Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η άρνηση αποδοχής μιας δημόσιας βράβευσης

ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ.
Η μη αποδοχή ενός κρατικού ή οποιουδήποτε άλλου βραβείου στον λογοτεχνικό κόσμο και μη, σημαίνει δειλία και η στάση των αρνούμενων να το αποδεχτούν χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα επιβλαβής στις κρίσιμες στιγμές πολιτισμού που περνάει η χώρα μας.
«Ανάξιος όποιος δεν μπορεί μες στο σεισμό, το χαλασμό τη γνώμη του να στήσει και λέει: να ιδώ.», όπως μας λένε τα λόγια του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, τα οποία μας καλούν να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να σηκώσουμε το βάρος της προγονικής μας αυτής παράδοσης, της οποιαδήποτε δηλαδή δημόσιας αναγνώρισης, που λέγεται «βράβευση».

«Είδα στον ύπνο μου ότι η ζωή είναι χαρά. Ξύπνησα και είδα ότι είναι χρέος. Αγωνίστηκα και είδα ότι το χρέος είναι χαρά», μας λέει ο Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ. Ο δε Σόλων μας λέει: «Ευθύνας ετέρους διδόναι και αυτός ύπεχε». Όταν δηλαδή αξιώνεις να έχουν οι άλλοι ευθύνες, πρέπει ν' αναλάβεις κι εσύ τις δικές σου.
Η οποιαδήποτε δημόσια βράβευση είναι ευθύνη και καθήκον του βραβευμένου να την αποδεχτεί κι όχι να την προσβάλλει. Η άρνησή του σημαίνει ότι δεν σηκώνει το βαρύ φορτίο της κοινωνικής ευθύνης, δεν είναι άτομο ώριμο διανοητικά, αλλά ούτε και ψυχικά καλλιεργημένο για να την επωμισθεί.
Ειδικά ένας πνευματικός πρωτοπόρος ενός λαού είναι υποχρεωμένος να σηκώνει το φορτίο των κοινωνικών ευθυνών, εφόσον ως κοινωνικός λειτουργός στο έργο που επιτελεί, κατέχει εξαιρετικά εξέχουσα θέση στην κοινωνία, η οποία τον ξεχωρίζει και τον αποδέχεται.
Αλλιώς, θεωρείται προδοσία στις προσδοκίες των συνανθρώπων του και της πολιτείας, έγκλημα σε βάρος της πνευματικής συνείδησης και στις επιταγές τόσο του ανθρωπιστικού καθήκοντος όσο και της ηθικής.
Μια έγκυρη και σοβαρή προσωπικότητα έχει καθήκον να είναι απομακρυσμένη από την επιπολαιότητα, την ελαφρότητα και την ασυνειδησία, καθώς και να κατευθύνεται ηθικά στην ιδέα της προόδου.
Η μη αποδοχή ενός βραβείου σημαίνει πως ο βραβευμένος δεν αναγνωρίζει στον άνθρωπο καμία καθολική αξία.
Είναι ένας άνθρωπος που υποστηρίζει τις φιλοσοφικές ιδέες του υπαρξισμού και δημιουργεί τον μηδενισμό στο μεγάλο δράμα της ύπαρξής του, μη συμβιβασμένος ποτέ με τη γύρω τους πραγματικότητα και θεωρώντας πως η προσωπική του ύπαρξη βρήκε την αυτοπραγμάτωση μέσα στην απόλυτη ελευθερία. 
Δηλώνει άνθρωπο που είναι καταδικασμένος στη συντριβή και θέλει να κρατήσει την προσωπική του υφή μέσω ενός χαρακτήρα που θα τον ανακηρύξει ήρωα. Έναν ήρωα όμως πέρα από τις ευθύνες και τον κίνδυνο. 
Η αμφισβήτησή του για τις δημόσιες βραβεύσεις, η άρνηση, η απόρριψη και η διαφωνία του, δηλώνουν άνθρωπο που ζει μέσα στην αβεβαιότητα, στο αδιέξοδο, στη δυσπιστία, στ΄ αρνητικά συμπεράσματα, σημάδια βέβαια της παρακμής ενός πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου, όπως και χρεοκοπίας των ηθικών και πνευματικών αξιών.
Θυμίζει άνθρωπο-οχιά, που όταν βρεθεί στ' αδιέξοδο, δαγκώνει την ουρά του  (-της) και αυτοδηλητηριάζεται. 
Κι αυτό μπορεί να το κάνει για δυο λόγους: πρώτον, θέλοντας να δείξει ότι η αμφισβήτηση του αποτελεί ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα, και δεύτερον, ότι η αμφισβήτησή του είναι μόδα, όπως και είναι πλέον μόδα. 
Δεν πείθει σε τελικά ανάλυση πως ανήκει ο ίδιος σ' ένα αντικομφορμιστικό κίνημα, αλλά φαίνεται περισσότερο ότι καλύπτεται από ένα χοντροκομμένο λαϊκισμό, χυδαίο και καθ' όλα θλιβερό. 
Τίθεται, όμως, το εύλογο ερώτημα, στο οποίο έχει καθήκον και ευθύνη ν' απαντήσει ο αρνούμενος τη δημόσια βράβευσή του: Εάν δεν υπήρχε ο έπαινος, η διάκριση ή η βράβευση, πως θα αμειβότανε ηθικά ο κάθε άνθρωπος και πως θα είχε τα κίνητρα για να επιτελέσει τα μεγαλύτερα και αξιολογότερα έργα του; 
Η αρετή φυσικά δεν έχει ανάγκη από μια δημόσια βράβευση, αλλά είναι απαραίτητη και κίνητρο δημιουργίας για τη συνέχιση του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο και ασφαλώς θα έχει ευμενείς και ευεργετικές προεκτάσεις. 
Γιατί, τι το θέλει ο άνθρωπος, αν έχει ν' απολαμβάνει όλα τα αγαθά, αλλά δεν μπορεί ν' απολαύσει τον έπαινο των συμπατριωτών του; Θα νιώθει θλιβερός και δυστυχισμένος.
Έχει απόλυτο δίκιο ο Κ. Καβάφης που διεκτραγωδεί στη «Σατραπεία» του τέτοια κατάσταση: «Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει/τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών/τα δύσκολα και ανεκτίμητα. Εύγε». 
Η κοινωνική αναγνώριση και η τιμή γεμίζουν με ασύγκριτα μεγάλη ευχαρίστηση την ψυχή του ατόμου. Ο βραβευμένος έχει το συναίσθημα ότι εκπλήρωσε μια αποστολή, ότι είναι άξιος των ελπίδων και των προσδοκιών των συνανθρώπων του, ότι στέκεται ψηλά στην τιμή και στην υπόληψη του.
Η αποδοχή μιας βράβευσης σημαίνει ότι ο βραβευμένος μπορεί να σφυρηλατήσει υγιείς κοινωνικές σχέσεις, ότι δεν διακατέχεται από κακία ή φθόνο στην ψυχή, αλλά ούτε και από το σύμπλεγμα κατωτερότητας.
Εξυπακούεται βέβαια ότι μια δημόσια βράβευση είναι μια κοινωνική εκδήλωση αναγνώρισης κι ότι θα πρέπει να είναι δίκαιη και όχι ψεύτικη.
Εάν κάποιος βραβευμένος συναισθάνεται πως η βράβευσή του δεν πληροί όλες τις ειλικρινείς και αληθινές οδούς της κοινωνικής αυτής διαδικασίας, είναι φυσικό να μη πλέκει «ύμνους και εγκώμια» για τον εαυτό του και να μην αποδέχεται τη βράβευση του. 
Θα πρέπει, όμως, να δηλώσει δημόσια μ' ευθυκρισία την ακριβή αντίληψη που έχει για τον εαυτό του και όχι να κάνει δηλώσεις για όλους και για όλα με σνομπισμό και επίπλαστους περιποιητικούς λόγους, που εξαπατούν τους αφελείς και θα πλέξουν το εγκώμιο της ηρωοποίησής του. 
Εάν θέλει να αποσπάσει αυτόν τον έπαινο, δηλ. της ηρωοποίησής του, τότε είναι σίγουρο ότι θα πάθει κι αυτός σαν τον Αντισθένη, που κάποτε όταν κάποιοι κακοί τον επαινούσαν, εκείνος ταράχτηκε λέγοντας:
«Με τρώει η αγωνία μήπως έκανα κάτι κακό. Κάτι ανάλογο έγινε και με το σοσιαλιστή Μπέμπελ. Αγορεύοντας κάποτε άκουσε χειροκροτήματα από την πλευρά της δεξιάς. Σταμάτησε τότε την ομιλία του και ρώτησε: Κύριοι, τι κακό είπα;»
Ο νοών νοήτω!....