Βασίλης 8
χρονών/σήμερα 15 (αληθινή αφήγηση παιδιού μας).
«Θυμάμαι
πως ήμουν 8 χρονών και πως πήγαινα στη Β’ δημοτικού. Μια μέρα γυρνώντας στο σπίτι
μου δεν είχα καθόλου διάθεση. Δεν ήθελα ούτε να φάω, ούτε να διαβάσω, το μόνο
που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Ο πατέρας μου συνήθιζε να γυρίζει από τη δουλειά του
μισή ώρα αφού είχα γυρίσει σπίτι από το σχολείο. Όταν έμαθε ότι δεν ήθελα να
φάω και να διαβάσω αγρίεψε και άρχισε να μου φωνάζει. Εγώ δεν του έδινα
σημασία. Τότε αυτός σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να με χτυπάει αλύπητα…
Εγώ δεν μπόρεσα να αντιδράσω γιατί ήμουν μικρός και αδύναμος. Όταν σταμάτησε να
με χτυπάει πήγα τρέχοντας και κλαίγοντας στο δωμάτιο μου. Εκείνη τη στιγμή
ένοιωσα μόνος και αβοήθητος. Η μάνα μου ήταν εκεί αλλά δεν μπορούσε να κάνει
κάτι. Από εκείνη τη μέρα αποφάσισα να το σκάσω από το σπίτι. Για μια εβδομάδα
περίπου δεν μιλούσα σε κανένα. Στο τέλος ήθελα να το βγάλω από μέσα μου και το
είπα στον φίλο μου τον Άρη. Εκείνος το είπε σε όλη την τάξη και εγώ ντράπηκα
πάρα πολύ. Την ίδια μέρα δεν γύρισα στο σπίτι. Πήγα σε μια πλατεία και καθόμουν
έως τις δέκα το βράδυ. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Πήγα στο καρτοτηλέφωνο και
κάλεσα το 1056.Κάποιος φίλος μου είχε πει ότι σε αυτό τον αριθμό βοηθούν παιδιά
που είναι σε κίνδυνο. Αφού μίλησα με μια κυρία και της είπα τα πάντα με ρώτησε
που είμαι και μου είπε να την περιμένω. Σε μια ώρα είχε έρθει, με πήρε και με
πήγε σε ένα σπίτι στον Καρέα. Μου πήρε αρκετό καιρό να προσαρμοστώ αλλά τα
κατάφερα. 7 χρόνια έχουν περάσει και έχω πια νέα αντίληψη για μένα, τη ζωή και
το μέλλον. Πιστεύω πως έχω δικαίωμα να πιστεύω ότι θέλω και έχω μια δεύτερη
ευκαιρία να ζήσω τη ζωή που ήθελα.
Μακάρι όλες οι ιστορίες των παιδιών που πονάνε να είχαν το
ίδιο αίσιο τέλος… Δεν το πιστεύω… Μακάρι όμως…»