαζε με παρρησία τους φορείς της πολιτικής εξουσίας της εποχής
και έκρινε τις πράξεις τους. Το δικαίωμα που αντιπροσωπεύουν σήμερα οι
εφημερίδες - την ελευθερία της σκέψης και του λόγου - αντιπροσώπευε τότε ο
γεμάτος κωμικά ευρήματα, αλλά και ανεξάρτητος και μέχρι αυτοθυσίας θαρραλέος
λόγος των κωμικών ποιητών.
Με όλα αυτά όμως θα ήταν λάθος να νομιστεί ότι η αρχαία κωμωδία, και μάλιστα η
Αριστοφαντική, αντλεί τα θέματα της μόνο από την πραγματικότητα της εποχής της.
Εξίσου σπουδαίο χαρακτηριστικό της είναι και το χωρίς όρια φτερούγισμα της στο
χώρο της φαντασίας, η υπέρβαση της πραγματικότητας. Το στοιχείο του παράλογου
κυριαρχεί τόσο στα ποικίλα ευρήματα της, ώστε πολλοί να τη θεωρούν πρόδρομο και
του θεάτρου του παράλογου της εποχής μας.
Τι είναι η μέση
κωμωδία και τι η νέα κωμωδία;
Η μέση κωμωδία (4ος αι. π.Χ.) φαίνεται η φυσική εξέλιξη της αρχαίας
με κυριότερο αντιπρόσωπο της τον Αντιφάνη.
Η νέα κωμωδία (4ος και 3ος αι. π. Χ.). Σ' αυτήν έχει εξαφνιστεί
πια ο πολιτικός χαρακτήρας και η υπέρβαση της πραγματικότητας. Διακωμωδούνται
κοινωνικοί τύποι και ανθρώπινοι χαρακτήρες, που λίγο πολύ υπάρχουν σε κάθε
κοινωνία, όπως παράσιτα, απένταροι ρομαντικοί νέοι, φιλάργυροι, στρυφνοί ή
παραλυμένοι γέροντες, μαστρωποί, εταίρες, μάγειροι, πιστοί υπηρέτες κ.λ.π. Οι
χαρακτήρες αυτοί είναι στιλιζαρισμένοι και φορούν στερεότυπες μάσκες, για να
γνωρίζονται από τους θεατές. Οι υποθέσεις των έργων εικονίζουν κυρίως τον
αστικό τρόπο ζωής της εποχής και χαρακτηρίζονται από συνεχείς παρεξηγήσεις,
ίντριγκες, ρομαντικούς έρωτες και τελικές αναγνωρίσεις ή άλλης μορφής «ευτυχές
τέλος». Κυριότερος εκπρόσωπος της κωμωδίας αυτής ο Μένανδρος.
Ποια είναι η
ευρωπαική κωμωδία κατά το Μεσαίωνα;
Το θεατρικό είδος που κυριαρχεί κατά το Μεσαίωνα είναι το λειτουργικό δράμα,
που παίζεται στις εκκλησίες και αντλεί τα θέματα του κυρίως από τη Βίβλο.
Κωμικά πρόσωπα υπάρχουν στο δράμα του τύπου αυτού, συνήθως διάβολοι ή αμαρτωλοί,
ενώ καθαρά κωμικό χαρακτήρα έχουν μερικές μεσαιωνικές φάρσες, που παρωδούν
τέτοια εκκλησιαστικά έργα.
Ποια είναι η κωμωδία
από την Αναγέννηση μέχρι τον 20ο αι.;
Λογοτεχνική κωμωδία. Τονίστηκε ιδιαίτερα η σημασία των μιμητικών μέσων
και καταργήθηκαν τελείως ο λόγος και το τραγούδι.
Τι ήταν το σατυρικό
δράμα;
Ήταν κάτι μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας και περισσότερο
πλησίαζε προς την πρώτη. Είναι ένα ιδιότυπο αστείο λαικό θέαμα, που σκοπό είχε
μόνο να προκαλέσει το γέλιο, όχι να διδάξει και να βελτιώσει, όπως η κωμωδία. Η
όρχηση του χορού του σατυρικού δράματος, που αποτελούνταν από Σάτυρους,
λεγόταν «σίκιννις», γινόταν με ταχύτητα και κρότο των ποδιών και ήταν
μια παρωδία της σεμνής όρχησης του χορού της τραγωδίας που ονομαζόταν «εμμέλεια».
Το σατυρικό δράμα διατηρήθηκε ως το τέλος του 4ου αι.
π.Χ.. Με το να εισάγει στις παραστάσεις τους ακόλουθους και τον παιδαγωγό του
Διόνυσου, ικανοποιούσε την ευσέβεια του αθηναικού λαού, ο οποίος γεμάτος
έκπληξη, παρακολουθούσε τις τραγωδίες που παίζονταν προς τιμή του Διόνυσου,
στις οποίες κανένας λόγος δεν γινόταν για το θεό. Από την άλλη μεριά, με το
αστείο περιεχόμενο του σατυρικού δράματος ανακουφιζόταν η βαριά από τις 3
τραγωδίες ψυχή των θεατών (γιατί κάθε ποιητής που έπαιρνε μέρος στους
δραματικούς αγώνες έπρεπε να παρουσιάσει 3 τραγωδίες πρώτα και ύστερα ένα
σατυρικό δράμα). Έτσι το θέαμα τελείωνε με κάτι εύθυμο και ευχάριστο.
Το δράμα αγνοήθηκε από τους Ρωμαίους και ξαναφάνηκε μόλις
κατά το Μεσαίωνα με μορφή θρησκευτική, όπου τα ιερά κείμενα, και ιδίως τα
«μυστήρια» δραματοποιούνταν. Έτσι, το 17ο αι. παρουσιάζεται
η τραγικωμωδία, δηλ. το ρομαντικό δράμα που άφηνε ελεύθερη την κωμική
παρατήρηση. Τη γέφυρα όμως από το ιερό μεσαιωνικό δράμα στο κυρίως κοσμικό
δράμα βρίσκουμε πρώτα στην Ισπανία το 16ο αι.