Η θεραπεία
για άτομα τα οποία χρησιμοποιούν ναρκωτικά αλλά που δεν έχουν ακόμη υποστεί
εθισμό, η θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία με στόχο την αλλαγή της
συμπεριφοράς όπως γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, συμβουλευτική προσέγγιση,
ομάδες στήριξης και οικογενειακή θεραπεία.
Όμως για άτομα που έχουν υποστεί εθισμό, η θεραπευτική
αντιμετώπιση, περιλαμβάνει συχνά συνδυασμό από συμπεριφορικές θεραπείες και
φάρμακα.
Φάρμακα όπως η μεθαδόνη ή το LAAM
(levo-alpha-acetyl-methadol), είναι αποτελεσματικά στην καταστολή των
συμπτωμάτων στέρησης και ακατάσχετης επιθυμίας για λήψη ναρκωτικού που
χαρακτηρίζουν τον εθισμό στις εξαρτησιογόνες ουσίες. Έτσι τα εν λόγω φάρμακα
μειώνουν τη χρήση παράνομων ουσιών και βελτιώνουν τις πιθανότητες του
ναρκομανούς ασθενούς να ακολουθήσει τη θεραπεία απεξάρτησης.
Ο πρωταρχικός στόχος της θεραπείας απεξάρτησης με τη χρήση
φαρμάκων, είναι να δίνεται στον ασθενή μια ανάλογη με τα ναρκωτικά ουσία η
οποία όμως να δημιουργεί λιγότερο έντονα συμπτώματα στέρησης. Μετά σταδιακά,
αποσύρεται και το φάρμακο υποκατάστασης που χρησιμοποιείται.
Το φάρμακο που χρησιμοποιείται συχνότερα, είναι η μεθαδόνη
που λαμβάνεται από το στόμα μια φορά την ημέρα. Η χορήγηση αρχίζει με την
χαμηλότερη δόση που είναι σε θέση να προλαμβάνει τα συμπτώματα στέρησης και
μετά η δόση σταδιακά μειώνεται.
Υποκατάστατα φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την
απεξάρτηση από ηρεμιστικά φάρμακα. Στους ασθενείς μπορεί να χορηγηθούν
ηρεμιστικά φάρμακα με μακρά χρονική δράση όπως η διαζεπάμη ή η φαινοβαρβιτόνη,
τα οποία μετά μπορούν να μειωθούν σταδιακά.
Όταν ένας ασθενής υπόκειται σε θεραπεία απεξάρτησης, υπάρχει
πάντοτε σημαντικός κίνδυνος υποτροπής με επαναστροφή στα ναρκωτικά. Οι ασθενείς
είναι δυνατόν να πάνε πίσω στη χρήση ναρκωτικών έστω και εάν δεν έχουν πλέον
σωματικά συμπτώματα στέρησης.
Διεξάγονται πολλές έρευνες που στόχο έχουν τη δημιουργία
φαρμάκων που να μπορούν να σταματούν την ακατάσχετη επιθυμία για τα ναρκωτικά
και να θεραπεύουν άλλους παράγοντες που προκαλούν την επιστροφή στη χρήση των
εξαρτησιογόνων ουσιών.
Σε ασθενείς που αδυνατούν να απέχουν από τη χρήση των
οποιοειδών, χορηγείται θεραπεία συντήρησης συνήθως με μεθαδόνη.
Η δόση συντήρησης για τη μεθαδόνη, είναι συνήθως ψηλότερη
από εκείνη που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία απεξάρτησης και μπορεί να
προλαμβάνει τα συμπτώματα στέρησης και ακατάσχετης επιθυμίας για την ηρωίνη.
Επίσης αποτρέπει τους ασθενείς από του να βιώνουν την κατάσταση ευφορίας που η
ηρωίνη προκαλεί, σχεδόν αμέσως μετά τη λήψη της («ανέβασμα») και που
ακολουθείται σε σύντομο χρονικό διάστημα από μετάπτωση («κατέβασμα»).
Με τον τρόπο αυτό η θεραπεία υποκατάστασης, συντήρησης με τη
μεθαδόνη, βοηθά τους ασθενείς ναρκομανείς να απέχουν από τη χρήση της ηρωίνης,
μειώνει το κίνδυνο διάδοσης του AIDS μεταξύ των ναρκομανών και συνολικά μειώνει
το ποσοστό των θανάτων λόγω ναρκωτικών.
Μεταξύ των διαφόρων προγραμμάτων με τη μεθαδόνη, εκείνα
που παρέχουν τη ψηλότερη δόση (συνήθως τουλάχιστον 60 mg ημερησίως), έχουν
καλύτερα ποσοστά επιτυχίας όσον αφορά στη συμμετοχή των εξαρτημένων στα
ναρκωτικά ασθενών.
Επίσης τα προγράμματα που παρέχουν ολοκληρωμένη στήριξη,
συμβουλευτικές υπηρεσίες, ιατρική φροντίδα παράλληλα με τη μεθαδόνη, έχουν
καλύτερα αποτελέσματα από τα προγράμματα που παρέχουν λιγότερες ή ελάχιστες
υπηρεσίες.
Ακόμη ένα φάρμακο υποκατάστασης που εγκρίθηκε πρόσφατα για
τη θεραπεία συντήρησης, είναι το LAAM το οποίο χορηγείται 3 φορές την εβδομάδα
παρά 1 φορά ημερησίως όπως γίνεται με τη μεθαδόνη. Η ναλτρεξόνη,
χρησιμοποιείται επίσης για την αποτροπή υποτροπών με επιστροφή στη χρήση των
ναρκωτικών.
Όπως η μεθαδόνη, το LAAM και η ναλτρεξόνη, αποτρέπουν τους
ναρκομανείς από του να έχουν την παροδική κατάσταση ευφορίας που τους προκαλεί
η ηρωίνη. Όμως η ναλτρεξόνη δεν καταστέλλει την ακατάσχετη επιθυμία για το
ναρκωτικό και έτσι δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές φάρμακο μεταξύ των εξαρτημένων
στα ναρκωτικά. Η ναλτρεξόνη, έχει καλύτερα αποτελέσματα μεταξύ των ασθενών που
έχουν περισσότερη θέληση για την απεξάρτηση.
Προς το παρόν δεν υπάρχουν φάρμακα που έχουν εγκριθεί από τη
Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA Ηνωμένων Πολιτειών) για τη θεραπεία λόγω
εξάρτησης σε κοκαΐνη, LSD, PCP, μαριχουάνα, μεταμφεταμίνη ή άλλα διεγερτικά,
εισπνεόμενες εξαρτησιογόνες ουσίες ή κορτικοστεροειδή. Υπάρχουν όμως φάρμακα
ικανά να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες των εν λόγω ουσιών όπως σπασμούς,
ψυχωτικές αντιδράσεις και για την αντιμετώπιση των υπερβολικών δόσεων
οποιοειδών.
Μεταξύ των σημαντικότερων προτεραιοτήτων των
ερευνητών στον τομέα αυτό, περιλαμβάνεται η δημιουργία φαρμάκων για τη θεραπεία
εξάρτησης στην κοκαΐνη.