Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Οδυσσέας Άννινος, ο πρωτότυπος, ατομικός, αυτόνομος καλλιτέχνης

Της Παρθένας Τσοκτουρίδου.
Είχα την τύχη να γνωρίσω πρόσφατα τον ζωγράφο και διακοσμητή Οδυσσέα Άννινο στην έκθεση ζωγραφικής του «Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ» της 1ης Φεβρουαρίου στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Κοζάνης, που αφορά το κινηματογραφικό έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως έχω να κάνω μ' έναν άνθρωπο που έχει το χάρισμα του αφηγητή, του μιμητή, του ζωγράφου.
Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να σου ξεφουρνίσει στο άψε-σβήσε ταινίες ολόκληρες από τις κινηματογραφικές ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, μιας και τις μελέτησε προσεκτικά και διάλεξε απ' αυτές τα θέματά του.
Τον άκουσα να σχεδιάζει τον λόγο του στον αέρα μ' ένα θαλασσινό, θα έλεγα, τεντωμένο νεύρο και τον παρομοίασα περισσότερο μ' ένα ανήμερο καλλιτεχνικό θεριό, που φυλακίζεται στη στεριά των περιορισμένων δυνατοτήτων και ορίων στη ζωγραφική.
Μου έκανε εντύπωση η απλότητα στη σύνθεση των δημιουργιών του, καθώς και ο ρυθμός τους, που παρουσιάζουν ένα σύνολο έργου ανθρώπινου, με αναλύσεις σωστές δίχως κούφιες ωραιολογίες. Ένα έργο αυτοτελές κι αρμονικό, δίχως να μοιάζει απαραίτητα κι απόλυτα στο μοντέλο (αφαιρετικό). Έργο αξίας και ισορροπίας στη σύνθεση και στην εκτέλεσή του.
Αυτό σημαίνει για μένα πως ο καλλιτέχνης έχει μελετήσει βαθιά και πολύπλευρα τη ζωγραφική. Τον είδα επίσης να δείχνει σίγουρος για το έργο και τη δύναμή του. Και πώς να μην είναι, εφόσον η ζωγραφική του είναι αληθινή και τίμια, μα σκληρή κι αυστηρή ταυτόχρονα, έτσι ώστε να ικανοποιεί το πάθος για περιπέτεια, με αρχές αισθητικές κι αρμονικές.
Διαπίστωσα επίσης οπτικά πως οι σκοτεινοί και χαμηλοί τόνοι, καθώς και οι περιληπτικές αποδόσεις με τα ουδέτερα φόντα υποβάλλουν στον θεατή την αίσθηση της φθοράς και της υποταγής, δίχως να ξενίζουν καθόλου την σύνθεση.
Ιδιόμορφο θα χαρακτήριζα τον καλλιτέχνη εφόσον κατάφερε να αποδώσει στα μάτια μου κάτι μεταξύ ρεαλισμού μα όχι απαραίτητα και μοντερνισμού. Παρατήρησα επίσης πως τα έργα του είχαν την ακρίβεια της γνησιότητας, την ελευθερία και την πνευματικότητα ενός λαϊκού ζωγράφου, παραστατικού, δίχως όμως να ανήκει στο ρεύμα των αφελών και του λαϊκισμού.
Στα κινηματογραφικά τοπία με τους ανθρώπους συναντάει κανείς μελανές φιγούρες αδύναμες σ' αυτά που μένουν αναλλοίωτες όμως στο πέρασμα του χρόνου. Εδώ ας σταθώ λέγοντα πως το στάδιο αναζητήσεων του καλλιτέχνη ξεπερνάει τους δισταγμούς του. Τα έργα του μιλούν με γλώσσα λαϊκή κι έχουν το προσωπικό ύφος του καλλιτέχνη, ο οποίος κάνει τα έργα του να έχουν φιλολογική χροιά, δίχως προσωπική όψη, μα ουσιαστική κατάθεση της απλότητας της ψυχής του.
Νατουραλιστής, μαέστρος στο να ξεγελάει το μάτι, ο καλλιτέχνης δίνει την απάτη της τρίτης διάστασης με έργα που δηλώνουν τεχνική πειθαρχημένη στην τόλμη και στον αυθορμητισμό. Χρώματα περιορισμένα που δεν θαμπώνουν το μάτι στα έργα του, δείχνουν τη λειτουργική τους σημασία, δείγμα της γνώσης του πάνω στη διακοσμητική, στην οποία έχει και ειδικότητα. Το μάτι του θεατή περνάει από τη  μια μορφή στην άλλη, από τη μια παράσταση στην άλλη σιγά-σιγά και αβίαστα, θαυμαστά δουλεμένα.
Τα έργα του, θα έλεγα τέλος, πως σημαδεύουν την ωριμότητα, την εκφραστικότητα και την αξιοπρέπεια, μιλώντας στη γλώσσα τους δροσερά κι απλοϊκά, κρύβοντας μεγάλη μαεστρία.