Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρευνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρευνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Μια μελέτη που  δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Psychological Science» συμπεραίνει ότι έχει αρχίσει να συμβαίνει το αντίστροφο από αυτό που συνέβαινε από καταβολής κόσμου σχετικά με την ερωτική επιλογή! 
 Η προτεραιότητα των ανδρών όταν επέλεγαν σύντροφο ήταν η ομορφιά ενώ η των γυνακκών ήταν η εξυπνάδα (που αποδεικνύεται από την περιουσιακή κατάστααση). Φαίνεται όμως ότι αυτό αρχίζει να αντιστρέφεται στις προηγμένες χώρες.  Οι άντρες προτιμούν πλέον τις έξυπνες (και πλούσιες) ενώ οι γυναίκες τους όμορφους και ελκυστικούς!
Σύμφωνα με τη μελέτη, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες το ενδιαφέρον των ανδρών για την εμφάνιση της γυναίκας αρχίζει να φθίνει, δίνοντας τη θέση στη νοημοσύνη και στον χαρακτήρα της γυναίκας. Αντιθέτως, οι γυναίκες τείνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εμφάνιση του άντρα και λιγότερο για τα λεφτά του, αφού οι ίδιες είναι πλέον καθ’ όλα ικανές να συντηρήσουν τον εαυτό τους.
-Η σημασία του χρήματος φθίνει
«Διαπιστώσαμε ότι σε χώρες όπως η Βρετανία ή ακόμα περισσότερο οι Σκανδιναβικές, οι άντρες δίνουν ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλες αρετές, όπως η νοημοσύνη, αντί να επικεντρώνονται στις καμπύλες ή σε άλλα παραδοσιακά χαρακτηριστικά, όπως οι μαγειρικές ικανότητες», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Μαρσέλ Ζέντνερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ. Και πρόσθεσε: «Ενώ εξάλλου έως πρότινος οι γυναίκες έδιναν πολύ μεγάλη έμφαση στην οικονομική επιφάνεια των ανδρών, η προτίμησή τους αυτή αρχίζει να φθίνει και να δίνει τη θέση της στην εμφάνιση».
Ο δρ Ζέντνερ και οι συνεργάτες του βασίζουν τα συμπεράσματά τους σε έρευνα με 12.000 ανθρώπους από περισσότερες από 30 χώρες, τους οποίους ρώτησαν ποια χαρακτηριστικά θεωρούν ως τα πιο σημαντικά σε έναν δυνητικό σύντροφο. Τα στοιχεία που συνέλεξαν συμπεριλαμβάνονται στην Παγκόσμια Έκθεση για το Χάσμα των Φύλων (Global Gender Gap Report), η οποία καλύπτει συνολικώς 135 χώρες και εκδίδεται ετησίως από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF).
-Το παραδοσιακό πρότυπο
Όπως έδειξε η νέα έρευνα, στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων, τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά εξακολουθούν να επικρατούν. Σε αυτές τις χώρες, οι άντρες θέλουν τις γυναίκες στρουμπουλές (το καλοταϊσμένο σώμα υποδηλώνει καλή γονιμότητα) και καλές νοικοκυρές, κι εκείνες τους θέλουν πλούσιους (για να ζήσουν αυτές και τα παιδιά που θα αποκτήσουν).
Αντιθέτως, στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης όπου η ισότητα των δύο φύλων είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη, τα κριτήρια έχουν αρχίσει να αλλάζουν, γράφουν οι ερευνητές.
«Η έρευνά μας υποδηλώνει ότι η αύξηση της ισότητας των φύλων στις προηγμένες κοινωνίες, μπορεί να αλλάξει και τον τρόπο που σκεφτόμαστε για το αντίθετο φύλο», δήλωσε ο δρ Ζέντνερ. «Αντί λοιπόν οι άντρες να αναλώνονται στο πως θα βγάλουν χρήματα, καλό είναι να ασχοληθούν λίγο και με τον καθρέφτη τους», κατέληξε.


Οι άντρες θέλουν έξυπνες και οι γυναίκες όμορφους!

Μια μελέτη που  δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Psychological Science» συμπεραίνει ότι έχει αρχίσει να συμβαίνει το αντίστροφο από αυτό που συνέβαινε από καταβολής κόσμου σχετικά με την ερωτική επιλογή! 
 Η προτεραιότητα των ανδρών όταν επέλεγαν σύντροφο ήταν η ομορφιά ενώ η των γυνακκών ήταν η εξυπνάδα (που αποδεικνύεται από την περιουσιακή κατάστααση). Φαίνεται όμως ότι αυτό αρχίζει να αντιστρέφεται στις προηγμένες χώρες.  Οι άντρες προτιμούν πλέον τις έξυπνες (και πλούσιες) ενώ οι γυναίκες τους όμορφους και ελκυστικούς!
Σύμφωνα με τη μελέτη, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες το ενδιαφέρον των ανδρών για την εμφάνιση της γυναίκας αρχίζει να φθίνει, δίνοντας τη θέση στη νοημοσύνη και στον χαρακτήρα της γυναίκας. Αντιθέτως, οι γυναίκες τείνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εμφάνιση του άντρα και λιγότερο για τα λεφτά του, αφού οι ίδιες είναι πλέον καθ’ όλα ικανές να συντηρήσουν τον εαυτό τους.
-Η σημασία του χρήματος φθίνει
«Διαπιστώσαμε ότι σε χώρες όπως η Βρετανία ή ακόμα περισσότερο οι Σκανδιναβικές, οι άντρες δίνουν ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλες αρετές, όπως η νοημοσύνη, αντί να επικεντρώνονται στις καμπύλες ή σε άλλα παραδοσιακά χαρακτηριστικά, όπως οι μαγειρικές ικανότητες», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Μαρσέλ Ζέντνερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ. Και πρόσθεσε: «Ενώ εξάλλου έως πρότινος οι γυναίκες έδιναν πολύ μεγάλη έμφαση στην οικονομική επιφάνεια των ανδρών, η προτίμησή τους αυτή αρχίζει να φθίνει και να δίνει τη θέση της στην εμφάνιση».
Ο δρ Ζέντνερ και οι συνεργάτες του βασίζουν τα συμπεράσματά τους σε έρευνα με 12.000 ανθρώπους από περισσότερες από 30 χώρες, τους οποίους ρώτησαν ποια χαρακτηριστικά θεωρούν ως τα πιο σημαντικά σε έναν δυνητικό σύντροφο. Τα στοιχεία που συνέλεξαν συμπεριλαμβάνονται στην Παγκόσμια Έκθεση για το Χάσμα των Φύλων (Global Gender Gap Report), η οποία καλύπτει συνολικώς 135 χώρες και εκδίδεται ετησίως από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF).
-Το παραδοσιακό πρότυπο
Όπως έδειξε η νέα έρευνα, στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων, τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά εξακολουθούν να επικρατούν. Σε αυτές τις χώρες, οι άντρες θέλουν τις γυναίκες στρουμπουλές (το καλοταϊσμένο σώμα υποδηλώνει καλή γονιμότητα) και καλές νοικοκυρές, κι εκείνες τους θέλουν πλούσιους (για να ζήσουν αυτές και τα παιδιά που θα αποκτήσουν).
Αντιθέτως, στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης όπου η ισότητα των δύο φύλων είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη, τα κριτήρια έχουν αρχίσει να αλλάζουν, γράφουν οι ερευνητές.
«Η έρευνά μας υποδηλώνει ότι η αύξηση της ισότητας των φύλων στις προηγμένες κοινωνίες, μπορεί να αλλάξει και τον τρόπο που σκεφτόμαστε για το αντίθετο φύλο», δήλωσε ο δρ Ζέντνερ. «Αντί λοιπόν οι άντρες να αναλώνονται στο πως θα βγάλουν χρήματα, καλό είναι να ασχοληθούν λίγο και με τον καθρέφτη τους», κατέληξε.


Μια μελέτη που διεξήχθη σε 300 ζεύγη διδύμων γυναικών (άλλα ήταν πανομοιότυπα και άλλοι όχι) και δημοσιεύθηκε στην «Διεθνή Επιθεώρηση Διατροφικών Διαταραχών», έδειξε ότι η κληρονομικότητα και τα γονίδια ευθύνονται κατά 43% για την επιθυμία για αδυνάτισμα. 
Το εύρημα αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την άποψη ότι οι γυναίκες βρίσκονται υπό συνεχή πίεση για δίαιτα ώστε να αποκτήσουν το τέλειο σώμα, εξαιτίας των προτύπων που προβάλλονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
«Όλοι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από μηνύματα που εκθειάζουν τις αρετές του αδύνατου σώματος, αλλά παραδόξως μόνον λίγες γυναίκες αναπτύσσουν αυτό που αποκαλούμε εσωτερίκευση του ιδεώδους της λεπτότητας», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης ερευνήτρια δρ Τζέσικα Σουϊσμαν. «Ορμώμενοι από αυτή την αντίληψη, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να υπάρχουν γενετικοί παράγοντες οι οποίοι καθιστούν κάποιες γυναίκες πιο ευάλωτες σε αυτή την εσωτερίκευση. Η μελέτη μας διεξήχθη για να διαπιστώσουμε εάν ευσταθεί η θεωρία μας».
Το ιδεώδες της λεπτότητας είναι η αντίληψη πως το γυναικείο σώμα πρέπει να είναι λεπτό, θηλυκό, με στενή μέση και λίγο σωματικό λίπος. Το μέγεθος που αντιστοιχεί σε αυτό το ιδεώδες σώμα ολοένα μικραίνει και έχει πλέον φτάσει στο «size zero» ή «μέγεθος μηδέν» (είναι το μέγεθος που πρέπει να έχουν τα γυναικεία ρούχα, βάσει του ιδεώδους της λεπτότητας). Η εσωτερίκευση του ιδεώδους αυτού σημαίνει ότι μια γυναίκα είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα, όπως π.χ. αυστηρή δίαιτα, έντονη άσκηση ή ακόμα και εγχείρηση, για να αποκτήσει το σώμα των ονείρων της – και σε τέτοια περίπτωση, καραδοκούν οι διατροφικές διαταραχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η νευρογενής ανορεξία, η βουλιμία και η πολυφαγία.
-Κατά 43% θέμα κληρονομικότητας η επιθυμία για αδυνάτισμα
Η μελέτη βασίσθηκε σε περισσότερα από 300 θήλεα ζεύγη διδύμων, ηλικίας 12 έως 22 ετών. Οι ερευνητές κατέγραψαν κατά πόσον ήθελαν οι δίδυμες να μοιάσουν στους διασήμους που έβλεπαν σε ταινίες, τηλεόραση και περιοδικά, για να υπολογίσουν το επίπεδο του ιδεώδους της λεπτότητας που είχαν. Στη συνέχεια, συνέκριναν τις πανομοιότυπες δίδυμες (όλα τα γονίδιά τους είναι τα ίδια) με τις μη πανομοιότυπες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πανομοιότυπες δίδυμες είχαν εγγύτερα επίπεδα ιδεώδους της λεπτότητας – γεγονός που σημαίνει ότι στη διαμόρφωσή του παίζουν σημαντικό ρόλο τα γονίδιά τους – και μερικές από αυτές έκαναν προσπάθεια να αδυνατήσουν ακολουθώντας κάποια δίαιτα.
Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων έδειξε πως οι απόψεις που είχαν οι δίδυμες της μελέτης για το σώμα τους, καθοριζόταν σε ποσοστό 43% από τα γονίδιά τους. Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές (κοινωνικές) επιρροές, αυτές απεδείχθη ότι έπαιζαν ρόλο – αλλά όχι αυτόν που μέχρι τώρα νομίζαμε.
Στην πραγματικότητα, σημαντικές δεν ήταν οι κοινές επιρροές όπως θα περίμενε κανείς (λ.χ. το να βλέπουν μαζί οι δίδυμες περιοδικά μόδας, ταινίες κ.τ.λ.), αλλά οι διαφορετικές επιρροές (λ.χ. το να ασχολείται μόνο η μία δίδυμη με την μόδα, το να έχει μόνο η μία φίλους «κολλημένους» με το σωματικό βάρος κ.τ.λ.).
«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι οι κοινοί παράγοντες του περιβάλλοντος – όπως η έκθεση στα ίδια μέσα μαζικής ενημέρωσης – δεν ασκούν τόσο μεγάλη επίδραση, όσο νομίζαμε», παραδέχθηκε η δρ Σουϊσμαν. «Αντιθέτως, οι μη κοινοί παράγοντες, αυτοί που διαφοροποιούσαν δηλαδή τις δίδυμες της μελέτης μας, ήταν αυτοί με την μεγαλύτερη επίδραση». Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «τελικά, οι κοινωνικοί παράγοντες που νομίζαμε ότι ευθύνονται για την εσωτερίκευση του ιδεώδους της λεπτότητας δεν είναι εξίσου σημαντικοί με την κληρονομικότητα», είπε. «Επιπλέον, οι κοινωνικοί παράγοντες που οδηγούν στην εσωτερίκευση δεν είναι κατ’ ανάγκην κοινοί, αλλά διαφορετικοί για κάθε γυναίκα».
«Είναι πλέον σαφές ότι στην ανάπτυξη των διατροφικών διαταραχών παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί», δήλωσε η επιβλέπουσα της νέας μελέτης δρ Κέλυ Κλαμπ,καθηγήτρια Ψυχολογίας στο MSU.
«Πρέπει να βρούμε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο δρα καθένας από αυτούς, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα το πρόβλημα των διατροφικών διαταραχών».


Η επιθυμία για δίαιτα είναι… κληρονομική

Μια μελέτη που διεξήχθη σε 300 ζεύγη διδύμων γυναικών (άλλα ήταν πανομοιότυπα και άλλοι όχι) και δημοσιεύθηκε στην «Διεθνή Επιθεώρηση Διατροφικών Διαταραχών», έδειξε ότι η κληρονομικότητα και τα γονίδια ευθύνονται κατά 43% για την επιθυμία για αδυνάτισμα. 
Το εύρημα αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την άποψη ότι οι γυναίκες βρίσκονται υπό συνεχή πίεση για δίαιτα ώστε να αποκτήσουν το τέλειο σώμα, εξαιτίας των προτύπων που προβάλλονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
«Όλοι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από μηνύματα που εκθειάζουν τις αρετές του αδύνατου σώματος, αλλά παραδόξως μόνον λίγες γυναίκες αναπτύσσουν αυτό που αποκαλούμε εσωτερίκευση του ιδεώδους της λεπτότητας», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης ερευνήτρια δρ Τζέσικα Σουϊσμαν. «Ορμώμενοι από αυτή την αντίληψη, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να υπάρχουν γενετικοί παράγοντες οι οποίοι καθιστούν κάποιες γυναίκες πιο ευάλωτες σε αυτή την εσωτερίκευση. Η μελέτη μας διεξήχθη για να διαπιστώσουμε εάν ευσταθεί η θεωρία μας».
Το ιδεώδες της λεπτότητας είναι η αντίληψη πως το γυναικείο σώμα πρέπει να είναι λεπτό, θηλυκό, με στενή μέση και λίγο σωματικό λίπος. Το μέγεθος που αντιστοιχεί σε αυτό το ιδεώδες σώμα ολοένα μικραίνει και έχει πλέον φτάσει στο «size zero» ή «μέγεθος μηδέν» (είναι το μέγεθος που πρέπει να έχουν τα γυναικεία ρούχα, βάσει του ιδεώδους της λεπτότητας). Η εσωτερίκευση του ιδεώδους αυτού σημαίνει ότι μια γυναίκα είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα, όπως π.χ. αυστηρή δίαιτα, έντονη άσκηση ή ακόμα και εγχείρηση, για να αποκτήσει το σώμα των ονείρων της – και σε τέτοια περίπτωση, καραδοκούν οι διατροφικές διαταραχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η νευρογενής ανορεξία, η βουλιμία και η πολυφαγία.
-Κατά 43% θέμα κληρονομικότητας η επιθυμία για αδυνάτισμα
Η μελέτη βασίσθηκε σε περισσότερα από 300 θήλεα ζεύγη διδύμων, ηλικίας 12 έως 22 ετών. Οι ερευνητές κατέγραψαν κατά πόσον ήθελαν οι δίδυμες να μοιάσουν στους διασήμους που έβλεπαν σε ταινίες, τηλεόραση και περιοδικά, για να υπολογίσουν το επίπεδο του ιδεώδους της λεπτότητας που είχαν. Στη συνέχεια, συνέκριναν τις πανομοιότυπες δίδυμες (όλα τα γονίδιά τους είναι τα ίδια) με τις μη πανομοιότυπες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πανομοιότυπες δίδυμες είχαν εγγύτερα επίπεδα ιδεώδους της λεπτότητας – γεγονός που σημαίνει ότι στη διαμόρφωσή του παίζουν σημαντικό ρόλο τα γονίδιά τους – και μερικές από αυτές έκαναν προσπάθεια να αδυνατήσουν ακολουθώντας κάποια δίαιτα.
Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων έδειξε πως οι απόψεις που είχαν οι δίδυμες της μελέτης για το σώμα τους, καθοριζόταν σε ποσοστό 43% από τα γονίδιά τους. Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές (κοινωνικές) επιρροές, αυτές απεδείχθη ότι έπαιζαν ρόλο – αλλά όχι αυτόν που μέχρι τώρα νομίζαμε.
Στην πραγματικότητα, σημαντικές δεν ήταν οι κοινές επιρροές όπως θα περίμενε κανείς (λ.χ. το να βλέπουν μαζί οι δίδυμες περιοδικά μόδας, ταινίες κ.τ.λ.), αλλά οι διαφορετικές επιρροές (λ.χ. το να ασχολείται μόνο η μία δίδυμη με την μόδα, το να έχει μόνο η μία φίλους «κολλημένους» με το σωματικό βάρος κ.τ.λ.).
«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι οι κοινοί παράγοντες του περιβάλλοντος – όπως η έκθεση στα ίδια μέσα μαζικής ενημέρωσης – δεν ασκούν τόσο μεγάλη επίδραση, όσο νομίζαμε», παραδέχθηκε η δρ Σουϊσμαν. «Αντιθέτως, οι μη κοινοί παράγοντες, αυτοί που διαφοροποιούσαν δηλαδή τις δίδυμες της μελέτης μας, ήταν αυτοί με την μεγαλύτερη επίδραση». Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «τελικά, οι κοινωνικοί παράγοντες που νομίζαμε ότι ευθύνονται για την εσωτερίκευση του ιδεώδους της λεπτότητας δεν είναι εξίσου σημαντικοί με την κληρονομικότητα», είπε. «Επιπλέον, οι κοινωνικοί παράγοντες που οδηγούν στην εσωτερίκευση δεν είναι κατ’ ανάγκην κοινοί, αλλά διαφορετικοί για κάθε γυναίκα».
«Είναι πλέον σαφές ότι στην ανάπτυξη των διατροφικών διαταραχών παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί», δήλωσε η επιβλέπουσα της νέας μελέτης δρ Κέλυ Κλαμπ,καθηγήτρια Ψυχολογίας στο MSU.
«Πρέπει να βρούμε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο δρα καθένας από αυτούς, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα το πρόβλημα των διατροφικών διαταραχών».


Μερικά απορρυπαντικά διαφημίζονται ότι πλένουν αποτελεσματικά ακόμα και στους 15 βαθμούς Κελσίου, αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν ότι κάτι τέτοιο δεν σκοτώνει τα μικρόβια.
Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το πλύσιμο ρούχων και παιχνιδιών μέχρι τους 40 βαθμούς Κελσίου σκοτώνει λίγα μικρόβια. Πιο συγκεκριμένα, το μικροβιακό φορτίο των ρούχων και των παιχνιδιών μετά το πλύσιμο στου 40 βαθμούς Κελσίου ήταν μόνο 14% μικρότερο από αυτό που είχαν ως άπλυτα.
Οι μικροβιολόγοι που πραγματοποίησαν τη μελέτη ανακάλυψαν επίσης ότι μετά από το πλύσιμο στους 40 βαθμούς Κελσίου, 1 στα 4 ρούχα και παιχνίδια, είχαν ίχνη βακτηρίων που υπάρχουν στα κόπρανα.
Οι ερευνητές πήραν δείγματα από περισσότερα από 100 παιδικά ρούχα, ειδή και παιχνίδια. Τα μισά πλύθηκαν στους 40 βαθμούς Κελσίου και τα υπόλοιπα έμειναν άπλυτα. Διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα βακτήρια που σχετίζονται με τα κόπρανα υπήρχαν στα πλυμένα παιχνίδια με τα οποία κοιμούνται αγκαλιά τα μικρά παιδιά, ενώ τα εσώρουχά τους είχαν το υψηλότερο βακτηριακό φορτίο. Πολλά βακτήρια είχαν απομείνει μετά το
πλύσιμο και στα Τ-shirt των παιδιών. Τα λιγότερα πάντως είχαν οι μαξιλαροθήκες και τα παντελόνια.
«Τα αποτελέσματα δεν προξενούν έκπληξη», δήλωσε η δρ Λίσα Άκερλι, ειδική σε θέματα υγιεινής. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι το πλύσιμο των ρούχων στο πλυντήριο με κρύο νερό δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των μικροβίων. Τα βακτήρια δεν σκοτώνονται επειδή απλώς τα βάζουμε στο πλυντήριο, ούτε τα ρούχα είναι καθαρά επειδή μυρίζουν καθαριότητα και φαίνονται καθαρά. Οι χαμηλές θερμοκρασίες δεν είναι καλές για την υγεία μας».
-Η σωστή θερμοκρασία
Οι ειδικοί λένε πως πρέπει να πλένουμε τα ρούχα στους 60 βαθμούς Κελσίου, τουλάχιστον. Όσοι δεν το θέλουν, πρέπει να τα απλώνουν στον ήλιο, διότι μελέτες έχουν δείξει ότι η υπεριώδης ακτινοβολία του σκοτώνει τα περισσότερα βακτήρια.
Προγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι κάθε καθαρό εσώρουχο που έχει πλυθεί με κρύο νερό μπορεί να περιέχει μέχρι 10.000 μικρόβια που σχετίζονται με τα κόπρανα. Επίσης έδειξα ότι δύο κουταλιές της σούπας από το νερό του πλυντηρίου ρούχων περιέχουν κατά την έναρξη της πλύσης έως και 1 εκατομμύριο μικρόβια.
Οι ειδικοί λένε πως αν θέλετε με σιγουριά να απαλλαγείτε από τα μικρόβια που προσβάλουν το έντερο πρέπει να πλένετε τα ρούχα στο πλυντήριο με πολύ ζεστό νερό: στους 60 βαθμούς Κελσίου ή ακόμα και στους 90 βαθμούς Κελσίου. Τα ακάρεα αρχίζουν να πεθαίνουν στους 35-55 βαθμούς Κελσίου Κελσίου. Τα σεντόνια, οι μαξιλαροθήκες και οι παπλωματοθήκες πρέπει να πλένονται σε θερμοκρασία 55 – 60 βαθμούς Κελσίου, το ίδιο και οι θήκες των μαξιλαριών. Ακόμα και οι κουρτίνες πρέπει να είναι από υφάσματα που μπορεί να πλυθούν σε καυτό νερό. Τα μικρόβια και οι ιοί της γρίπης, του AIDS και της ηπατίτιδας πεθαίνουν σε θερμοκρασίες πάνω από 70 βαθμούς Κελσίου.
Ειδικά για τα εσώρουχα, οι συνιστούν επίσης να πλένονται  σε καυτό νερό και ξεχωριστά από τα άλλα ρούχα σας (μπλούζες, παντελόνια, φορέματα κλπ) ή γιατί έχουν υψηλό μικροβιακό φορτίο.
Πηγή:healthyliving.gr


Τα βακτήρια επιζούν όταν τα ρούχα πλένονται στους 40 βαθμούς

Μερικά απορρυπαντικά διαφημίζονται ότι πλένουν αποτελεσματικά ακόμα και στους 15 βαθμούς Κελσίου, αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν ότι κάτι τέτοιο δεν σκοτώνει τα μικρόβια.
Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το πλύσιμο ρούχων και παιχνιδιών μέχρι τους 40 βαθμούς Κελσίου σκοτώνει λίγα μικρόβια. Πιο συγκεκριμένα, το μικροβιακό φορτίο των ρούχων και των παιχνιδιών μετά το πλύσιμο στου 40 βαθμούς Κελσίου ήταν μόνο 14% μικρότερο από αυτό που είχαν ως άπλυτα.
Οι μικροβιολόγοι που πραγματοποίησαν τη μελέτη ανακάλυψαν επίσης ότι μετά από το πλύσιμο στους 40 βαθμούς Κελσίου, 1 στα 4 ρούχα και παιχνίδια, είχαν ίχνη βακτηρίων που υπάρχουν στα κόπρανα.
Οι ερευνητές πήραν δείγματα από περισσότερα από 100 παιδικά ρούχα, ειδή και παιχνίδια. Τα μισά πλύθηκαν στους 40 βαθμούς Κελσίου και τα υπόλοιπα έμειναν άπλυτα. Διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα βακτήρια που σχετίζονται με τα κόπρανα υπήρχαν στα πλυμένα παιχνίδια με τα οποία κοιμούνται αγκαλιά τα μικρά παιδιά, ενώ τα εσώρουχά τους είχαν το υψηλότερο βακτηριακό φορτίο. Πολλά βακτήρια είχαν απομείνει μετά το
πλύσιμο και στα Τ-shirt των παιδιών. Τα λιγότερα πάντως είχαν οι μαξιλαροθήκες και τα παντελόνια.
«Τα αποτελέσματα δεν προξενούν έκπληξη», δήλωσε η δρ Λίσα Άκερλι, ειδική σε θέματα υγιεινής. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι το πλύσιμο των ρούχων στο πλυντήριο με κρύο νερό δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των μικροβίων. Τα βακτήρια δεν σκοτώνονται επειδή απλώς τα βάζουμε στο πλυντήριο, ούτε τα ρούχα είναι καθαρά επειδή μυρίζουν καθαριότητα και φαίνονται καθαρά. Οι χαμηλές θερμοκρασίες δεν είναι καλές για την υγεία μας».
-Η σωστή θερμοκρασία
Οι ειδικοί λένε πως πρέπει να πλένουμε τα ρούχα στους 60 βαθμούς Κελσίου, τουλάχιστον. Όσοι δεν το θέλουν, πρέπει να τα απλώνουν στον ήλιο, διότι μελέτες έχουν δείξει ότι η υπεριώδης ακτινοβολία του σκοτώνει τα περισσότερα βακτήρια.
Προγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι κάθε καθαρό εσώρουχο που έχει πλυθεί με κρύο νερό μπορεί να περιέχει μέχρι 10.000 μικρόβια που σχετίζονται με τα κόπρανα. Επίσης έδειξα ότι δύο κουταλιές της σούπας από το νερό του πλυντηρίου ρούχων περιέχουν κατά την έναρξη της πλύσης έως και 1 εκατομμύριο μικρόβια.
Οι ειδικοί λένε πως αν θέλετε με σιγουριά να απαλλαγείτε από τα μικρόβια που προσβάλουν το έντερο πρέπει να πλένετε τα ρούχα στο πλυντήριο με πολύ ζεστό νερό: στους 60 βαθμούς Κελσίου ή ακόμα και στους 90 βαθμούς Κελσίου. Τα ακάρεα αρχίζουν να πεθαίνουν στους 35-55 βαθμούς Κελσίου Κελσίου. Τα σεντόνια, οι μαξιλαροθήκες και οι παπλωματοθήκες πρέπει να πλένονται σε θερμοκρασία 55 – 60 βαθμούς Κελσίου, το ίδιο και οι θήκες των μαξιλαριών. Ακόμα και οι κουρτίνες πρέπει να είναι από υφάσματα που μπορεί να πλυθούν σε καυτό νερό. Τα μικρόβια και οι ιοί της γρίπης, του AIDS και της ηπατίτιδας πεθαίνουν σε θερμοκρασίες πάνω από 70 βαθμούς Κελσίου.
Ειδικά για τα εσώρουχα, οι συνιστούν επίσης να πλένονται  σε καυτό νερό και ξεχωριστά από τα άλλα ρούχα σας (μπλούζες, παντελόνια, φορέματα κλπ) ή γιατί έχουν υψηλό μικροβιακό φορτίο.
Πηγή:healthyliving.gr


Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται με διαφορετικό τρόπο την εικόνα του γυναικείου σώματος από αυτήν του ανδρικού.
Το γυναικείο σώμα το «βλέπει» περισσότερο σαν κομμάτια, ενώ το ανδρικό το αντιλαμβάνεται περισσότερο ως σύνολο και όχι ως ξεχωριστά μέρη. Αυτό είναι το καταπληκτικό συμπέρασμα μίας νέας μελέτης, που δημοσιεύθηκε στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Κοινωνικής Ψυχολογίας» (EJSP) την οποία πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα, στο Λίνκολν, με επικεφαλής την ψυχολόγο δρα Σάρα Γκερβέις.
Οι ερευνητές θέλησαν να απαντήσουν σε ένα απλό ερώτημα: για ποιον λόγο αντιμετωπίζονται τόσο συχνά οι γυναίκες, αλλά όχι οι άντρες, ως αντικείμενο του σεξ;
«Κάθε μέρα, κάθε γυναίκα μειώνεται στα σεξουαλικά τμήματα του σώματός της», δήλωσε χαρακτηριστικά η δρ Γκερβέις. «Και αυτό δεν είναι κάτι που υφίστανται μόνο τα φωτομοντέλα ή οι πορνοστάρ, αλλά οι καθημερινές γυναίκες».
Το θέμα είναι σοβαρό, διότι πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει πως όταν οι γυναίκες νιώθουν ως αντικείμενο του σεξ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν προβλήματα, όπως ντροπή για το σώμα τους, διατροφικές διαταραχές (όπως η νευρογενής ανορεξία και η βουλιμία) και γενικά προβλήματα ψυχικής διάθεσης.
-Σφαιρική και τοπική διεργασία
Για να μάθουν οι ερευνητές γιατί οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο του σεξ, εστιάσθηκαν σε δύο είδη νοητικής διεργασίας, την σφαιρική και την τοπική.
Η σφαιρική διεργασία είναι ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα ως σύνολα. Την διεργασία αυτή λ.χ. χρησιμοποιούμε ακούσια για να αναγνωρίσουμε ένα πρόσωπο – παρατηρούμε, λ.χ., ακαριαία όχι μόνο το σχήμα της μύτης αλλά και την θέση της σε συνάρτηση με τα μάτια και το στόμα, τα μάγουλα κ.τ.λ.
Η τοπική διεργασία, από την άλλη πλευρά, εστιάζει περισσότερο στα διάφορα τμήματα ενός αντικειμένου. Με αυτήν μπορούμε λ.χ. να αναγνωρίσουμε ένα σπίτι από την πόρτα του.
Οι ερευνητές σκέφτηκαν πως αν πραγματικά υπάρχει διαφορά στην αντίληψη του γυναικείου από το ανδρικό σώμα, οι γυναικείες εικόνες θα ενεργοποιούν περισσότερο την τοπική διεργασία (λ.χ. θα εστιάζει κάποιος ακούσια τη ματιά του στο στήθος τους).
-Το πείραμα
Για να ελέγξουν τη θεωρία τους, επιστράτευσαν 227 φοιτητές και φοιτήτριες του πανεπιστημίου και τους έδειξαν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές μη ερωτικές φωτογραφίες ανδρών και γυναικών (συνολικά, κάθε ένας είδε 48 φωτογραφίες).
Οι εθελοντές έβλεπαν πρώτα φωτογραφία ενός ντυμένου άνδρα ή γυναίκας, από το κεφάλι έως τα γόνατα.
Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, στην οθόνη εμφανίζονταν δύο φωτογραφίες δίπλα-δίπλα: η μία ήταν αυτή που είχαν δει προηγουμένως, και η άλλη η ίδια φωτογραφία αλλά με ελαφρώς τονισμένο το στήθος ή την κοιλιά, επειδή αυτά είναι τα κύρια σεξουαλικά τμήματα του σώματος.
Τους έδειξαν επίσης ένα δεύτερο σετ ζουμαρισμένων φωτογραφιών του στήθους ή της κοιλιάς, ζητώντας τους να ξεχωρίσουν ποιο είναι αυτό που έχει τροποποιηθεί.
-Διαφορά στα δύο φύλα
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπήρχε σαφής διαφορά στον τρόπο αντίληψης των φωτογραφιών των δύο φύλων.
Όταν έβλεπαν τις φωτογραφίες των γυναικών, εθελοντές και εθελόντριες αναγνώριζαν καλύτερα τα μεμονωμένα τμήματα του σώματος απ’ ό,τι όταν ταίριαζαν τις ολόσωμες φωτογραφίες τους με τις πρωτότυπες.
Το ακριβώς αντίθετο ίσχυε για τις φωτογραφίες των ανδρών: φοιτητές και φοιτήτριες αναγνώριζαν καλύτερα τον άντρα ως ολόσωμη εικόνα παρά τα μεμονωμένα τμήματα του σώματός του.
«Και οι άντρες και οι γυναίκες κάνουν αυτή την διαφοροποίηση όταν κοιτάζουν το γυναικείο σώμα», τόνισε η δρ Γκερβέις, «συνεπώς δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να κατηγορήσουμε τους άνδρες».
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι άντρες και γυναίκες επεξεργάζονται με διαφορετικό τρόπο την εικόνα του ανδρικού και γυναικείου σώματος για κάποιον άγνωστο εξελικτικό λόγο, κάτι το οποίο καταλήγει στην αντίληψη ότι οι γυναίκα συνδέεται με το σεξ. Αλλά εκτιμούν πως καθοριστικό ρόλο στις μέρες μας παίζει και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται τα δύο φύλα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
«Το γυναικείο σώμα και τα διάφορα τμήματά τους χρησιμοποιούνται για την πώληση κάθε είδους προϊόντων και πλέον αντιμετωπίζουμε την μέση, καθημερινή γυναίκα με παρόμοιο τρόπο», είπε η δρ Γκερβέις.
Από την άλλη μεριά, μπορεί ένας άνδρας να ξεπεράσει τη συνήθεια να κοιτάζει πρώτα το στήθος ή τους γλουτούς μιας γυναίκας – αρκεί βεβαίως να το θέλει, κατέληξε. Είναι άγνωστο ωστόσο το αν αυτός ο τρόπος κοιτάγματος εκ μέρους του άνδρα έχει παρενέργειες όσον αφορά την επιθυμία του για σεξ.
Πηγή:healthyliving.gr


Γιατί οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο του σεξ

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται με διαφορετικό τρόπο την εικόνα του γυναικείου σώματος από αυτήν του ανδρικού.
Το γυναικείο σώμα το «βλέπει» περισσότερο σαν κομμάτια, ενώ το ανδρικό το αντιλαμβάνεται περισσότερο ως σύνολο και όχι ως ξεχωριστά μέρη. Αυτό είναι το καταπληκτικό συμπέρασμα μίας νέας μελέτης, που δημοσιεύθηκε στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Κοινωνικής Ψυχολογίας» (EJSP) την οποία πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα, στο Λίνκολν, με επικεφαλής την ψυχολόγο δρα Σάρα Γκερβέις.
Οι ερευνητές θέλησαν να απαντήσουν σε ένα απλό ερώτημα: για ποιον λόγο αντιμετωπίζονται τόσο συχνά οι γυναίκες, αλλά όχι οι άντρες, ως αντικείμενο του σεξ;
«Κάθε μέρα, κάθε γυναίκα μειώνεται στα σεξουαλικά τμήματα του σώματός της», δήλωσε χαρακτηριστικά η δρ Γκερβέις. «Και αυτό δεν είναι κάτι που υφίστανται μόνο τα φωτομοντέλα ή οι πορνοστάρ, αλλά οι καθημερινές γυναίκες».
Το θέμα είναι σοβαρό, διότι πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει πως όταν οι γυναίκες νιώθουν ως αντικείμενο του σεξ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν προβλήματα, όπως ντροπή για το σώμα τους, διατροφικές διαταραχές (όπως η νευρογενής ανορεξία και η βουλιμία) και γενικά προβλήματα ψυχικής διάθεσης.
-Σφαιρική και τοπική διεργασία
Για να μάθουν οι ερευνητές γιατί οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο του σεξ, εστιάσθηκαν σε δύο είδη νοητικής διεργασίας, την σφαιρική και την τοπική.
Η σφαιρική διεργασία είναι ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα ως σύνολα. Την διεργασία αυτή λ.χ. χρησιμοποιούμε ακούσια για να αναγνωρίσουμε ένα πρόσωπο – παρατηρούμε, λ.χ., ακαριαία όχι μόνο το σχήμα της μύτης αλλά και την θέση της σε συνάρτηση με τα μάτια και το στόμα, τα μάγουλα κ.τ.λ.
Η τοπική διεργασία, από την άλλη πλευρά, εστιάζει περισσότερο στα διάφορα τμήματα ενός αντικειμένου. Με αυτήν μπορούμε λ.χ. να αναγνωρίσουμε ένα σπίτι από την πόρτα του.
Οι ερευνητές σκέφτηκαν πως αν πραγματικά υπάρχει διαφορά στην αντίληψη του γυναικείου από το ανδρικό σώμα, οι γυναικείες εικόνες θα ενεργοποιούν περισσότερο την τοπική διεργασία (λ.χ. θα εστιάζει κάποιος ακούσια τη ματιά του στο στήθος τους).
-Το πείραμα
Για να ελέγξουν τη θεωρία τους, επιστράτευσαν 227 φοιτητές και φοιτήτριες του πανεπιστημίου και τους έδειξαν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές μη ερωτικές φωτογραφίες ανδρών και γυναικών (συνολικά, κάθε ένας είδε 48 φωτογραφίες).
Οι εθελοντές έβλεπαν πρώτα φωτογραφία ενός ντυμένου άνδρα ή γυναίκας, από το κεφάλι έως τα γόνατα.
Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, στην οθόνη εμφανίζονταν δύο φωτογραφίες δίπλα-δίπλα: η μία ήταν αυτή που είχαν δει προηγουμένως, και η άλλη η ίδια φωτογραφία αλλά με ελαφρώς τονισμένο το στήθος ή την κοιλιά, επειδή αυτά είναι τα κύρια σεξουαλικά τμήματα του σώματος.
Τους έδειξαν επίσης ένα δεύτερο σετ ζουμαρισμένων φωτογραφιών του στήθους ή της κοιλιάς, ζητώντας τους να ξεχωρίσουν ποιο είναι αυτό που έχει τροποποιηθεί.
-Διαφορά στα δύο φύλα
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπήρχε σαφής διαφορά στον τρόπο αντίληψης των φωτογραφιών των δύο φύλων.
Όταν έβλεπαν τις φωτογραφίες των γυναικών, εθελοντές και εθελόντριες αναγνώριζαν καλύτερα τα μεμονωμένα τμήματα του σώματος απ’ ό,τι όταν ταίριαζαν τις ολόσωμες φωτογραφίες τους με τις πρωτότυπες.
Το ακριβώς αντίθετο ίσχυε για τις φωτογραφίες των ανδρών: φοιτητές και φοιτήτριες αναγνώριζαν καλύτερα τον άντρα ως ολόσωμη εικόνα παρά τα μεμονωμένα τμήματα του σώματός του.
«Και οι άντρες και οι γυναίκες κάνουν αυτή την διαφοροποίηση όταν κοιτάζουν το γυναικείο σώμα», τόνισε η δρ Γκερβέις, «συνεπώς δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να κατηγορήσουμε τους άνδρες».
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι άντρες και γυναίκες επεξεργάζονται με διαφορετικό τρόπο την εικόνα του ανδρικού και γυναικείου σώματος για κάποιον άγνωστο εξελικτικό λόγο, κάτι το οποίο καταλήγει στην αντίληψη ότι οι γυναίκα συνδέεται με το σεξ. Αλλά εκτιμούν πως καθοριστικό ρόλο στις μέρες μας παίζει και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται τα δύο φύλα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
«Το γυναικείο σώμα και τα διάφορα τμήματά τους χρησιμοποιούνται για την πώληση κάθε είδους προϊόντων και πλέον αντιμετωπίζουμε την μέση, καθημερινή γυναίκα με παρόμοιο τρόπο», είπε η δρ Γκερβέις.
Από την άλλη μεριά, μπορεί ένας άνδρας να ξεπεράσει τη συνήθεια να κοιτάζει πρώτα το στήθος ή τους γλουτούς μιας γυναίκας – αρκεί βεβαίως να το θέλει, κατέληξε. Είναι άγνωστο ωστόσο το αν αυτός ο τρόπος κοιτάγματος εκ μέρους του άνδρα έχει παρενέργειες όσον αφορά την επιθυμία του για σεξ.
Πηγή:healthyliving.gr


Οι έρευνα έγινε από επιστήμονες του πολιτειακού πανεπιστημίου του Οχάιο και είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν αρχικά ότι ο μέσος άνδρας σκέφτεται το σεξ, περισσότερο από τη μέση γυναίκα, αλλά πολύ λιγότερο από ότι πιστεύονταν μέχρι σήμερα. Για την ακρίβεια ο άνδρας σκέφτεται το σεξ τουλάχιστον 80 φορές λιγότερο, από ότι θεωρούσαν μέχρι πρόσφατα οι ειδικοί.
Μάλιστα οι άνδρες σκέφτονται εξίσου το φαγητό αλλά και τον ύπνο. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο μέσος άνδρας σκέφτεται την ημέρα το σεξ: 19 φορές (περίπου κάθε ώρα εάν εξαιρέσουμε και ένα 5ωρο ύπνο). Το φαγητό το σκέφτεται ακόμη και χορτάτος, και κατά μέσο όρο 18 φορές την ημέρα, ενώ τον ύπνο, τον σκέφτεται από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι και 11 φορές τη μέρα.
Τι διαπίστωσε η ίδια έρευνα όμως, ότι ισχύει για τις γυναίκες;
Οι γυναίκες λοιπόν σκέφτονται το σεξ 10 φορές τη μέρα, τον ύπνο 9 φορές και το φαγητό μόλις 5.
Οι επιστήμονες διευκρινίζουν ότι πρόκειται για τον μέσο όρο και ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας υπήρξαν περιπτώσεις γυναικών αλλά και ανδρών που τους εξέπληξαν με το πόσο συχνά η σκέψη τους τριγύρναγε γύρω από το σεξ.

Ποιος σκέφτεται το σεξ περισσότερο; ο άνδρας ή η γυναίκα;

Οι έρευνα έγινε από επιστήμονες του πολιτειακού πανεπιστημίου του Οχάιο και είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν αρχικά ότι ο μέσος άνδρας σκέφτεται το σεξ, περισσότερο από τη μέση γυναίκα, αλλά πολύ λιγότερο από ότι πιστεύονταν μέχρι σήμερα. Για την ακρίβεια ο άνδρας σκέφτεται το σεξ τουλάχιστον 80 φορές λιγότερο, από ότι θεωρούσαν μέχρι πρόσφατα οι ειδικοί.
Μάλιστα οι άνδρες σκέφτονται εξίσου το φαγητό αλλά και τον ύπνο. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο μέσος άνδρας σκέφτεται την ημέρα το σεξ: 19 φορές (περίπου κάθε ώρα εάν εξαιρέσουμε και ένα 5ωρο ύπνο). Το φαγητό το σκέφτεται ακόμη και χορτάτος, και κατά μέσο όρο 18 φορές την ημέρα, ενώ τον ύπνο, τον σκέφτεται από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι και 11 φορές τη μέρα.
Τι διαπίστωσε η ίδια έρευνα όμως, ότι ισχύει για τις γυναίκες;
Οι γυναίκες λοιπόν σκέφτονται το σεξ 10 φορές τη μέρα, τον ύπνο 9 φορές και το φαγητό μόλις 5.
Οι επιστήμονες διευκρινίζουν ότι πρόκειται για τον μέσο όρο και ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας υπήρξαν περιπτώσεις γυναικών αλλά και ανδρών που τους εξέπληξαν με το πόσο συχνά η σκέψη τους τριγύρναγε γύρω από το σεξ.

Τελικά ο σοφός λαός, έχει πάντα δίκιο. Ποιος δεν έχει ακούσει την έκφραση: “Είναι μόνος του και έχει χαζέψει”... Έχετε αναρωτηθεί τι κρύβεται πίσω από αυτό;
Την απάντηση δίνει μια έρευνα επιστημόνων του πανεπιστημίου του Πρίνστον, σύμφωνα με την οποία όποιος κάνει συχνά σεξ, μεγαλώνει ο εγκέφαλος του, ενώ όποιος δεν κάνει, τότε ο εγκέφαλος του λειτουργεί σε... χαμηλότερες στροφές.
Σύμφωνα με την έρευνα το τακτικό σεξ διογκώνει τον εγκέφαλο και πολλαπλασιάζει τις συνάψεις του, κάτι που πρακτικά σημαίνει πως λειτουργεί καλύτερα και πολύ πιο γρήγορα. Το σεξ παίζει και τον καταλυτικό ρόλο του αγχολυτικού και εάν σκεφτούμε παλαιότερες μελέτες που θέλουν το άγχος και τις διάφορες στρεσογόνες καταστάσεις να εμποδίζουν την διόγκωση του εγκεφάλου, τότε καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί με το σεξ, ο εγκέφαλος διογκώνεται.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου έκαναν το εξής πείραμα σε ποντίκια. Διαχώρισαν τα αρσενικά σε 3 ομάδες. Στην πρώτη έβαλαν εκείνα που θα έκαναν καθημερινά σεξ με τα θηλυκά. Στη δεύτερη εκείνα που θα έκαναν σεξ μια φορά το 15νθήμερο και στην τρίτη έβαλαν εκείνα τα άτυχα ποντίκια που δεν θα έκαναν καθόλου σεξ.
Τι διαπίστωσαν; Ότι τα ποντίκια που έκαναν καθημερινά σεξ, εμφάνισαν διόγκωση του εγκεφάλου τους, και αύξηση των εγκεφαλικών συνδέσεων τους, και αυτό γιατί το σεξ λειτουργούσε καταλυτικά και μείωνε το άγχος, ακόμη και εκείνο το άγχος της ανεύρεσης τροφής που έχουν τα ζώα. Τα αποτελέσματα στις άλλες 2 ομάδες δεν εμφάνισαν κάποια εντυπωσιακή μεταβολή.  
Πηγή: iatropedia.gr


Γιατί το σεξ μας κάνει εξυπνότερους;

Τελικά ο σοφός λαός, έχει πάντα δίκιο. Ποιος δεν έχει ακούσει την έκφραση: “Είναι μόνος του και έχει χαζέψει”... Έχετε αναρωτηθεί τι κρύβεται πίσω από αυτό;
Την απάντηση δίνει μια έρευνα επιστημόνων του πανεπιστημίου του Πρίνστον, σύμφωνα με την οποία όποιος κάνει συχνά σεξ, μεγαλώνει ο εγκέφαλος του, ενώ όποιος δεν κάνει, τότε ο εγκέφαλος του λειτουργεί σε... χαμηλότερες στροφές.
Σύμφωνα με την έρευνα το τακτικό σεξ διογκώνει τον εγκέφαλο και πολλαπλασιάζει τις συνάψεις του, κάτι που πρακτικά σημαίνει πως λειτουργεί καλύτερα και πολύ πιο γρήγορα. Το σεξ παίζει και τον καταλυτικό ρόλο του αγχολυτικού και εάν σκεφτούμε παλαιότερες μελέτες που θέλουν το άγχος και τις διάφορες στρεσογόνες καταστάσεις να εμποδίζουν την διόγκωση του εγκεφάλου, τότε καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί με το σεξ, ο εγκέφαλος διογκώνεται.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου έκαναν το εξής πείραμα σε ποντίκια. Διαχώρισαν τα αρσενικά σε 3 ομάδες. Στην πρώτη έβαλαν εκείνα που θα έκαναν καθημερινά σεξ με τα θηλυκά. Στη δεύτερη εκείνα που θα έκαναν σεξ μια φορά το 15νθήμερο και στην τρίτη έβαλαν εκείνα τα άτυχα ποντίκια που δεν θα έκαναν καθόλου σεξ.
Τι διαπίστωσαν; Ότι τα ποντίκια που έκαναν καθημερινά σεξ, εμφάνισαν διόγκωση του εγκεφάλου τους, και αύξηση των εγκεφαλικών συνδέσεων τους, και αυτό γιατί το σεξ λειτουργούσε καταλυτικά και μείωνε το άγχος, ακόμη και εκείνο το άγχος της ανεύρεσης τροφής που έχουν τα ζώα. Τα αποτελέσματα στις άλλες 2 ομάδες δεν εμφάνισαν κάποια εντυπωσιακή μεταβολή.  
Πηγή: iatropedia.gr


Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Μελέτη που δημοσιεύθηκε από Αυστραλούς επιστήμονες στο περιοδικό “Διεθνή Επιθεώρηση Σεξουαλικής Υγείας” αποκαλύπτει ότι το 10% των γυναικών δεν νιώθουν ευτυχισμένες, ή έστω ικανοποιημένες, μετά το σεξ.
Αντίθετα η ερωτική επαφή τους προκαλεί μελαγχολία. Βάσει των στοιχείων της έρευνας, το 32,9% των ερωτηθέντων γυναικών απάντησαν πως τους έχει συμβεί κάποια στιγμή στη ζωή τους να νιώσουν κατάθλιψη μετά από το σεξ, ενώ το 10% είπαν πως αυτό συμβαίνει συχνά στην ερωτική τους ζωή.
Οι ερευνητές προσπαθούν τώρα να καταλάβουν που οφείλεται το φαινόμενο, δεδομένου ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες οι στιγμές αμέσως μετά το σεξ γεννούν αισθήματα ευεξίας, καθώς και ψυχολογική και σωματική χαλάρωση.
-Μετασυνουσιακή δυσφορία
«Όλοι μας φανταζόμαστε το σεξ ως μία απολαυστική εμπειρία, αλλά ως φαίνεται υπάρχει μία αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, αντιθέτως, αισθάνονται δυστυχία μετά το σεξ. Το γιατί παραμένει μυστήριο, διότι το όλο θέμα ελάχιστες φορές έχει διερευνηθεί», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρόμπερτ Σβάιτζερ, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Ψυχολογίας & Συμβουλευτικής του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Κουήνσλαντ. «Ελπίζουμε ότι αυτό το στάδιο της έρευνάς μας θα βοηθήσει τελικά τους πάσχοντες από μετασυνουσιακή δυσφορία, όπως είναι ο επιστημονικός όρος, να διαχειριστούν καλύτερα τα συναισθήματά τους», πρόσθεσε.
Οι περισσότερες γυναίκες που πήραν μέρος στην έρευνα ανέφεραν πως τα αρνητικά τους συναισθήματα δεν έχουν καμία σχέση με τα αληθινά συναισθήματα που τρέφουν για τους συντρόφους τους.
Παράλληλα, δεν φαίνεται τα συναισθήματα αυτά να συσχετίζονται με ιδιαίτερους παράγοντες, όπως για παράδειγμα το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης.
Βάσει αυτών και σύμφωνα με τον δρ. Σβάιτζερ, ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας της μελαγχολίας μετά το σεξ να είναι η βιολογική προδιάθεση.


Μια στις 10 γυναίκες μελαγχολεί μετά το σεξ

Μελέτη που δημοσιεύθηκε από Αυστραλούς επιστήμονες στο περιοδικό “Διεθνή Επιθεώρηση Σεξουαλικής Υγείας” αποκαλύπτει ότι το 10% των γυναικών δεν νιώθουν ευτυχισμένες, ή έστω ικανοποιημένες, μετά το σεξ.
Αντίθετα η ερωτική επαφή τους προκαλεί μελαγχολία. Βάσει των στοιχείων της έρευνας, το 32,9% των ερωτηθέντων γυναικών απάντησαν πως τους έχει συμβεί κάποια στιγμή στη ζωή τους να νιώσουν κατάθλιψη μετά από το σεξ, ενώ το 10% είπαν πως αυτό συμβαίνει συχνά στην ερωτική τους ζωή.
Οι ερευνητές προσπαθούν τώρα να καταλάβουν που οφείλεται το φαινόμενο, δεδομένου ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες οι στιγμές αμέσως μετά το σεξ γεννούν αισθήματα ευεξίας, καθώς και ψυχολογική και σωματική χαλάρωση.
-Μετασυνουσιακή δυσφορία
«Όλοι μας φανταζόμαστε το σεξ ως μία απολαυστική εμπειρία, αλλά ως φαίνεται υπάρχει μία αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, αντιθέτως, αισθάνονται δυστυχία μετά το σεξ. Το γιατί παραμένει μυστήριο, διότι το όλο θέμα ελάχιστες φορές έχει διερευνηθεί», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρόμπερτ Σβάιτζερ, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Ψυχολογίας & Συμβουλευτικής του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Κουήνσλαντ. «Ελπίζουμε ότι αυτό το στάδιο της έρευνάς μας θα βοηθήσει τελικά τους πάσχοντες από μετασυνουσιακή δυσφορία, όπως είναι ο επιστημονικός όρος, να διαχειριστούν καλύτερα τα συναισθήματά τους», πρόσθεσε.
Οι περισσότερες γυναίκες που πήραν μέρος στην έρευνα ανέφεραν πως τα αρνητικά τους συναισθήματα δεν έχουν καμία σχέση με τα αληθινά συναισθήματα που τρέφουν για τους συντρόφους τους.
Παράλληλα, δεν φαίνεται τα συναισθήματα αυτά να συσχετίζονται με ιδιαίτερους παράγοντες, όπως για παράδειγμα το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης.
Βάσει αυτών και σύμφωνα με τον δρ. Σβάιτζερ, ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας της μελαγχολίας μετά το σεξ να είναι η βιολογική προδιάθεση.


Μια θεωρία για το ποιος κληρονομείται η ομοφυλοφιλία στο παιδί με βάση πορίσματα της επιγενετικής ανέπτυξαν αμερικανοί ειδικοί του Εθνικού Ινστιτούτου Μαθηματικής και Βιολογικής Σύνθεσης.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Quarterly Review of Biology» και το συμπέρασμά τους είναι ότι η ομοφυλοφιλία κληρονομείται από τη μητέρα στον γιο και από τον πατέρα στην κόρη.
Η ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας είναι δύσκολο να εξηγηθεί από εξελικτικής άποψης. Θεωρητικά, υπό το πρίσμα της θεωρίας του Δαρβίνου το gay γονίδιο, αν υπάρχει στη φύση, είναι σχεδόν αδύνατο να επιβιώσει καθώς αυτοί που το έχουν δεν θα το κληρονομήσουν διότι δεν θα κάνουν απογόνους. Στην πράξη βέβαια, αυτό δεν επαληθεύεται καθώς το 27% των ομοφυλόφιλων ανδρών κάνουν παιδιά. Αλλά ούτε και στα ζώα επαληθεύεται η θεωρία καθώς οι μελέτες δείχνουν ότι ορισμένα είδη επιδεικνύουν συχνά ομοφυλόφιλη συμπεριφορά (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πίθηκοι μπονόμπο, ξαδέρφια των χιμπατζήδων αλά και του ανθρώπου).
Καθώς η ο ομοφυλοφιλία είναι αρκετά διαδεδομένη στο ζωικό βασίλειο, το φαινόμενο απαιτεί  μια εξήγηση. Από την άλλη μεριά υπάρχει η παρατήρηση εδώ και μερικά χρόνια ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία “κληρονομείται” κατά κάποιο τρόπο όχι από τον πατέρα αλλά από τη μητέρα. Ορισμένες στατιστικές παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι αν υπάρχει ομοφυλόφιλος γιος στην οικογένεια, τότε είναι πολύ πιθανότερο  να υπάρχει και άλλος ομοφυλόφιλος στο σόι της μητέρας απ’ ότι στους συγγενείς του πατέρα.
-Το γονιδιακό υπόβαθρο
Προηγούμενες μελέτες είχαν μάλιστα δείξει ότι η ομοφυλοφιλία εμφανίζεται συχνά μέσα στην ίδια οικογένεια, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ερευνητές να εκτιμούν ότι υπάρχει γονιδιακό υπόβαθρο στις σεξουαλικές προτιμήσεις του κάθε ανθρώπου. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί το gay γονίδιο. Τώρα η νέα μελέτη των ειδικών του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου ισχυρίζεται ότι υπάρχει επιγενετική και όχι γενετική σύνδεση με την ομοφυλοφιλία.
Η επιγενετική εξηγεί πώς η έκφραση των γονιδίων ρυθμίζεται από προσωρινούς «διακόπτες», τους αποκαλούμενους επιγενετικούς δείκτες. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν ουσιαστικώς ένα επιπλέον «στρώμα» πληροφορίας προσδεδεμένης στα γονίδια η οποία έχει επίδραση στην ανάπτυξή μας.
Παρότι τα γονίδια κρατούν τις «οδηγίες», οι επιγενετικοί δείκτες ορίζουν πώς ακριβώς εκτελούνται αυτές οι οδηγίες – ορίζουν δηλαδή πότε, πού και πόσο ένα γονίδιο εκφράζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.
Σε κάθε γενιά παράγονται συνήθως νέοι επιγενετικοί δείκτες, ωστόσο πρόσφατα στοιχεία μαρτυρούν ότι κάποιοι επιγενετικοί δείκτες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και μπορούν έτσι να συμβάλλουν στις ομοιότητες μεταξύ συγγενών – μια διαδικασία που προσομοιάζει με αυτή των κοινών γονιδίων μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας.
Αν ένας άνδρας είναι ετεροφυλόφιλος, ο αδερφός του έχει 2% πιθανότητα να είναι gay. Αν όμως ο άνδρας είναι gay, τότε ο αδερφός του έχει 12% πιθανότητα να είναι κι αυτός gay. Αν ο αδελφός ενός ομοφυλόφιλου άνδρα είναι δίδυμος, τότε έχει 24% πιθανότητα να είναι gay, κι αν είναι πανομοιότυπος δίδυμος (από το ίδιο ωάριο) η πιθανότητα ανεβαίνει στο 50%.
Ενώ ο πρώτος γιος έχει 2% πιθανότητα να είναι γκέι, ο δεύτερος γιος έχει 33% μεγαλύτερη πιθανότητα από τον πρώτο να είναι και αυτός gay, ενώ ο τρίτος γιος έχει 33% μεγαλύτερη πιθανότητα από το δεύτερο γιο να είναι επίσης ομοφυλόφιλος. Το φαινόμενο αυτό παραμένει ανεξήγητο μέχρι σήμερα.
Πάντως, με βάση αυτό το στατιστικό στοιχείο, ορισμένοι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη ότι η ομοφυλοφιλία ίσως τελικά να έχει σχέση με ορισμένες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας απέναντι στο έμβρυο, κάτι που βέβαια αυξάνει την πιθανότητα της ομοφυλοφιλίας ανάλογα με τον αριθμό των κυήσεων.
-Επιγενετική και ομοφυλοφιλία
Τώρα ο Γουίλιαμ Ράις, εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα και επικεφαλής της νέας μελέτης, υποστηρίζει ότι οι επιγενετικοί δείκτες μπορούν να προσδιορίσουν την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας στους απογόνους ετεροφυλόφιλων γονέων.
«Υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιγενετικοί δείκτες συμβάλλουν τόσο στις ομοιότητες όσο και στις διαφορές μεταξύ μελών της ίδιας οικογενείας και έτσι πιθανότατα συμβάλλουν και στην παρατηρούμενη οικογενειακή κληρονομικότητα της ομοφυλοφιλίας» ανέφερε ο δρ Ράις.
Ο ερευνητής και η ομάδα του «πάντρεψαν» την εξελικτική θεωρία με τις πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης καθώς και την επίδραση των ανδρογόνων στη σεξουαλική ανάπτυξη προκειμένου να δημιουργήσουν ένα βιολογικό και μαθηματικό μοντέλο που σκιαγραφεί τον ρόλο της επιγενετικής στην ομοφυλοφιλία.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι επιγενετικοί δείκτες που είναι συγκεκριμένοι για το κάθε φύλο και παράγονται στα πρώιμα στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης προστατεύουν το κάθε φύλο από τη σημαντική φυσική μεταβολή στα επίπεδα της τεστοστερόνης η οποία λαμβάνει χώρα αργότερα κατά την ανάπτυξη του εμβρύου.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι συγκεκριμένοι ανάλογα με το φύλο επιγενετικοί δείκτες δεν επιτρέπουν στα θηλυκά έμβρυα να «αρρενοποιούνται» (σε διαφορετικά επίπεδα όπως στα γεννητικά όργανα ή στη σεξουαλική ταυτότητα) όταν εκτίθενται σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης – το αντίστροφο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τα αρσενικά έμβρυα.
-Από τον πατέρα στην κόρη και από τη μητέρα στον γιο
Ωστόσο όταν αυτοί οι επιγενετικοί δείκτες περνούν από τη μια γενιά στην άλλη και συγκεκριμένα από τον πατέρα στην κόρη ή από τη μητέρα στον γιο, τότε ίσως έχουν αντίστροφη επίδραση οδηγώντας σε εκθήλυνση ορισμένων χαρακτηριστικών των αγοριών – όπως αυτά που αφορούν τις σεξουαλικές προτιμήσεις – και σε αντίστοιχη αρρενοποίηση ως έναν βαθμό των κοριτσιών.
Οι συγγραφείς της νέας μελέτης ισχυρίζονται ότι τα ευρήματά τους λύνουν τον εξελικτικό γρίφο της ομοφυλοφιλίας μέσω της ανακάλυψης αυτών των «σεξουαλικώς ανταγωνιστικών» επιγενετικών δεικτών οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες προστατεύουν το φύλο αλλά, ως φαίνεται, μερικές φορές περνούν στις επόμενες γενιές και συνδέονται με ομοφυλοφιλία στους απογόνους του αντίθετου φύλου.
Το μαθηματικό μοντέλο των ερευνητών δείχνει ότι τα γονίδια που κωδικοποιούν για αυτούς τους επιγενετικούς δείκτες μπορούν εύκολα να «εξαπλωθούν» στον πληθυσμό επειδή ενισχύουν πάντα την καλή φυσική κατάσταση του γονέα αλλά μόνο σπάνια επιτελούν τον αντίθετο ρόλο μειώνοντας τη φυσική κατάσταση του απογόνου του.
«Η μετάδοση σεξουαλικώς ανταγωνιστικών επιγενετικών δεικτών μεταξύ γενεών αποτελεί τον πιο λογικό εξελικτικό μηχανισμό που εξηγεί την ανθρώπινη ομοφυλοφιλία» είπε σχετικά ο Σεργκέι Γκαβρίλετς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί-Νόξβιλ που συμμετείχε στη μελέτη.

Η μητέρα και ο πατέρας «κληρονομούν» την ομοφυλοφιλία στο παιδιά

Μια θεωρία για το ποιος κληρονομείται η ομοφυλοφιλία στο παιδί με βάση πορίσματα της επιγενετικής ανέπτυξαν αμερικανοί ειδικοί του Εθνικού Ινστιτούτου Μαθηματικής και Βιολογικής Σύνθεσης.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Quarterly Review of Biology» και το συμπέρασμά τους είναι ότι η ομοφυλοφιλία κληρονομείται από τη μητέρα στον γιο και από τον πατέρα στην κόρη.
Η ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας είναι δύσκολο να εξηγηθεί από εξελικτικής άποψης. Θεωρητικά, υπό το πρίσμα της θεωρίας του Δαρβίνου το gay γονίδιο, αν υπάρχει στη φύση, είναι σχεδόν αδύνατο να επιβιώσει καθώς αυτοί που το έχουν δεν θα το κληρονομήσουν διότι δεν θα κάνουν απογόνους. Στην πράξη βέβαια, αυτό δεν επαληθεύεται καθώς το 27% των ομοφυλόφιλων ανδρών κάνουν παιδιά. Αλλά ούτε και στα ζώα επαληθεύεται η θεωρία καθώς οι μελέτες δείχνουν ότι ορισμένα είδη επιδεικνύουν συχνά ομοφυλόφιλη συμπεριφορά (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πίθηκοι μπονόμπο, ξαδέρφια των χιμπατζήδων αλά και του ανθρώπου).
Καθώς η ο ομοφυλοφιλία είναι αρκετά διαδεδομένη στο ζωικό βασίλειο, το φαινόμενο απαιτεί  μια εξήγηση. Από την άλλη μεριά υπάρχει η παρατήρηση εδώ και μερικά χρόνια ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία “κληρονομείται” κατά κάποιο τρόπο όχι από τον πατέρα αλλά από τη μητέρα. Ορισμένες στατιστικές παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι αν υπάρχει ομοφυλόφιλος γιος στην οικογένεια, τότε είναι πολύ πιθανότερο  να υπάρχει και άλλος ομοφυλόφιλος στο σόι της μητέρας απ’ ότι στους συγγενείς του πατέρα.
-Το γονιδιακό υπόβαθρο
Προηγούμενες μελέτες είχαν μάλιστα δείξει ότι η ομοφυλοφιλία εμφανίζεται συχνά μέσα στην ίδια οικογένεια, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ερευνητές να εκτιμούν ότι υπάρχει γονιδιακό υπόβαθρο στις σεξουαλικές προτιμήσεις του κάθε ανθρώπου. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί το gay γονίδιο. Τώρα η νέα μελέτη των ειδικών του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου ισχυρίζεται ότι υπάρχει επιγενετική και όχι γενετική σύνδεση με την ομοφυλοφιλία.
Η επιγενετική εξηγεί πώς η έκφραση των γονιδίων ρυθμίζεται από προσωρινούς «διακόπτες», τους αποκαλούμενους επιγενετικούς δείκτες. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν ουσιαστικώς ένα επιπλέον «στρώμα» πληροφορίας προσδεδεμένης στα γονίδια η οποία έχει επίδραση στην ανάπτυξή μας.
Παρότι τα γονίδια κρατούν τις «οδηγίες», οι επιγενετικοί δείκτες ορίζουν πώς ακριβώς εκτελούνται αυτές οι οδηγίες – ορίζουν δηλαδή πότε, πού και πόσο ένα γονίδιο εκφράζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.
Σε κάθε γενιά παράγονται συνήθως νέοι επιγενετικοί δείκτες, ωστόσο πρόσφατα στοιχεία μαρτυρούν ότι κάποιοι επιγενετικοί δείκτες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και μπορούν έτσι να συμβάλλουν στις ομοιότητες μεταξύ συγγενών – μια διαδικασία που προσομοιάζει με αυτή των κοινών γονιδίων μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας.
Αν ένας άνδρας είναι ετεροφυλόφιλος, ο αδερφός του έχει 2% πιθανότητα να είναι gay. Αν όμως ο άνδρας είναι gay, τότε ο αδερφός του έχει 12% πιθανότητα να είναι κι αυτός gay. Αν ο αδελφός ενός ομοφυλόφιλου άνδρα είναι δίδυμος, τότε έχει 24% πιθανότητα να είναι gay, κι αν είναι πανομοιότυπος δίδυμος (από το ίδιο ωάριο) η πιθανότητα ανεβαίνει στο 50%.
Ενώ ο πρώτος γιος έχει 2% πιθανότητα να είναι γκέι, ο δεύτερος γιος έχει 33% μεγαλύτερη πιθανότητα από τον πρώτο να είναι και αυτός gay, ενώ ο τρίτος γιος έχει 33% μεγαλύτερη πιθανότητα από το δεύτερο γιο να είναι επίσης ομοφυλόφιλος. Το φαινόμενο αυτό παραμένει ανεξήγητο μέχρι σήμερα.
Πάντως, με βάση αυτό το στατιστικό στοιχείο, ορισμένοι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη ότι η ομοφυλοφιλία ίσως τελικά να έχει σχέση με ορισμένες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας απέναντι στο έμβρυο, κάτι που βέβαια αυξάνει την πιθανότητα της ομοφυλοφιλίας ανάλογα με τον αριθμό των κυήσεων.
-Επιγενετική και ομοφυλοφιλία
Τώρα ο Γουίλιαμ Ράις, εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα και επικεφαλής της νέας μελέτης, υποστηρίζει ότι οι επιγενετικοί δείκτες μπορούν να προσδιορίσουν την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας στους απογόνους ετεροφυλόφιλων γονέων.
«Υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιγενετικοί δείκτες συμβάλλουν τόσο στις ομοιότητες όσο και στις διαφορές μεταξύ μελών της ίδιας οικογενείας και έτσι πιθανότατα συμβάλλουν και στην παρατηρούμενη οικογενειακή κληρονομικότητα της ομοφυλοφιλίας» ανέφερε ο δρ Ράις.
Ο ερευνητής και η ομάδα του «πάντρεψαν» την εξελικτική θεωρία με τις πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης καθώς και την επίδραση των ανδρογόνων στη σεξουαλική ανάπτυξη προκειμένου να δημιουργήσουν ένα βιολογικό και μαθηματικό μοντέλο που σκιαγραφεί τον ρόλο της επιγενετικής στην ομοφυλοφιλία.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι επιγενετικοί δείκτες που είναι συγκεκριμένοι για το κάθε φύλο και παράγονται στα πρώιμα στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης προστατεύουν το κάθε φύλο από τη σημαντική φυσική μεταβολή στα επίπεδα της τεστοστερόνης η οποία λαμβάνει χώρα αργότερα κατά την ανάπτυξη του εμβρύου.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι συγκεκριμένοι ανάλογα με το φύλο επιγενετικοί δείκτες δεν επιτρέπουν στα θηλυκά έμβρυα να «αρρενοποιούνται» (σε διαφορετικά επίπεδα όπως στα γεννητικά όργανα ή στη σεξουαλική ταυτότητα) όταν εκτίθενται σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης – το αντίστροφο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τα αρσενικά έμβρυα.
-Από τον πατέρα στην κόρη και από τη μητέρα στον γιο
Ωστόσο όταν αυτοί οι επιγενετικοί δείκτες περνούν από τη μια γενιά στην άλλη και συγκεκριμένα από τον πατέρα στην κόρη ή από τη μητέρα στον γιο, τότε ίσως έχουν αντίστροφη επίδραση οδηγώντας σε εκθήλυνση ορισμένων χαρακτηριστικών των αγοριών – όπως αυτά που αφορούν τις σεξουαλικές προτιμήσεις – και σε αντίστοιχη αρρενοποίηση ως έναν βαθμό των κοριτσιών.
Οι συγγραφείς της νέας μελέτης ισχυρίζονται ότι τα ευρήματά τους λύνουν τον εξελικτικό γρίφο της ομοφυλοφιλίας μέσω της ανακάλυψης αυτών των «σεξουαλικώς ανταγωνιστικών» επιγενετικών δεικτών οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες προστατεύουν το φύλο αλλά, ως φαίνεται, μερικές φορές περνούν στις επόμενες γενιές και συνδέονται με ομοφυλοφιλία στους απογόνους του αντίθετου φύλου.
Το μαθηματικό μοντέλο των ερευνητών δείχνει ότι τα γονίδια που κωδικοποιούν για αυτούς τους επιγενετικούς δείκτες μπορούν εύκολα να «εξαπλωθούν» στον πληθυσμό επειδή ενισχύουν πάντα την καλή φυσική κατάσταση του γονέα αλλά μόνο σπάνια επιτελούν τον αντίθετο ρόλο μειώνοντας τη φυσική κατάσταση του απογόνου του.
«Η μετάδοση σεξουαλικώς ανταγωνιστικών επιγενετικών δεικτών μεταξύ γενεών αποτελεί τον πιο λογικό εξελικτικό μηχανισμό που εξηγεί την ανθρώπινη ομοφυλοφιλία» είπε σχετικά ο Σεργκέι Γκαβρίλετς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί-Νόξβιλ που συμμετείχε στη μελέτη.

Απάντηση στο ερώτημα γιατί οι άνδρες αδυνατούν να καταλάβουν τις γυναίκες, δίνει νέα έρευνα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου LWL στο Μπόχουμ της Γερμανίας, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση PLOS One.
Στο πλαίσιο της έρευνας οι επιστήμονες υπέβαλαν στον μαγνητικό τομογράφο 22 άνδρες, ηλικίας από 21 ως 52, για να μελετήσουν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα μέσω της ροής του αίματος.
Στη συνέχεια ζήτησαν από τους εθελοντές να μαντέψουν τα συναισθήματα ανθρώπων παρατηρώντας 36 ζεύγη ματιών, τα μισά εκ των οποίων ανήκαν σε άνδρες και τα μισά σε γυναίκες.
Τα μάτια των φωτογραφιών μαρτυρούσαν θετικά, ουδέτερα και αρνητικά συναισθήματα, τα οποία κλήθηκαν να περιγράψουν οι συμμετέχοντες επιλέγοντας ανάμεσα στις λέξεις δύσπιστος και τρομοκρατημένος.
Όπως προέκυψε από τη μελέτη, οι άνδρες αργούσαν και δυσκολεύονταν να ερμηνεύσουν το συναίσθημα όταν στις φωτογραφίες απεικονίζονταν γυναικεία μάτια, ενώ ο μαγνητικός τομογράφος κατάγραψε διαφορές στην εγκεφαλική τους λειτουργία ανάλογα με το αν κοίταζαν φωτογραφίες γυναικών ή ανδρών.
Επιπλέον, η αμυγδαλή των ανδρών, η περιοχή που συνδέεται με τα συναισθήματα, την ενσυναίσθηση και τον φόβο, δραστηριοποιούνταν περισσότερο όταν οι εθελοντές κοιτούσαν φωτογραφίες με ανδρικά μάτια, γεγονός που ενδεχομένως υποδεικνύει ότι οι άνδρες αδυνατούν να κατανοήσουν τις γυναίκες για βιολογικούς λόγους.
Συνολικά, τα ευρήματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι οι άνδρες δεν μπορούν να διαβάσουν τα αισθήματα των γυναικών εξίσου καλά με τα συναισθήματα ατόμων του δικού τους φύλου, τουλάχιστον κοιτώντας μόνο τα μάτια τους.
Οι ερευνητές ακόμα δεν έχουν εντοπίσει που οφείλεται η δυσκολία κατανόησης, ωστόσο εικάζουν ότι ο εγκέφαλος των ανδρών ίσως είναι προγραμματισμένος να δίνει λιγότερη προσοχή στα συναισθήματα των γυναικών, ενώ μια άλλη εκδοχή είναι ότι η κατάσταση αυτή έχει τις ρίζες της στην ιστορία της εξέλιξης των ανδρών.

«Καθώς οι άνδρες συμμετείχαν περισσότερο στο κυνήγι και σε εδαφικές διεκδικήσεις, πρέπει να ήταν σημαντικό για εκείνους να μπορούν να προβλέψουν τις προθέσεις και τις πράξεις των αρσενικών αντιπάλων τους», επισημαίνουν στη μελέτη τους οι ερευνητές.

Βρήκαν γιατί οι άνδρες δεν καταλαβαίνουν τις γυναίκες

Απάντηση στο ερώτημα γιατί οι άνδρες αδυνατούν να καταλάβουν τις γυναίκες, δίνει νέα έρευνα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου LWL στο Μπόχουμ της Γερμανίας, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση PLOS One.
Στο πλαίσιο της έρευνας οι επιστήμονες υπέβαλαν στον μαγνητικό τομογράφο 22 άνδρες, ηλικίας από 21 ως 52, για να μελετήσουν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα μέσω της ροής του αίματος.
Στη συνέχεια ζήτησαν από τους εθελοντές να μαντέψουν τα συναισθήματα ανθρώπων παρατηρώντας 36 ζεύγη ματιών, τα μισά εκ των οποίων ανήκαν σε άνδρες και τα μισά σε γυναίκες.
Τα μάτια των φωτογραφιών μαρτυρούσαν θετικά, ουδέτερα και αρνητικά συναισθήματα, τα οποία κλήθηκαν να περιγράψουν οι συμμετέχοντες επιλέγοντας ανάμεσα στις λέξεις δύσπιστος και τρομοκρατημένος.
Όπως προέκυψε από τη μελέτη, οι άνδρες αργούσαν και δυσκολεύονταν να ερμηνεύσουν το συναίσθημα όταν στις φωτογραφίες απεικονίζονταν γυναικεία μάτια, ενώ ο μαγνητικός τομογράφος κατάγραψε διαφορές στην εγκεφαλική τους λειτουργία ανάλογα με το αν κοίταζαν φωτογραφίες γυναικών ή ανδρών.
Επιπλέον, η αμυγδαλή των ανδρών, η περιοχή που συνδέεται με τα συναισθήματα, την ενσυναίσθηση και τον φόβο, δραστηριοποιούνταν περισσότερο όταν οι εθελοντές κοιτούσαν φωτογραφίες με ανδρικά μάτια, γεγονός που ενδεχομένως υποδεικνύει ότι οι άνδρες αδυνατούν να κατανοήσουν τις γυναίκες για βιολογικούς λόγους.
Συνολικά, τα ευρήματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι οι άνδρες δεν μπορούν να διαβάσουν τα αισθήματα των γυναικών εξίσου καλά με τα συναισθήματα ατόμων του δικού τους φύλου, τουλάχιστον κοιτώντας μόνο τα μάτια τους.
Οι ερευνητές ακόμα δεν έχουν εντοπίσει που οφείλεται η δυσκολία κατανόησης, ωστόσο εικάζουν ότι ο εγκέφαλος των ανδρών ίσως είναι προγραμματισμένος να δίνει λιγότερη προσοχή στα συναισθήματα των γυναικών, ενώ μια άλλη εκδοχή είναι ότι η κατάσταση αυτή έχει τις ρίζες της στην ιστορία της εξέλιξης των ανδρών.

«Καθώς οι άνδρες συμμετείχαν περισσότερο στο κυνήγι και σε εδαφικές διεκδικήσεις, πρέπει να ήταν σημαντικό για εκείνους να μπορούν να προβλέψουν τις προθέσεις και τις πράξεις των αρσενικών αντιπάλων τους», επισημαίνουν στη μελέτη τους οι ερευνητές.
Εννέα στερεότυπα που έχουν στο μυαλό τους οι άντρες για τις μελαχρινές γυναίκες είναι και οι λόγοι που τις προτιμούν, σύμφωνα με στατιστικές.
Αν και οι ξανθιές τις περισσότερες φορές θεωρούνται πιο σέξι, όταν ένας άντρας πρέπει να επιλέξει σύντροφο ή σύζυγο συνήθως προτιμά γυναίκα με σκούρα μαλλιά. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνών και στατιστικών πάνω στο θέμα, καταλήγουμε στους βασικότερους λόγους που οι άντρες προτιμούν τις μελαχρινές.
Τα 9 πιο συχνά στερεότυπα:
1. Οι άντρες έχουν τις μελαχρινές στο μυαλό τους ως ιδανικότερη σύζυγο, κάτι που επιβεβαίωσε μια έρευνα που έδειξε πως το 60% των ερωτηθέντων συνδέει την έννοια της αφοσίωσης και της ακεραιότητας με τις μελαχρινές. Σημειώνουμε πως μόνο το 14% απέδωσε αυτές τις αρετές στις ξανθιές.
2. Όσοι συνοδεύουν μια μελαχρινή γυναίκα νιώθουν πιο πετυχημένοι, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα από μια μεγάλη έρευνα που έγινε σε 1005 άντρες. Τότε, ένας στους πέντε δήλωσε πως όντως νιώθει πιο πετυχημένος με μια μελαχρινή στο πλευρό του γιατί γενικά θεωρούνται ικανότερες στα μάτια του κόσμου.
3. Έρευνες υποστηρίζουν πως οι μελαχρινές είναι εξυπνότερες. Ενδεικτικά, παραθέτουμε τα αποτελέσματα μιας τέτοιας μελέτης, στην οποία το 81% των αντρών έκρινε ότι η μελαχρινή ήταν πράγματι εξυπνότερη από την ξανθιά, βασιζόμενοι αποκλειστικά στο χρώμα των μαλλιών της (!). Επιφανειακό κριτήριο, αλλά πράγματι έτσι έγινε.
4. Οι άντρες πιστεύουν πως οι μελαχρινές έχουν μεγαλύτερες οικονομικές απολαβές, υποθέτοντας πως επειδή είναι πιο σοβαρές και μετρημένες, θα παίρνουν και πιο σοβαρά τη δουλειά τους.
5. Πιστεύεται ότι οι μελαχρινές έχουν λιγότερο ταμπεραμέντο απ’ τις ξανθιές, ότι είναι πιο σεμνές και ταπεινές, άρα οι άντρες νομίζουν πως θα μπορούν να τις διαχειριστούν πιο εύκολα.
6. Θεωρούνται πιο προσγειωμένες σε σχέση με τις ξανθιές που από το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης θεωρούνται πιο ανέμελες και επιπόλαιες.
7. Τις θεωρούν πιο αυτάρκεις, σύμφωνα με μια τεράστια βρετανική μελέτη που εξέτασε περισσότερους από 1500 άντρες. Το 40% των συμμετεχόντων περιέγραψε μια ξανθιά ως άτομο με πιο πολλές ανάγκες και λιγότερο ανεξάρτητο άτομο.
8. Τις θεωρούν πιο ώριμες. Αυτό οφείλεται στο ότι όταν ο άντρας  συναντήσει μια μελαχρινή και μια ξανθιά της ίδιας ηλικίας, νομίζει πως η ξανθιά είναι νεότερη. Από τη μια οι ξανθιές μπορούν να χαίρονται που δείχνουν πιο νέες, αλλά απ’ την άλλη αντιμετωπίζονται ως λιγότερο ώριμες σε σχέση με την αντίστοιχη μελαχρινή.
9. Ο τελευταίος λόγος μοιάζει αστείος, αλλά παίζει κι αυτός ρόλο στα μάτια των αντρών. Πρόκειται για τα τατουάζ τα οποία προσλαμβάνονται ως πιο ελκυστικά αν τα έχει μια μελαχρινή. Για να ξέρετε πάντως, οι περισσότεροι άντρες θα προτιμούσαν τη γυναίκα χωρίς κανένα τατουάζ! 


Οι άντρες προτιμούν τις μελαχρινές για 9 λόγους

Εννέα στερεότυπα που έχουν στο μυαλό τους οι άντρες για τις μελαχρινές γυναίκες είναι και οι λόγοι που τις προτιμούν, σύμφωνα με στατιστικές.
Αν και οι ξανθιές τις περισσότερες φορές θεωρούνται πιο σέξι, όταν ένας άντρας πρέπει να επιλέξει σύντροφο ή σύζυγο συνήθως προτιμά γυναίκα με σκούρα μαλλιά. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνών και στατιστικών πάνω στο θέμα, καταλήγουμε στους βασικότερους λόγους που οι άντρες προτιμούν τις μελαχρινές.
Τα 9 πιο συχνά στερεότυπα:
1. Οι άντρες έχουν τις μελαχρινές στο μυαλό τους ως ιδανικότερη σύζυγο, κάτι που επιβεβαίωσε μια έρευνα που έδειξε πως το 60% των ερωτηθέντων συνδέει την έννοια της αφοσίωσης και της ακεραιότητας με τις μελαχρινές. Σημειώνουμε πως μόνο το 14% απέδωσε αυτές τις αρετές στις ξανθιές.
2. Όσοι συνοδεύουν μια μελαχρινή γυναίκα νιώθουν πιο πετυχημένοι, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα από μια μεγάλη έρευνα που έγινε σε 1005 άντρες. Τότε, ένας στους πέντε δήλωσε πως όντως νιώθει πιο πετυχημένος με μια μελαχρινή στο πλευρό του γιατί γενικά θεωρούνται ικανότερες στα μάτια του κόσμου.
3. Έρευνες υποστηρίζουν πως οι μελαχρινές είναι εξυπνότερες. Ενδεικτικά, παραθέτουμε τα αποτελέσματα μιας τέτοιας μελέτης, στην οποία το 81% των αντρών έκρινε ότι η μελαχρινή ήταν πράγματι εξυπνότερη από την ξανθιά, βασιζόμενοι αποκλειστικά στο χρώμα των μαλλιών της (!). Επιφανειακό κριτήριο, αλλά πράγματι έτσι έγινε.
4. Οι άντρες πιστεύουν πως οι μελαχρινές έχουν μεγαλύτερες οικονομικές απολαβές, υποθέτοντας πως επειδή είναι πιο σοβαρές και μετρημένες, θα παίρνουν και πιο σοβαρά τη δουλειά τους.
5. Πιστεύεται ότι οι μελαχρινές έχουν λιγότερο ταμπεραμέντο απ’ τις ξανθιές, ότι είναι πιο σεμνές και ταπεινές, άρα οι άντρες νομίζουν πως θα μπορούν να τις διαχειριστούν πιο εύκολα.
6. Θεωρούνται πιο προσγειωμένες σε σχέση με τις ξανθιές που από το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης θεωρούνται πιο ανέμελες και επιπόλαιες.
7. Τις θεωρούν πιο αυτάρκεις, σύμφωνα με μια τεράστια βρετανική μελέτη που εξέτασε περισσότερους από 1500 άντρες. Το 40% των συμμετεχόντων περιέγραψε μια ξανθιά ως άτομο με πιο πολλές ανάγκες και λιγότερο ανεξάρτητο άτομο.
8. Τις θεωρούν πιο ώριμες. Αυτό οφείλεται στο ότι όταν ο άντρας  συναντήσει μια μελαχρινή και μια ξανθιά της ίδιας ηλικίας, νομίζει πως η ξανθιά είναι νεότερη. Από τη μια οι ξανθιές μπορούν να χαίρονται που δείχνουν πιο νέες, αλλά απ’ την άλλη αντιμετωπίζονται ως λιγότερο ώριμες σε σχέση με την αντίστοιχη μελαχρινή.
9. Ο τελευταίος λόγος μοιάζει αστείος, αλλά παίζει κι αυτός ρόλο στα μάτια των αντρών. Πρόκειται για τα τατουάζ τα οποία προσλαμβάνονται ως πιο ελκυστικά αν τα έχει μια μελαχρινή. Για να ξέρετε πάντως, οι περισσότεροι άντρες θα προτιμούσαν τη γυναίκα χωρίς κανένα τατουάζ! 


ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ,ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ :

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Γάλλοι και Δανοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Σιντ Κούιντερ του Εργαστηρίου Γνωσιακών Επιστημών και Ψυχογλωσσολογίας του Παρισιού και του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Δανίας μελέτησαν με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα την εγκεφαλική δραστηριότητα μωρών και για πρώτη φορά εντόπισαν ενδείξεις της συνείδησης και της μνήμης να αναδύονται στον βρεφικό εγκέφαλο από τον 5ο μήνας της ζωής τους.
Έως τώρα οι επιστήμονες είχαν αμφιβολίες για το κατά πόσο ένα μωρό πέντε μηνών αντιδρά συνειδητά ή με ανακλαστικό τρόπο στα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως π.χ. όταν κοιτά το πρόσωπο του γονιού του ή πιάνει ένα αντικείμενο που του δίνεται.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Science.
-Μωρά και εγκέφαλος
Οι επιστήμονες μελέτησαν 30 μωρά πέντε μηνών, 29 που ήταν 12 μηνών και 21 που ήταν 15 μηνών, στα οποία προσάρτησαν ειδικές «καπέλα» με ηλεκτρόδια για να καταγράψουν την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου τους. Τα μωρά κάθονταν στην αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς και παρακολουθούσαν ταχέως εναλλασσόμενες εικόνες σε μια οθόνη.
Η ανάλυση της νευρωνικής δραστηριότητας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα βρέφη εμφάνιζαν όντως ενδείξεις συνείδησης παρόμοιας με αυτή των ενηλίκων, με μια βασική διαφορά: ενώ στους ενήλικες η συνείδηση του οπτικού ερεθίσματος εμφανιζόταν μέσα σε 0,3 δευτερόλεπτα, στα πέντε μηνών βρέφη ο αντίστοιχος χρόνος ήταν 1,3 δευτερόλεπτα, κατά μέσον όρο.
«Τα μωρά είναι περίπου τέσσερις φορές βραδύτερα», εξηγεί ο Δρ Κούιντερ. Στα βρέφη 12 έως 15 μηνών το νευρωνικό «αποτύπωμα» που δείχνει ότι έχουν κάποιου είδους συνείδηση του εξωτερικού ερεθίσματος, εμφανίζεται στα 0,8 έως 0,9 δευτερόλεπτα. Η αιτία γι’ αυτή τη χρονική υστέρηση σε σχέση με τους ενηλίκους, σύμφωνα με τους ερευνητές, πιθανώς οφείλεται στο ότι ο βρεφικός εγκέφαλος, ιδίως ο προμετωπιαίος φλοιός που ελέγχει την προσοχή και την επίγνωση, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως.
Επίσης, ο εγκέφαλος των βρεφών έχει έλλειψη μυελίνης, της ουσίας που μονώνει τα νεύρα και έτσι επιταχύνει την μετάδοση των ηλεκτρικών σημάτων από τη μία περιοχή του εγκεφάλου στην άλλη. Έτσι, έως ότου αυξηθεί η μυελίνη στα επίπεδα του ενήλικου εγκεφάλου, τα νευρικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος (π.χ. τα οπτικά) μετακινούνται πιο αργά από το πίσω μέρος του εγκεφάλου όπου καταλήγει το οπτικό νεύρο του ματιού, στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου, στον προμετωπιαίο φλοιό, όπου αποκτάται η συνείδηση του ερεθίσματος.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα βρέφη είναι πολύ πιο συνειδητά από ό,τι πιστεύαμε πριν και πιθανώς έχουν πολύ μεγαλύτερη συνείδηση του πόνου», σημειώνει ο Δρ Κούιντερ.
Οι ερευνητές σχεδιάζουν να κάνουν παρόμοιο πείραμα σε νεογνά μόλις δύο μηνών για να δουν σε ποιο βαθμό εμφανίζονται ίχνη συνείδησης, από τόσο νωρίς. Όπως ανέφεραν, τέτοιες έρευνες μπορεί μελλοντικά να βοηθήσουν στην έγκαιρη διάγνωση διαταραχών όπως ο αυτισμός, ενώ πιθανώς θα ρίξουν περισσότερο φως και στη συνειδησιακή κατάσταση ανθρώπων σε κατάσταση «φυτού».
Άλλοι επιστήμονες πάντως, όπως ο νευροψυχολόγος Τσαρλς Νέλσον της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί, θεωρώντας ότι δύο παρόμοια νευρωνικά «αποτυπώματα» δραστηριότητας στον εγκέφαλο ενός μωρού και ενός ενήλικα δεν αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το μωρό έχει πράγματι συνείδηση.

Από τον 5ο μήνα τα μωρά αποκτούν «συνείδηση»

Γάλλοι και Δανοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Σιντ Κούιντερ του Εργαστηρίου Γνωσιακών Επιστημών και Ψυχογλωσσολογίας του Παρισιού και του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Δανίας μελέτησαν με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα την εγκεφαλική δραστηριότητα μωρών και για πρώτη φορά εντόπισαν ενδείξεις της συνείδησης και της μνήμης να αναδύονται στον βρεφικό εγκέφαλο από τον 5ο μήνας της ζωής τους.
Έως τώρα οι επιστήμονες είχαν αμφιβολίες για το κατά πόσο ένα μωρό πέντε μηνών αντιδρά συνειδητά ή με ανακλαστικό τρόπο στα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως π.χ. όταν κοιτά το πρόσωπο του γονιού του ή πιάνει ένα αντικείμενο που του δίνεται.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Science.
-Μωρά και εγκέφαλος
Οι επιστήμονες μελέτησαν 30 μωρά πέντε μηνών, 29 που ήταν 12 μηνών και 21 που ήταν 15 μηνών, στα οποία προσάρτησαν ειδικές «καπέλα» με ηλεκτρόδια για να καταγράψουν την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου τους. Τα μωρά κάθονταν στην αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς και παρακολουθούσαν ταχέως εναλλασσόμενες εικόνες σε μια οθόνη.
Η ανάλυση της νευρωνικής δραστηριότητας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα βρέφη εμφάνιζαν όντως ενδείξεις συνείδησης παρόμοιας με αυτή των ενηλίκων, με μια βασική διαφορά: ενώ στους ενήλικες η συνείδηση του οπτικού ερεθίσματος εμφανιζόταν μέσα σε 0,3 δευτερόλεπτα, στα πέντε μηνών βρέφη ο αντίστοιχος χρόνος ήταν 1,3 δευτερόλεπτα, κατά μέσον όρο.
«Τα μωρά είναι περίπου τέσσερις φορές βραδύτερα», εξηγεί ο Δρ Κούιντερ. Στα βρέφη 12 έως 15 μηνών το νευρωνικό «αποτύπωμα» που δείχνει ότι έχουν κάποιου είδους συνείδηση του εξωτερικού ερεθίσματος, εμφανίζεται στα 0,8 έως 0,9 δευτερόλεπτα. Η αιτία γι’ αυτή τη χρονική υστέρηση σε σχέση με τους ενηλίκους, σύμφωνα με τους ερευνητές, πιθανώς οφείλεται στο ότι ο βρεφικός εγκέφαλος, ιδίως ο προμετωπιαίος φλοιός που ελέγχει την προσοχή και την επίγνωση, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως.
Επίσης, ο εγκέφαλος των βρεφών έχει έλλειψη μυελίνης, της ουσίας που μονώνει τα νεύρα και έτσι επιταχύνει την μετάδοση των ηλεκτρικών σημάτων από τη μία περιοχή του εγκεφάλου στην άλλη. Έτσι, έως ότου αυξηθεί η μυελίνη στα επίπεδα του ενήλικου εγκεφάλου, τα νευρικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος (π.χ. τα οπτικά) μετακινούνται πιο αργά από το πίσω μέρος του εγκεφάλου όπου καταλήγει το οπτικό νεύρο του ματιού, στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου, στον προμετωπιαίο φλοιό, όπου αποκτάται η συνείδηση του ερεθίσματος.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα βρέφη είναι πολύ πιο συνειδητά από ό,τι πιστεύαμε πριν και πιθανώς έχουν πολύ μεγαλύτερη συνείδηση του πόνου», σημειώνει ο Δρ Κούιντερ.
Οι ερευνητές σχεδιάζουν να κάνουν παρόμοιο πείραμα σε νεογνά μόλις δύο μηνών για να δουν σε ποιο βαθμό εμφανίζονται ίχνη συνείδησης, από τόσο νωρίς. Όπως ανέφεραν, τέτοιες έρευνες μπορεί μελλοντικά να βοηθήσουν στην έγκαιρη διάγνωση διαταραχών όπως ο αυτισμός, ενώ πιθανώς θα ρίξουν περισσότερο φως και στη συνειδησιακή κατάσταση ανθρώπων σε κατάσταση «φυτού».
Άλλοι επιστήμονες πάντως, όπως ο νευροψυχολόγος Τσαρλς Νέλσον της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί, θεωρώντας ότι δύο παρόμοια νευρωνικά «αποτυπώματα» δραστηριότητας στον εγκέφαλο ενός μωρού και ενός ενήλικα δεν αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το μωρό έχει πράγματι συνείδηση.
Αμερικανοί ερευνητές σε μελέτη τους που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Clinical Psychological Science», βρήκαν ότι η μελαγχολία μιας ομάδας φοιτητών που ήταν ευάλωτη στην κατάθλιψη μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες των φίλων τους να εκδηλώσουν κατάθλιψη και οι ίδιοι έξι μήνες αργότερα.
Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως όσοι αντιδρούν αρνητικά στα στρεσογόνα γεγονότα, ερμηνεύοντάς τα ως επακόλουθο παραγόντων τους οποίους δεν μπορούν να αλλάξουν αλλά και ως αντανακλάσεις των δικών τους ανεπαρκειών, είναι πιο ευάλωτοι στην κατάθλιψη. Αυτή η συναισθηματική ευαλωτότητα, όπως αποκαλείται, αποτελεί τόσο ισχυρό παράγοντα κινδύνου για κατάθλιψη ώστε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβλεφθεί ποιος διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσει κατάθλιψη στο μέλλον.
Οι δρες Τζέραλντ Χέφελ και Τζένιφερ Χέιμς, από το Πανεπιστήμιο Notre Dame της Ιντιάνα, λένε ότι η συναισθηματική ευαλωτότητα διαμορφώνεται κατά τα πρώτα χρόνια της εφηβικής ζωής, αλλά μοιάζει σταθερή κατά την ενήλικη. Ωστόσο, οι ίδιοι πιστεύουν πως μπορεί να μεταβληθεί στη διάρκεια ριζικών αλλαγών της ζωής. Μία τέτοια ριζική αλλαγή είναι το να φεύγει ένας νέος άνθρωπος από το σπίτι για να πάει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο.
-«Κολλητική» η κατάθλιψη
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 206 πρωτοετείς φοιτητές του πανεπιστημίου τους, οι οποίοι είχαν οριστεί τυχαία να συγκατοικήσουν ανά δύο όταν έγιναν δεκτοί σε αυτό.
Μέσα σε ένα μήνα από την άφιξή τους στο πανεπιστήμιο, οι φοιτητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που στόχο είχαν να αξιολογήσουν τη νοητική ευαλωτότητα και τα καταθλιπτικά συμπτώματα. Τα ίδια ερωτηματολόγια συμπλήρωσαν εκ νέου 3 και 6 μήνες αργότερα, ενώ ανέφεραν και κάθε είδους στρεσογόνο γεγονός που είχε μεσολαβήσει.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι φοιτητές που συγκατοικούσαν με άτομα με υψηλά επίπεδα συναισθηματικής ευαλωτότητας είχαν αυξημένες πιθανότητες να «κολλήσουν» την συναισθηματική κατάστασή του και να αποκτήσουν οι ίδιοι υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής ευαλωτότητας, με επακόλουθο να αυξάνεται ο κίνδυνος να εκδηλώσουν κατάθλιψη.
Αντίστοιχα, όσοι συγκατοικούσαν με φοιτητές με μειωμένη συναισθηματική ευαλωτότητα, παρουσίαζαν μείωση και της δικής τους, οπότε ο κίνδυνος κατάθλιψης απομακρυνόταν. Αυτό ήταν εμφανές τόσο στις μετρήσεις των 3 μηνών, όσο και σε εκείνες των έξι μηνών. Επιπλέον, οι φοιτητές που παρουσίασαν αυξημένη συναισθηματική ευαλωτότητα κατά την μέτρηση του πρώτου τριμήνου, είχαν διπλάσια καταθλιπτικά συμπτώματα στη μέτρηση των 6 μηνών, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν παρουσιάσει ανάλογη αύξηση.
Τα ευρήματα αυτά παρέχουν «πειστικές ενδείξεις» για την θεωρία της «μεταδοτικότητας της κατάθλιψης», δήλωσε ο δρ Χέφελ, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Notre Dame.
Υποδηλώνουν επίσης ότι η μεταβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος των πασχόντων από κατάθλιψη, θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα της θεραπείας που κάνουν για να την καταπολεμήσουν.


«Μεταδοτική» είναι η κατάθλιψη

Αμερικανοί ερευνητές σε μελέτη τους που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Clinical Psychological Science», βρήκαν ότι η μελαγχολία μιας ομάδας φοιτητών που ήταν ευάλωτη στην κατάθλιψη μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες των φίλων τους να εκδηλώσουν κατάθλιψη και οι ίδιοι έξι μήνες αργότερα.
Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως όσοι αντιδρούν αρνητικά στα στρεσογόνα γεγονότα, ερμηνεύοντάς τα ως επακόλουθο παραγόντων τους οποίους δεν μπορούν να αλλάξουν αλλά και ως αντανακλάσεις των δικών τους ανεπαρκειών, είναι πιο ευάλωτοι στην κατάθλιψη. Αυτή η συναισθηματική ευαλωτότητα, όπως αποκαλείται, αποτελεί τόσο ισχυρό παράγοντα κινδύνου για κατάθλιψη ώστε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβλεφθεί ποιος διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσει κατάθλιψη στο μέλλον.
Οι δρες Τζέραλντ Χέφελ και Τζένιφερ Χέιμς, από το Πανεπιστήμιο Notre Dame της Ιντιάνα, λένε ότι η συναισθηματική ευαλωτότητα διαμορφώνεται κατά τα πρώτα χρόνια της εφηβικής ζωής, αλλά μοιάζει σταθερή κατά την ενήλικη. Ωστόσο, οι ίδιοι πιστεύουν πως μπορεί να μεταβληθεί στη διάρκεια ριζικών αλλαγών της ζωής. Μία τέτοια ριζική αλλαγή είναι το να φεύγει ένας νέος άνθρωπος από το σπίτι για να πάει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο.
-«Κολλητική» η κατάθλιψη
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 206 πρωτοετείς φοιτητές του πανεπιστημίου τους, οι οποίοι είχαν οριστεί τυχαία να συγκατοικήσουν ανά δύο όταν έγιναν δεκτοί σε αυτό.
Μέσα σε ένα μήνα από την άφιξή τους στο πανεπιστήμιο, οι φοιτητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που στόχο είχαν να αξιολογήσουν τη νοητική ευαλωτότητα και τα καταθλιπτικά συμπτώματα. Τα ίδια ερωτηματολόγια συμπλήρωσαν εκ νέου 3 και 6 μήνες αργότερα, ενώ ανέφεραν και κάθε είδους στρεσογόνο γεγονός που είχε μεσολαβήσει.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι φοιτητές που συγκατοικούσαν με άτομα με υψηλά επίπεδα συναισθηματικής ευαλωτότητας είχαν αυξημένες πιθανότητες να «κολλήσουν» την συναισθηματική κατάστασή του και να αποκτήσουν οι ίδιοι υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής ευαλωτότητας, με επακόλουθο να αυξάνεται ο κίνδυνος να εκδηλώσουν κατάθλιψη.
Αντίστοιχα, όσοι συγκατοικούσαν με φοιτητές με μειωμένη συναισθηματική ευαλωτότητα, παρουσίαζαν μείωση και της δικής τους, οπότε ο κίνδυνος κατάθλιψης απομακρυνόταν. Αυτό ήταν εμφανές τόσο στις μετρήσεις των 3 μηνών, όσο και σε εκείνες των έξι μηνών. Επιπλέον, οι φοιτητές που παρουσίασαν αυξημένη συναισθηματική ευαλωτότητα κατά την μέτρηση του πρώτου τριμήνου, είχαν διπλάσια καταθλιπτικά συμπτώματα στη μέτρηση των 6 μηνών, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν παρουσιάσει ανάλογη αύξηση.
Τα ευρήματα αυτά παρέχουν «πειστικές ενδείξεις» για την θεωρία της «μεταδοτικότητας της κατάθλιψης», δήλωσε ο δρ Χέφελ, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Notre Dame.
Υποδηλώνουν επίσης ότι η μεταβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος των πασχόντων από κατάθλιψη, θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα της θεραπείας που κάνουν για να την καταπολεμήσουν.


Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν υποστηρίζουν σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Psychological Science» ότι ο άνθρωπος είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποδεχτεί ότι κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί να τον βρει μια μεγάλη τραγωδία, έστω κι αν ξέρει ότι πάντα υπάρχει πιθανότητα γι’ αυτό.
Ακόμα και όταν ξέρουμε ότι στο μέλλον μπορεί να μας συμβεί κάτι κακό (π.χ. ένα πρόβλημα υγείας) θέλουμε πάντα να κάνουμε θετικές σκέψεις για το αύριο. Και όσον αφορά το παρελθόν, έχουμε την τάση να θυμόμαστε περισσότερα τα καλά και να ξεχνάμε τα κακά. Με άλλα λόγια έχουμε την τάση να είμαστε αισιόδοξοι.
Η τάση όμως του ανθρώπου να είναι αισιόδοξος (συχνά υπεραισιόδοξος), αν και αποτελεί βασικό κίνητρο των ενεργειών του, μερικές φορές μπορεί να γίνει και πηγή δυστυχίας. H αισιοδοξία μας δίνει κουράγια και δύναμη αλλά μπορεί να μας κάνει παράτολμους και τελικά να χάσουμε επαφή με την πραγματικότητα. Όταν βλέπουμε μόνο τη θετική πλευρά των πραγμάτων και αγνοούμε τους παράγοντες αποτυχίας, τα πράγματα στο τέλος μπορεί να μην έχουν αίσιο τέλος και αυτό θα μας κάνει δυστυχισμένους.
-Μεροληπτική αισιοδοξία
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές διεξήγαγαν πέντε κύκλους δημοσκοπήσεων στο internet ώστε να μπορέσουν να δουν κατά πόσο η ψυχική ισορροπία των συμμετεχόντων επηρεάζεται από το πώς έφερναν στο μυαλό τους παρελθοντικά ή μελλοντικά γεγονότα.
Διαπίστωσαν λοιπόν, ότι όσο πιο εύκολα ανακαλούσαν οι εθελοντές θετικές εμπειρίες από το παρελθόν τους, τόσο πιο χαρούμενοι ήταν. Οι αρνητικές εμπειρίες πάλι έρχονταν στην επιφάνεια δυσκολότερα, οδηγώντας τους στη θλίψη. Η τάση αυτή όμως δεν ίσχυε όταν οι εθελοντές οραματίζονταν το μέλλον. Ενώ όταν καλούνταν να σκεφτούν θετικά μελλοντικά γεγονότα αισθάνονταν χαρά, όταν σκέφτονταν αρνητικά θετικά γεγονότα δεν αισθάνονταν θλίψη. Από την άλλη μεριά
«Με το που μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε καλά πράγματα που μας έχουν ήδη συμβεί, η ζωή μας στο παρόν μοιάζει πιο ευτυχισμένη» εξηγεί ο ψυχολόγος Εντ Ο’ Μπράιαν που δηλώνει ότι πάντα συνάρπαζε ο τρόπος που άνθρωποι σκέφτονται για το μέλλον τους.
«Σε ό,τι αφορά το μέλλον, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι τα δυσάρεστα γεγονότα δεν θα συμβούν στους ίδιους. Όμως δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να εξηγήσουν πού οφείλεται η έλλειψη πιθανοτήτων να τους συμβεί κάτι καλό».
Οι θετικές σκέψεις μας κινητοποιούν ωστόσο πρέπει και αυτές να γίνονται με μέτρο. Οι ερευνητές είδαν ότι όταν κάποιος οραματίζεται υπερβολικά την ευτυχία του στο μέλλον καταλήγει τελικά πιο δυστυχισμένος.
«Συγκεκριμένα, όταν κάποιος προσπαθεί να σκεφτεί μια ολόκληρη λίστα από 10 καλά πράγματα που θα μπορούσαν να του συμβούν μπορεί να αισθανθεί πολύ χειρότερα, συγκριτικά με το αν σκεφτόταν δύο καλά πράγματα χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα».

Ο άνθρωπος έχει πάντα την τάση να είναι αισιόδοξος

Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν υποστηρίζουν σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Psychological Science» ότι ο άνθρωπος είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποδεχτεί ότι κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί να τον βρει μια μεγάλη τραγωδία, έστω κι αν ξέρει ότι πάντα υπάρχει πιθανότητα γι’ αυτό.
Ακόμα και όταν ξέρουμε ότι στο μέλλον μπορεί να μας συμβεί κάτι κακό (π.χ. ένα πρόβλημα υγείας) θέλουμε πάντα να κάνουμε θετικές σκέψεις για το αύριο. Και όσον αφορά το παρελθόν, έχουμε την τάση να θυμόμαστε περισσότερα τα καλά και να ξεχνάμε τα κακά. Με άλλα λόγια έχουμε την τάση να είμαστε αισιόδοξοι.
Η τάση όμως του ανθρώπου να είναι αισιόδοξος (συχνά υπεραισιόδοξος), αν και αποτελεί βασικό κίνητρο των ενεργειών του, μερικές φορές μπορεί να γίνει και πηγή δυστυχίας. H αισιοδοξία μας δίνει κουράγια και δύναμη αλλά μπορεί να μας κάνει παράτολμους και τελικά να χάσουμε επαφή με την πραγματικότητα. Όταν βλέπουμε μόνο τη θετική πλευρά των πραγμάτων και αγνοούμε τους παράγοντες αποτυχίας, τα πράγματα στο τέλος μπορεί να μην έχουν αίσιο τέλος και αυτό θα μας κάνει δυστυχισμένους.
-Μεροληπτική αισιοδοξία
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές διεξήγαγαν πέντε κύκλους δημοσκοπήσεων στο internet ώστε να μπορέσουν να δουν κατά πόσο η ψυχική ισορροπία των συμμετεχόντων επηρεάζεται από το πώς έφερναν στο μυαλό τους παρελθοντικά ή μελλοντικά γεγονότα.
Διαπίστωσαν λοιπόν, ότι όσο πιο εύκολα ανακαλούσαν οι εθελοντές θετικές εμπειρίες από το παρελθόν τους, τόσο πιο χαρούμενοι ήταν. Οι αρνητικές εμπειρίες πάλι έρχονταν στην επιφάνεια δυσκολότερα, οδηγώντας τους στη θλίψη. Η τάση αυτή όμως δεν ίσχυε όταν οι εθελοντές οραματίζονταν το μέλλον. Ενώ όταν καλούνταν να σκεφτούν θετικά μελλοντικά γεγονότα αισθάνονταν χαρά, όταν σκέφτονταν αρνητικά θετικά γεγονότα δεν αισθάνονταν θλίψη. Από την άλλη μεριά
«Με το που μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε καλά πράγματα που μας έχουν ήδη συμβεί, η ζωή μας στο παρόν μοιάζει πιο ευτυχισμένη» εξηγεί ο ψυχολόγος Εντ Ο’ Μπράιαν που δηλώνει ότι πάντα συνάρπαζε ο τρόπος που άνθρωποι σκέφτονται για το μέλλον τους.
«Σε ό,τι αφορά το μέλλον, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι τα δυσάρεστα γεγονότα δεν θα συμβούν στους ίδιους. Όμως δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να εξηγήσουν πού οφείλεται η έλλειψη πιθανοτήτων να τους συμβεί κάτι καλό».
Οι θετικές σκέψεις μας κινητοποιούν ωστόσο πρέπει και αυτές να γίνονται με μέτρο. Οι ερευνητές είδαν ότι όταν κάποιος οραματίζεται υπερβολικά την ευτυχία του στο μέλλον καταλήγει τελικά πιο δυστυχισμένος.
«Συγκεκριμένα, όταν κάποιος προσπαθεί να σκεφτεί μια ολόκληρη λίστα από 10 καλά πράγματα που θα μπορούσαν να του συμβούν μπορεί να αισθανθεί πολύ χειρότερα, συγκριτικά με το αν σκεφτόταν δύο καλά πράγματα χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα».

Μια παγκόσμια έρευνα, η οποία εξέτασε 70.000 εθελοντές απ’ όλο τον κόσμο όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στην αγάπη και τις σχέσεις αποκαλύπτει ότι το 48% των ανδρών έχουν ερωτευτεί με την πρώτη ματιά – κάτι που έχει συμβεί μόλις στο 28% των γυναικών.
Η έρευνα αποτελεί αντικείμενο ενός νέου βιβλίου, που τιτλοφορείται «The Normal Bar» και συνυπογράφεται από την δρα Πέπερ Σβαρτς, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, και τον δρα Τζέιμς Σβαρτς, καθηγητή και διευθυντή του Κέντρου Έρευνας Κοινωνικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο GeorgeMason της Βιρτζίνια.
Η έρευνα βασίζεται σε ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 1.300 ερωτήματα, τα οποία απάντησαν οι εθελοντές online. Τα ερωτήματα αφορούν τα πάντα – από το σεξ και τα πιο ελκυστικά σωματικά χαρακτηριστικά έως τα στοιχεία της προσωπικότητας που βρίσκουμε ελκυστικά σε έναν δυνητικό σύντροφο.
-Η επικοινωνία
Εκτός από το ότι ο έρωτας με την πρώτη ματιά είναι συχνός στους άνδρες, ένα άλλο από τα ευρήματα της έρευνας είναι ότι το 74% των εθελοντών είναι ευτυχισμένοι στη σχέση ή το γάμο τους, ενώ το 66% πιστεύουν πως έχουν βρει την «αδελφή ψυχή» τους.
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι μια ευτυχισμένη σχέση ή γάμος έχει πολλά μυστικά, όπως συχνές νυχτερινές εξόδους του ζευγαριού, τρυφερότητα που εκδηλώνεται με χάδια, φιλιά και κράτημα από το χέρι, συχνή σωματική μη ερωτική επαφή (λ.χ. να πιάνει και να κάνει μασάζ ο ένας τον άλλο) και πολλά τρυφερά λόγια και «σ’ αγαπώ».
Ο πιο σημαντικός παράγοντας όλων, όμως, τον οποίο επικαλέστηκαν όλα τα ζευγάρια που δήλωσαν ευτυχισμένα στη σχέση ή το γάμο τους, είναι η επικοινωνία.
Αντίστοιχα, στα ζευγάρια που δήλωσαν ανικανοποίητα από τη σχέση ή το γάμο τους, η έλλειψή της είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη διάλυσή της.
-Η απιστία
Ένα ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι μολονότι μόλις το 15% των ερωτηθέντων απάντησαν καταφατικά στο ερώτημα «έχετε απατήσει τον/την σύντροφό σας;», το ποσοστό αυτό αυξάνεται δραματικά όταν βγαίνει από τη μέση η λέξη «απιστία».
Στην πραγματικότητα, στο ερώτημα «έχετε κάνει σεξ εκτός της νυν σχέσης σας;» οι καταφατικές απαντήσεις εκτοξεύτηκαν στο 33% για τους άνδρες και στο 19% για τις γυναίκες.
Το βιβλίο εξηγεί πως η απόκλιση αυτή πιθανώς οφείλεται στο ότι η «απιστία» θεωρείται ως κάτι που εμπεριέχει και συναισθήματα – κάτι σαν «είμαι άπιστος εάν ερωτευτώ κάποιον άλλο». Το «ξερό» σεξ, όμως, δίχως συναισθηματική εμπλοκή, πιθανώς φαίνεται πως δεν θεωρείται απιστία.


Η επικοινωνία είναι το μυστικό του ευτυχισμένου γάμου

Μια παγκόσμια έρευνα, η οποία εξέτασε 70.000 εθελοντές απ’ όλο τον κόσμο όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στην αγάπη και τις σχέσεις αποκαλύπτει ότι το 48% των ανδρών έχουν ερωτευτεί με την πρώτη ματιά – κάτι που έχει συμβεί μόλις στο 28% των γυναικών.
Η έρευνα αποτελεί αντικείμενο ενός νέου βιβλίου, που τιτλοφορείται «The Normal Bar» και συνυπογράφεται από την δρα Πέπερ Σβαρτς, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, και τον δρα Τζέιμς Σβαρτς, καθηγητή και διευθυντή του Κέντρου Έρευνας Κοινωνικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο GeorgeMason της Βιρτζίνια.
Η έρευνα βασίζεται σε ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 1.300 ερωτήματα, τα οποία απάντησαν οι εθελοντές online. Τα ερωτήματα αφορούν τα πάντα – από το σεξ και τα πιο ελκυστικά σωματικά χαρακτηριστικά έως τα στοιχεία της προσωπικότητας που βρίσκουμε ελκυστικά σε έναν δυνητικό σύντροφο.
-Η επικοινωνία
Εκτός από το ότι ο έρωτας με την πρώτη ματιά είναι συχνός στους άνδρες, ένα άλλο από τα ευρήματα της έρευνας είναι ότι το 74% των εθελοντών είναι ευτυχισμένοι στη σχέση ή το γάμο τους, ενώ το 66% πιστεύουν πως έχουν βρει την «αδελφή ψυχή» τους.
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι μια ευτυχισμένη σχέση ή γάμος έχει πολλά μυστικά, όπως συχνές νυχτερινές εξόδους του ζευγαριού, τρυφερότητα που εκδηλώνεται με χάδια, φιλιά και κράτημα από το χέρι, συχνή σωματική μη ερωτική επαφή (λ.χ. να πιάνει και να κάνει μασάζ ο ένας τον άλλο) και πολλά τρυφερά λόγια και «σ’ αγαπώ».
Ο πιο σημαντικός παράγοντας όλων, όμως, τον οποίο επικαλέστηκαν όλα τα ζευγάρια που δήλωσαν ευτυχισμένα στη σχέση ή το γάμο τους, είναι η επικοινωνία.
Αντίστοιχα, στα ζευγάρια που δήλωσαν ανικανοποίητα από τη σχέση ή το γάμο τους, η έλλειψή της είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη διάλυσή της.
-Η απιστία
Ένα ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι μολονότι μόλις το 15% των ερωτηθέντων απάντησαν καταφατικά στο ερώτημα «έχετε απατήσει τον/την σύντροφό σας;», το ποσοστό αυτό αυξάνεται δραματικά όταν βγαίνει από τη μέση η λέξη «απιστία».
Στην πραγματικότητα, στο ερώτημα «έχετε κάνει σεξ εκτός της νυν σχέσης σας;» οι καταφατικές απαντήσεις εκτοξεύτηκαν στο 33% για τους άνδρες και στο 19% για τις γυναίκες.
Το βιβλίο εξηγεί πως η απόκλιση αυτή πιθανώς οφείλεται στο ότι η «απιστία» θεωρείται ως κάτι που εμπεριέχει και συναισθήματα – κάτι σαν «είμαι άπιστος εάν ερωτευτώ κάποιον άλλο». Το «ξερό» σεξ, όμως, δίχως συναισθηματική εμπλοκή, πιθανώς φαίνεται πως δεν θεωρείται απιστία.


Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Σύμφωνα με έρευνες, η ικανοποίηση που νιώθει κάθε άνθρωπος από τη ζωή του δεν είναι σταθερή σε όλη τη διάρκειά της, αλλά ακολουθεί μια πορεία που μοιάζει με το γράμμα Μ. Αρχικά ανεβαίνει και είναι υψηλή στις ηλικίες 20-29 ετών, φτάνει στο χαμηλότερο σημείο της στη μέση ηλικία και αρχίζει να αυξάνεται πάλι κατά την συνταξιοδότηση. Προς το τέλος της ζωής όμως πέφτει κατακόρυφα.
Το σχήμα αυτό έχει καταγραφεί σε μελέτες σε περισσότερες από 50 χώρες και σε όλες τις κοινωνικο-οικονομικές ομάδες. Έχει επίσης παρατηρηθεί σε πιθήκους: περυσινή μελέτη της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χιμπατζήδες και ουραγκοτάγκοι περνούν κρίση της μέσης ηλικίας, σαν τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα των μελετών, στα 23 μας χρόνια είμαστε υπεραισιόδοξοι και ευτυχισμένοι διότι πιστεύουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να μας εμποδίσει να πραγματοποιήσουμε όσα θέλουμε.  Ακολουθούν μερικές δεκαετίες ανεκπλήρωτων προσδοκιών και απογοητεύσεων, που κορυφώνουν το αίσθημα της δυστυχίας εκεί γύρω στα 55 χρόνια – την τελευταία χρόνια που οι περισσότεροι νιώθουν να «λυγίζουν» από το βάρος των απραγματοποίητων ονείρων της νιότης τους. Από κει και πέρα αρχίζει η σταδιακά αποδοχή και η εκτίμηση όσων ήδη υπάρχουν στην ζωή – και η ευτυχία σταδιακά αυξάνει, για να φτάσει εκ νέου στο μέγιστο σημείο της στα 69 χρόνια.
Τα παραπάνω στοιχεία καταγράφονται σε μια μελέτη που πραγματοποίησε ο ο δρ Χέινς Σουάντ, ερευνητής στο Κέντρο Υγείας & Ευεξίας του Πανεπιστημίου Princeton και στο Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) για να δει πως συγκρίνονται οι προσδοκίες με την πραγματικότητα σε διάφορα στάδια της ζωής. Έτσι, ανέλυσε στοιχεία για την ευτυχία 23.161 Γερμανών, ηλικίας 17-85 ετών.
Όπως διαπίστωσε, στις ηλικίες 23 και 69 ετών το επίπεδο της ικανοποίησης από τη ζωή ήταν το υψηλότερο, στα 55 το χαμηλότερο, ενώ από τα 75 χρόνια και μετά ξαναμειωνόταν σημαντικά.
Προσδοκίες και πραγματικότητα
Ο δρ Σουάντ ανακάλυψε ακόμα ότι οι 20άρηδες είχαν την τάση να πιστεύουν πως στο μέλλον θα είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι στ’ αλήθεια έγιναν, με τη διαφορά να φτάνει το σχεδόν 10%. Αντίστοιχα, οι 68χρονοι είχαν την τάση να πιστεύουν πως θα είναι στο μέλλον λιγότερο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, με τη διαφορά να είναι σχεδόν η μισή (4,5%).
Η ανάλυση έδειξε ακόμα ότι μετά την ηλικία των 30 ετών οι προσδοκίες για προσωπική ευτυχία μειώνονται σταθερά έως ότου εξισωθούν με την πραγματικότητα εκεί γύρω στα 55 χρόνια. Στη συνέχεια, εξακολουθούν να μειώνονται οι προσδοκίες, αλλά αρχίζει να αυξάνεται η ευτυχία που νιώθουμε για τις πραγματικές συνθήκες της ζωής μας – και αυτό υποδηλώνει ότι επιτέλους αρχίζουμε να εκτιμάμε ό,τι έχουμε στη ζωή μας.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; «Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι οι αυξομειώσεις στην ικανοποίηση από τη ζωή άγονται από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες, τις οποίες νιώθουμε στο πετσί μας στη μέση ηλικία, αλλά στην πορεία της ζωής αφήνουμε πίσω μας», εξήγησε ο δρ Σουάντ.
Μία άλλη εξήγηση, είναι πιο ιατρική: η νευροεπιστήμη έχει δείξει ότι «οι συναισθηματικές αντιδράσεις στις χαμένες ευκαιρίες της ζωής ελαττώνονται με την ηλικία και έτσι οι ηλικιωμένοι αισθάνονται λιγότερη θλίψη για ό,τι δεν κατόρθωσαν να πετύχουν», πρόσθεσε.
Σε κάθε περίπτωση, «η αισιοδοξία της νιότης είναι σαφέστατα κάτι θετικό και όχι κάτι που πρέπει να αλλάξουμε, αλλά οι νέοι θα πρέπει να ξέρουν ότι τα πράγματα πιθανότατα δεν θα μοιάζουν τόσο καλά στην μέση ηλικία», επισήμανε.
Η έρευνα του δρος Σουάντ έδειξε ακόμα ότι οι πιο μορφωμένοι νεαροί ενήλικες έχουν περισσότερες πιθανότητες να υπερεκτιμούν την μελλοντική ικανοποίησή τους – ίσως επειδή έχουν μεγαλύτερες οικονομικές προοπτικές απ’ όσες τελικά αποκτούν.
Αν και η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία από γερμανούς πολίτες, ο δρ Σουάντ πιστεύει ότι τα ευρήματα ισχύουν για όλα τα έθνη, παρά τις οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές τους – μία εκτίμηση που ενισχύεται από το γεγονός ότι ταευρήματα της μελέτης του ήταν παρόμοια στους εθελοντές τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής Γερμανίας, ανεξάρτητα από τις οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους.

Η ευτυχία ακολουθεί το γράμμα Μ

Σύμφωνα με έρευνες, η ικανοποίηση που νιώθει κάθε άνθρωπος από τη ζωή του δεν είναι σταθερή σε όλη τη διάρκειά της, αλλά ακολουθεί μια πορεία που μοιάζει με το γράμμα Μ. Αρχικά ανεβαίνει και είναι υψηλή στις ηλικίες 20-29 ετών, φτάνει στο χαμηλότερο σημείο της στη μέση ηλικία και αρχίζει να αυξάνεται πάλι κατά την συνταξιοδότηση. Προς το τέλος της ζωής όμως πέφτει κατακόρυφα.
Το σχήμα αυτό έχει καταγραφεί σε μελέτες σε περισσότερες από 50 χώρες και σε όλες τις κοινωνικο-οικονομικές ομάδες. Έχει επίσης παρατηρηθεί σε πιθήκους: περυσινή μελέτη της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χιμπατζήδες και ουραγκοτάγκοι περνούν κρίση της μέσης ηλικίας, σαν τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα των μελετών, στα 23 μας χρόνια είμαστε υπεραισιόδοξοι και ευτυχισμένοι διότι πιστεύουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να μας εμποδίσει να πραγματοποιήσουμε όσα θέλουμε.  Ακολουθούν μερικές δεκαετίες ανεκπλήρωτων προσδοκιών και απογοητεύσεων, που κορυφώνουν το αίσθημα της δυστυχίας εκεί γύρω στα 55 χρόνια – την τελευταία χρόνια που οι περισσότεροι νιώθουν να «λυγίζουν» από το βάρος των απραγματοποίητων ονείρων της νιότης τους. Από κει και πέρα αρχίζει η σταδιακά αποδοχή και η εκτίμηση όσων ήδη υπάρχουν στην ζωή – και η ευτυχία σταδιακά αυξάνει, για να φτάσει εκ νέου στο μέγιστο σημείο της στα 69 χρόνια.
Τα παραπάνω στοιχεία καταγράφονται σε μια μελέτη που πραγματοποίησε ο ο δρ Χέινς Σουάντ, ερευνητής στο Κέντρο Υγείας & Ευεξίας του Πανεπιστημίου Princeton και στο Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) για να δει πως συγκρίνονται οι προσδοκίες με την πραγματικότητα σε διάφορα στάδια της ζωής. Έτσι, ανέλυσε στοιχεία για την ευτυχία 23.161 Γερμανών, ηλικίας 17-85 ετών.
Όπως διαπίστωσε, στις ηλικίες 23 και 69 ετών το επίπεδο της ικανοποίησης από τη ζωή ήταν το υψηλότερο, στα 55 το χαμηλότερο, ενώ από τα 75 χρόνια και μετά ξαναμειωνόταν σημαντικά.
Προσδοκίες και πραγματικότητα
Ο δρ Σουάντ ανακάλυψε ακόμα ότι οι 20άρηδες είχαν την τάση να πιστεύουν πως στο μέλλον θα είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι στ’ αλήθεια έγιναν, με τη διαφορά να φτάνει το σχεδόν 10%. Αντίστοιχα, οι 68χρονοι είχαν την τάση να πιστεύουν πως θα είναι στο μέλλον λιγότερο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, με τη διαφορά να είναι σχεδόν η μισή (4,5%).
Η ανάλυση έδειξε ακόμα ότι μετά την ηλικία των 30 ετών οι προσδοκίες για προσωπική ευτυχία μειώνονται σταθερά έως ότου εξισωθούν με την πραγματικότητα εκεί γύρω στα 55 χρόνια. Στη συνέχεια, εξακολουθούν να μειώνονται οι προσδοκίες, αλλά αρχίζει να αυξάνεται η ευτυχία που νιώθουμε για τις πραγματικές συνθήκες της ζωής μας – και αυτό υποδηλώνει ότι επιτέλους αρχίζουμε να εκτιμάμε ό,τι έχουμε στη ζωή μας.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; «Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι οι αυξομειώσεις στην ικανοποίηση από τη ζωή άγονται από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες, τις οποίες νιώθουμε στο πετσί μας στη μέση ηλικία, αλλά στην πορεία της ζωής αφήνουμε πίσω μας», εξήγησε ο δρ Σουάντ.
Μία άλλη εξήγηση, είναι πιο ιατρική: η νευροεπιστήμη έχει δείξει ότι «οι συναισθηματικές αντιδράσεις στις χαμένες ευκαιρίες της ζωής ελαττώνονται με την ηλικία και έτσι οι ηλικιωμένοι αισθάνονται λιγότερη θλίψη για ό,τι δεν κατόρθωσαν να πετύχουν», πρόσθεσε.
Σε κάθε περίπτωση, «η αισιοδοξία της νιότης είναι σαφέστατα κάτι θετικό και όχι κάτι που πρέπει να αλλάξουμε, αλλά οι νέοι θα πρέπει να ξέρουν ότι τα πράγματα πιθανότατα δεν θα μοιάζουν τόσο καλά στην μέση ηλικία», επισήμανε.
Η έρευνα του δρος Σουάντ έδειξε ακόμα ότι οι πιο μορφωμένοι νεαροί ενήλικες έχουν περισσότερες πιθανότητες να υπερεκτιμούν την μελλοντική ικανοποίησή τους – ίσως επειδή έχουν μεγαλύτερες οικονομικές προοπτικές απ’ όσες τελικά αποκτούν.
Αν και η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία από γερμανούς πολίτες, ο δρ Σουάντ πιστεύει ότι τα ευρήματα ισχύουν για όλα τα έθνη, παρά τις οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές τους – μία εκτίμηση που ενισχύεται από το γεγονός ότι ταευρήματα της μελέτης του ήταν παρόμοια στους εθελοντές τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής Γερμανίας, ανεξάρτητα από τις οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους.
Για το 15% των ζευγαριών η πορεία της σχέσης εξαρτάται από από το σεξ  και αν το ταίρι τους δεν τους ικανοποιεί, η σχέση τελειώνει. Για άλλο ένα 40% των ζευγαριών, το κακό σεξ αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην απόφαση να χωρίσουν. Στην πραγματικότητα, ένας στους τέσσερις άντρες και μία στις πέντε γυναίκες θεωρούν ότι ο συχνός οργασμός είναι πιο σημαντικός για την σχέση τους από τον έρωτα. Τελικά, λιγότερα από ένα στα δύο ζευγάρια είναι πολύ ικανοποιημένα από τη συχνότητα των οργασμών που έχουν στην παρούσα σχέση τους.
Αυτά είναι τα ευρήματα νέας βρετανικής δημοσκόπησης, στην οποία συμμετείχαν 3.800 άνδρες και γυναίκες και πραγματοποιήθηκε με αφορμή την βρετανική Εθνική Ημέρα Οργασμού (31 Ιουλίου 2013).
Μολονότι το 60% των ερωτηθέντων είπαν ότι γενικώς είναι πολύ ικανοποιημένοι από τη σχέση τους, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 17% για τους άντρες και στο 6% για τις γυναίκες όταν τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν μεμονωμένα την σεξουαλική πλευρά της σχέσης τους.
Το 16% των ανδρών, εξάλλου, και το 13% των γυναικών είπαν ότι το κακό σεξ αποτελεί αιτία για την οποία χωρίζουν, ενώ το 39% ότι αποτελεί συμβάλλοντα παράγοντα στην απόφασή τους να χωρίσουν.
Η κούραση εμπόδιο στο καλό σεξ
Όταν ρωτήθηκαν τι είναι αυτό που επηρεάζει την ικανότητά τους να έχουν οργασμό, η κούραση ανεδείχθη ως η πιο σημαντική αιτία, με το 20% των γυναικών και το 23% των ανδρών να την επικαλούνται. Δεύτερη συχνότερη αιτία για τις γυναίκες ήταν ζητήματα αυτοεκτίμησης και τρίτη η έλλειψη ερωτικής επιθυμίας.
Για το 15% των ανδρών, το ποτό ήταν το δεύτερο κυριότερο εμπόδιο στην κορύφωσή τους, με το άγχος για τη δουλειά να είναι το τρίτο καθώς επηρεάζει αρνητικά τον οργασμό στο 12% των ερωτηθέντων.
Συνολικά, ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες είπαν ότι αισθάνονται υποχρεωμένοι να έχουν οργασμό κάθε φορά που κάνουν σεξ. Ανεξάρτητα από το τι είπαν, όμως, το 27% των ανδρών και το 69% των γυναικών παραδέχτηκαν ότι κάποια στιγμή έχουν προσποιηθεί οργασμό.
Η δημοσκόπηση, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό ενός online καταστήματος σεξουαλικών βοηθημάτων, έδειξε ακόμα ότι για το 47% των γυναικών η αφιέρωση περισσότερου χρόνου στα προκαταρκτικά θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, ενώ για το 54% των ανδρών το ίδιο θα έκανε περισσότερο στοματικό σεξ.


Το κακό σεξ αιτία χωρισμού για το 15% των ζευγαριών

Για το 15% των ζευγαριών η πορεία της σχέσης εξαρτάται από από το σεξ  και αν το ταίρι τους δεν τους ικανοποιεί, η σχέση τελειώνει. Για άλλο ένα 40% των ζευγαριών, το κακό σεξ αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην απόφαση να χωρίσουν. Στην πραγματικότητα, ένας στους τέσσερις άντρες και μία στις πέντε γυναίκες θεωρούν ότι ο συχνός οργασμός είναι πιο σημαντικός για την σχέση τους από τον έρωτα. Τελικά, λιγότερα από ένα στα δύο ζευγάρια είναι πολύ ικανοποιημένα από τη συχνότητα των οργασμών που έχουν στην παρούσα σχέση τους.
Αυτά είναι τα ευρήματα νέας βρετανικής δημοσκόπησης, στην οποία συμμετείχαν 3.800 άνδρες και γυναίκες και πραγματοποιήθηκε με αφορμή την βρετανική Εθνική Ημέρα Οργασμού (31 Ιουλίου 2013).
Μολονότι το 60% των ερωτηθέντων είπαν ότι γενικώς είναι πολύ ικανοποιημένοι από τη σχέση τους, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 17% για τους άντρες και στο 6% για τις γυναίκες όταν τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν μεμονωμένα την σεξουαλική πλευρά της σχέσης τους.
Το 16% των ανδρών, εξάλλου, και το 13% των γυναικών είπαν ότι το κακό σεξ αποτελεί αιτία για την οποία χωρίζουν, ενώ το 39% ότι αποτελεί συμβάλλοντα παράγοντα στην απόφασή τους να χωρίσουν.
Η κούραση εμπόδιο στο καλό σεξ
Όταν ρωτήθηκαν τι είναι αυτό που επηρεάζει την ικανότητά τους να έχουν οργασμό, η κούραση ανεδείχθη ως η πιο σημαντική αιτία, με το 20% των γυναικών και το 23% των ανδρών να την επικαλούνται. Δεύτερη συχνότερη αιτία για τις γυναίκες ήταν ζητήματα αυτοεκτίμησης και τρίτη η έλλειψη ερωτικής επιθυμίας.
Για το 15% των ανδρών, το ποτό ήταν το δεύτερο κυριότερο εμπόδιο στην κορύφωσή τους, με το άγχος για τη δουλειά να είναι το τρίτο καθώς επηρεάζει αρνητικά τον οργασμό στο 12% των ερωτηθέντων.
Συνολικά, ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες είπαν ότι αισθάνονται υποχρεωμένοι να έχουν οργασμό κάθε φορά που κάνουν σεξ. Ανεξάρτητα από το τι είπαν, όμως, το 27% των ανδρών και το 69% των γυναικών παραδέχτηκαν ότι κάποια στιγμή έχουν προσποιηθεί οργασμό.
Η δημοσκόπηση, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό ενός online καταστήματος σεξουαλικών βοηθημάτων, έδειξε ακόμα ότι για το 47% των γυναικών η αφιέρωση περισσότερου χρόνου στα προκαταρκτικά θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, ενώ για το 54% των ανδρών το ίδιο θα έκανε περισσότερο στοματικό σεξ.


Έχω ζωή επειδή δεν έχω παιδιά, δηλώνει η Κάμερον Ντίαζ.
Βρετανός ψυχολόγος που ειδικεύεται στην εξελικτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι η ευφυΐα της γυναίκας έχει σαφή συσχέτιση με την επιθυμία ή την απροθυμία της να αποκτήσει παιδιά. Σε μελέτη που πραγματοποίησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες με υψηλό δείκτη νοημοσύνης έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να μην κάνουν οικογένεια.
Η μελέτη, που διεξήχθη από τον δρα Σατόσι Καναζάβα, λέκτορα στην φημισμένη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE), έδειξε ότι η λαχτάρα των γυναικών να αποκτήσουν παιδιά μειώνεται κατά σχεδόν 25% ανά κάθε πρόσθετους 15 βαθμούς στον δείκτη νοημοσύνης τους.
Όταν ο δρ Καναζάβα, ο οποίος ανέλυσε στοιχεία από την Εθνική Μελέτη Ανάπτυξης Παιδιών της Βρετανίας, συνυπολόγισε την οικονομική κατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών, το αρχικό εύρημα δεν άλλαξε: όσο πιο ευφυής ήταν μια γυναίκα, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να θέλει παιδιά.
Χωρίς απογόνους το 43% των γυναικών με πτυχίο
Οι γυναίκες που δεν έχουν παιδιά αυξάνονται διαρκώς. Σύμφωνα με στοιχεία από την Υπηρεσία Εθνικής Στατιστικής (ONS) της Βρετανίας, ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάσθηκε στη χώρα από την δεκαετία του 1990.
Έτσι, σήμερα μία στις πέντε 45χρονες Βρετανίδες δεν έχουν παιδιά, αλλά το ποσοστό αυξάνεται στο 43% μεταξύ όσων εξ αυτών κατέχουν πανεπιστημιακούς τίτλους – ένα εύρημα που φαίνεται να τεκμηριώνει τα συμπεράσματα του δρος Καναζάβα, γράφει η εφημερίδα «Daily Mail».
Πολλές είναι οι διάσημες γυναίκες που ανοικτά έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να κάνουν παιδιά. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών του Κέιμπριτζ Μέρι Μπερντ, οι ηθοποιοί Έλεν Μίρεν, Κάμερον Ντίαζ και Εύα Μέντες, και οι παρουσιάστριες Όπρα Γουίνφρεϊ και Κέιτ Χαμπλ.
Η Ντίαζ έχει δηλώσει ότι «έχω ζωή επειδή δεν έχω παιδιά», ενώ η Μέντες έχει πει «δεν θέλω παιδιά, γιατί μου αρέσει να κοιμάμαι και ούτως ή άλλως ανησυχώ για τα πάντα». Η δε Χαμπλ έχει πει ότι «απλώς δεν διαθέτω το μητρικό γονίδιο», προσθέτοντας ότι αποφάσισε στα 14 της χρόνια πως δεν θα κάνει ποτέ παιδιά.

Οι μορφωμένες γυναίκες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά

Έχω ζωή επειδή δεν έχω παιδιά, δηλώνει η Κάμερον Ντίαζ.
Βρετανός ψυχολόγος που ειδικεύεται στην εξελικτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι η ευφυΐα της γυναίκας έχει σαφή συσχέτιση με την επιθυμία ή την απροθυμία της να αποκτήσει παιδιά. Σε μελέτη που πραγματοποίησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες με υψηλό δείκτη νοημοσύνης έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να μην κάνουν οικογένεια.
Η μελέτη, που διεξήχθη από τον δρα Σατόσι Καναζάβα, λέκτορα στην φημισμένη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE), έδειξε ότι η λαχτάρα των γυναικών να αποκτήσουν παιδιά μειώνεται κατά σχεδόν 25% ανά κάθε πρόσθετους 15 βαθμούς στον δείκτη νοημοσύνης τους.
Όταν ο δρ Καναζάβα, ο οποίος ανέλυσε στοιχεία από την Εθνική Μελέτη Ανάπτυξης Παιδιών της Βρετανίας, συνυπολόγισε την οικονομική κατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών, το αρχικό εύρημα δεν άλλαξε: όσο πιο ευφυής ήταν μια γυναίκα, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να θέλει παιδιά.
Χωρίς απογόνους το 43% των γυναικών με πτυχίο
Οι γυναίκες που δεν έχουν παιδιά αυξάνονται διαρκώς. Σύμφωνα με στοιχεία από την Υπηρεσία Εθνικής Στατιστικής (ONS) της Βρετανίας, ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάσθηκε στη χώρα από την δεκαετία του 1990.
Έτσι, σήμερα μία στις πέντε 45χρονες Βρετανίδες δεν έχουν παιδιά, αλλά το ποσοστό αυξάνεται στο 43% μεταξύ όσων εξ αυτών κατέχουν πανεπιστημιακούς τίτλους – ένα εύρημα που φαίνεται να τεκμηριώνει τα συμπεράσματα του δρος Καναζάβα, γράφει η εφημερίδα «Daily Mail».
Πολλές είναι οι διάσημες γυναίκες που ανοικτά έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να κάνουν παιδιά. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών του Κέιμπριτζ Μέρι Μπερντ, οι ηθοποιοί Έλεν Μίρεν, Κάμερον Ντίαζ και Εύα Μέντες, και οι παρουσιάστριες Όπρα Γουίνφρεϊ και Κέιτ Χαμπλ.
Η Ντίαζ έχει δηλώσει ότι «έχω ζωή επειδή δεν έχω παιδιά», ενώ η Μέντες έχει πει «δεν θέλω παιδιά, γιατί μου αρέσει να κοιμάμαι και ούτως ή άλλως ανησυχώ για τα πάντα». Η δε Χαμπλ έχει πει ότι «απλώς δεν διαθέτω το μητρικό γονίδιο», προσθέτοντας ότι αποφάσισε στα 14 της χρόνια πως δεν θα κάνει ποτέ παιδιά.

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Μια ανασκόπηση (Leitenberg & Henning, 1995) των μελετών που ερεύνησαν τις σεξουαλικές φαντασιώσεις ανδρών και γυναικών κατέληξε στο ότι το περιεχόμενο των φαντασιώσεων των δύο φύλων διαφέρει αρκετά. Οι άνδρες φαντασιώνονται περισσότερο το να κάνουν κάτι σε μια γυναίκα, ενώ οι γυναίκες να τους κάνουν κάτι. Οι φαντασιώσεις των ανδρών είναι περισσότερο οπτικές ή σαρκικές, ενώ των γυναικών περιλαμβάνουν συναισθήματα. Οι άνδρες συχνότερα από τις γυναίκες φαντασιώνονται σεξουαλικές πράξεις στις οποίες συμμετέχουν περισσότερα από δύο πρόσωπα. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να φαντασιώνονται τον εαυτό τους σε ρόλο υποταγής, ενώ οι άνδρες σε ρόλο κυριαρχίας.Σύμφωνα με τους Leitenberg & Henning, αυτό συμβαίνει διότι η υποταγή στη φαντασία της γυναίκας υποδηλώνει πως ο άνδρας τη θέλει πολύ. Αντίστοιχα, η κυριαρχία στη φαντασίωση του άνδρα υποδηλώνει ότι η γυναίκα έλκεται τόσο, που αδυνατεί να του αντισταθεί.
Μια άλλη μελέτη (Zurbriggen & Yost, 2004) έδειξε ότι οι άνδρες εστιάζουν περισσότερο στην αίσθηση ότι παρέχουν ευχαρίστηση στη γυναίκα, ενώ οι γυναίκες στην αίσθηση προσωπικής ικανοποίησης. Επιπλέον, ενώ το 98% των ανδρών και το 80% των γυναικών φαντασιώνονται πρόσωπα εκτός του / της συντρόφου τους, το 50% πιστεύει πως η απιστία είναι απαράδεκτη ακόμη και όταν συμβαίνει μόνο στη φαντασίωση (Hicks & Leitenberg, 2001).
-Η επίδραση στη σεξουαλική ζωή
Η παλαιότερη άποψη που υποστήριζε o Φρόυντ, αλλά και άλλοι ερευνητές, ότι οι άνθρωποι φαντασιώνονται όταν δεν ικανοποιούνται σεξουαλικά, φαίνεται ότι δεν επαληθεύεται στις σύγχρονες μελέτες (Davidson & Hoffman 1986, Hariton & Singer 1974, Person, Terestman, Myers, Goldberg, & Borenstein 1992).Οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι τα πρόσωπα που φαντασιώνονται συχνά είναι πιο ενεργά και ικανοποιημένα σεξουαλικά (Haavio – Mannila & Konnula 1997). Πολλές μελέτες έχουν δείξει πως οι φαντασιώσεις μπορούν να εξυπηρετήσουν πολλούς σκοπούς, ανάμεσα στους οποίους είναι το να αυξήσουν τη διέγερση και την έλξη μεταξύ των δύο φύλων, και να οδηγήσουν σε οργασμό.
Ωστόσο, φαντασιώσεις που περιλαμβάνουν κοινωνικά ή ηθικά ανεπίτρεπτες σεξουαλικές συμπεριφορές, ενδέχεται να δημιουργήσουν ενοχές, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σεξουαλικών προβλημάτων.

Οι φαντασιώσεις ανδρών και γυναικών διαφέρουν

Μια ανασκόπηση (Leitenberg & Henning, 1995) των μελετών που ερεύνησαν τις σεξουαλικές φαντασιώσεις ανδρών και γυναικών κατέληξε στο ότι το περιεχόμενο των φαντασιώσεων των δύο φύλων διαφέρει αρκετά. Οι άνδρες φαντασιώνονται περισσότερο το να κάνουν κάτι σε μια γυναίκα, ενώ οι γυναίκες να τους κάνουν κάτι. Οι φαντασιώσεις των ανδρών είναι περισσότερο οπτικές ή σαρκικές, ενώ των γυναικών περιλαμβάνουν συναισθήματα. Οι άνδρες συχνότερα από τις γυναίκες φαντασιώνονται σεξουαλικές πράξεις στις οποίες συμμετέχουν περισσότερα από δύο πρόσωπα. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να φαντασιώνονται τον εαυτό τους σε ρόλο υποταγής, ενώ οι άνδρες σε ρόλο κυριαρχίας.Σύμφωνα με τους Leitenberg & Henning, αυτό συμβαίνει διότι η υποταγή στη φαντασία της γυναίκας υποδηλώνει πως ο άνδρας τη θέλει πολύ. Αντίστοιχα, η κυριαρχία στη φαντασίωση του άνδρα υποδηλώνει ότι η γυναίκα έλκεται τόσο, που αδυνατεί να του αντισταθεί.
Μια άλλη μελέτη (Zurbriggen & Yost, 2004) έδειξε ότι οι άνδρες εστιάζουν περισσότερο στην αίσθηση ότι παρέχουν ευχαρίστηση στη γυναίκα, ενώ οι γυναίκες στην αίσθηση προσωπικής ικανοποίησης. Επιπλέον, ενώ το 98% των ανδρών και το 80% των γυναικών φαντασιώνονται πρόσωπα εκτός του / της συντρόφου τους, το 50% πιστεύει πως η απιστία είναι απαράδεκτη ακόμη και όταν συμβαίνει μόνο στη φαντασίωση (Hicks & Leitenberg, 2001).
-Η επίδραση στη σεξουαλική ζωή
Η παλαιότερη άποψη που υποστήριζε o Φρόυντ, αλλά και άλλοι ερευνητές, ότι οι άνθρωποι φαντασιώνονται όταν δεν ικανοποιούνται σεξουαλικά, φαίνεται ότι δεν επαληθεύεται στις σύγχρονες μελέτες (Davidson & Hoffman 1986, Hariton & Singer 1974, Person, Terestman, Myers, Goldberg, & Borenstein 1992).Οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι τα πρόσωπα που φαντασιώνονται συχνά είναι πιο ενεργά και ικανοποιημένα σεξουαλικά (Haavio – Mannila & Konnula 1997). Πολλές μελέτες έχουν δείξει πως οι φαντασιώσεις μπορούν να εξυπηρετήσουν πολλούς σκοπούς, ανάμεσα στους οποίους είναι το να αυξήσουν τη διέγερση και την έλξη μεταξύ των δύο φύλων, και να οδηγήσουν σε οργασμό.
Ωστόσο, φαντασιώσεις που περιλαμβάνουν κοινωνικά ή ηθικά ανεπίτρεπτες σεξουαλικές συμπεριφορές, ενδέχεται να δημιουργήσουν ενοχές, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σεξουαλικών προβλημάτων.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ,ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ :
Για τους περισσότερους δεν είναι άγνωστο το εξής σκηνικό: Μια παρέα από φίλους γευματίζει μαζί, γελώντας, ανταλλάσσοντας ιστορίες και σχολιάζοντας τις ειδήσεις – αλλά όχι κατ ‘ανάγκη με τα άτομα που βρίσκονται μπροστά τους! Δεν είναι ασυνήθιστο πια να έχει κάποιος το κινητό τηλέφωνο σε κοντινή απόσταση πάνω στο τραπέζι, έτσι ώστε να είναι εύκολα προσιτό είτε για ένα γρήγορο έλεγχο του e-mail είτε για άμεση απάντηση σε κάποια τηλεφωνική κλήση ή μήνυμα sms. Σπάνια συναντάς κάποιον που δεν ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο τηλέφωνο ανά τακτά χρονιά διαστήματα.
Θα περίμενε κανείς ότι η ευρεία διαθεσιμότητα των κινητών τηλεφώνων θα βελτίωνε τις διαπροσωπικές σχέσεις, αφού μας προσφέρουν την δυνατότητα για διαρκή επικοινωνία. Όμως, μια πρόσφατη σειρά μελετών από τους ερευνητές του πανεπιστημίου του Essex, Andrew K. Przybylski και Netta Weinstein , έδειξαν ότι τα κινητά τηλέφωνά μπορούν να βλάψουν τις σχέσεις μας. Το να έχουμε ένα κινητό τηλέφωνο κοντά μας, ακόμα και αν δεν το ελέγχουμε τακτικά, μπορεί να αποδειχτεί επιζήμιο για την επικοινωνία μας με τους άλλους.
Οι ερευνητές ζήτησαν από ζευγάρια αγνώστων μεταξύ τους ατόμων, να συζητήσουν για 10 λεπτά, για ένα ενδιαφέρον γεγονός που τους συνέβη τον τελευταίο μήνα. Τα ζευγάρια άφησαν τα πράγματα τους στην αίθουσα αναμονής και προχώρησαν σε ένα ιδιωτικό χώρο. Εκεί βρήκαν δύο καρέκλες που ήταν η μία απέναντι από την άλλη, και λίγα μέτρα μακριά υπήρχε ένα γραφείο που είχε πάνω ένα βιβλίο και ένα ακόμα αντικείμενο. Εν αγνοία των συμμετεχόντων, αυτό που θα διαφοροποιούσε τα πειράματα ήταν το δεύτερο αντικείμενο πάνω στο γραφείο. Κάποια ζευγάρια συζήτησαν έχοντας κοντά τους ένα κινητό τηλέφωνο, ενώ άλλα ζευγάρια συζήτησαν έχοντας κοντά τους ένα φορητό υπολογιστή. Αφού τελειώσαν τη συζήτηση, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με την ποιότητα της σχέσης και τα συναισθήματα της εγγύτητας που είχαν βιώσει. Τα ζευγάρια που συνομίλησαν ενώ υπήρχε κινητό τηλέφωνο κοντά τους ανέφεραν χαμηλότερη ποιότητα σχέσης και μικρότερη εγγύτητα.
Στη συνέχεια οι ερευνητές προχώρησαν με ένα νέο πείραμα, για να διαπιστώσουν πότε επηρεάζει περισσότερο η παρουσία κινητού τηλεφώνου. Αυτή τη φορά, ζητήθηκε από κάθε ζευγάρι ξένων μεταξύ τους ατόμων, να συζητήσουν ένα απλό θέμα (τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για τα πλαστικά δέντρα) ή ένα ουσιαστικό θέμα (τα πιο σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος έτους) – και πάλι, είτε με ένα κινητό τηλέφωνο είτε με ένα φορητό υπολογιστή σε κοντινή απόσταση. Μετά από 10 λεπτά συζήτησης, απάντησαν σε ερωτηματολόγιο σχετικά με την ποιότητα σχέσης, τα συναισθήματά εμπιστοσύνης, και την εμπάθεια που είχαν νιώσει από τους συνομιλητές τους.
Η παρουσία του κινητού τηλεφώνου δεν είχε καμία επίδραση στην ποιότητα της σχέσης, την εμπιστοσύνη, και την εμπάθεια, εφόσον το ζευγάρι συζητούσε το απλό θέμα. Αντίθετα, υπήρχαν σημαντικές διαφορές, αν το θέμα συζήτησης ήταν ουσιαστικό Τα ζευγάρια που συζητούσαν με ένα κινητό τηλέφωνο κοντά τους, ανέφεραν ότι η ποιότητα της σχέσης τους ήταν χειρότερη.
Έτσι, αλληλεπιδρώντας με άλλους σε ένα περιβάλλον που δεν υπάρχει κοντά κινητό τηλέφωνο , συμβάλλει στην ενίσχυση της εγγύτητας, τη διαπροσωπικής εμπιστοσύνης, και την αντίληψης της ενσυναίσθησης – δηλαδή των δομικών συστατικών μιας σχέσης. Παλιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι, λόγω των πολλών κοινωνικών, και ψυχαγωγικών επιλογών που μας δίνουν τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα, αποσπούν την προσοχή μας από το γύρω περιβάλλον, και αυτό συμβαίνει είτε την ώρα που κινούμαστε με μεγάλη ταχύτητα σε έναν αυτοκινητόδρομο είτε όταν βρισκόμαστε σε κάποια συνάντηση. Οι νέες έρευνες δείχνουν ότι τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούν και ως υπενθύμιση του ευρύτερου δικτύου με το οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η ικανότητά μας να συνδεθούμε με τους ανθρώπους που είναι γύρω μας.
Ίσως θα ήταν υπερβολικό να αφήστε το κινητό τηλέφωνο σας στο ντουλάπι πριν από κάποια σημαντική συνομιλία, ή να το αφήσετε στο αυτοκίνητο στο πρώτο ραντεβού. Αλλά αν βρίσκεστε με ανθρώπους που πραγματικά νοιάζεστε για αυτούς, ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτείτε την επόμενη φορά που θα θελήσετε να πιάσετε το τηλέφωνό σας για να απαντήσετε σε ένα μήνυμα sms ή για να δείτε τα αποτελέσματα των αγώνων.
Πηγή: Περιοδικό Scientific American

Το κινητό τηλέφωνο βλάπτει τις σχέσεις μας

Για τους περισσότερους δεν είναι άγνωστο το εξής σκηνικό: Μια παρέα από φίλους γευματίζει μαζί, γελώντας, ανταλλάσσοντας ιστορίες και σχολιάζοντας τις ειδήσεις – αλλά όχι κατ ‘ανάγκη με τα άτομα που βρίσκονται μπροστά τους! Δεν είναι ασυνήθιστο πια να έχει κάποιος το κινητό τηλέφωνο σε κοντινή απόσταση πάνω στο τραπέζι, έτσι ώστε να είναι εύκολα προσιτό είτε για ένα γρήγορο έλεγχο του e-mail είτε για άμεση απάντηση σε κάποια τηλεφωνική κλήση ή μήνυμα sms. Σπάνια συναντάς κάποιον που δεν ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο τηλέφωνο ανά τακτά χρονιά διαστήματα.
Θα περίμενε κανείς ότι η ευρεία διαθεσιμότητα των κινητών τηλεφώνων θα βελτίωνε τις διαπροσωπικές σχέσεις, αφού μας προσφέρουν την δυνατότητα για διαρκή επικοινωνία. Όμως, μια πρόσφατη σειρά μελετών από τους ερευνητές του πανεπιστημίου του Essex, Andrew K. Przybylski και Netta Weinstein , έδειξαν ότι τα κινητά τηλέφωνά μπορούν να βλάψουν τις σχέσεις μας. Το να έχουμε ένα κινητό τηλέφωνο κοντά μας, ακόμα και αν δεν το ελέγχουμε τακτικά, μπορεί να αποδειχτεί επιζήμιο για την επικοινωνία μας με τους άλλους.
Οι ερευνητές ζήτησαν από ζευγάρια αγνώστων μεταξύ τους ατόμων, να συζητήσουν για 10 λεπτά, για ένα ενδιαφέρον γεγονός που τους συνέβη τον τελευταίο μήνα. Τα ζευγάρια άφησαν τα πράγματα τους στην αίθουσα αναμονής και προχώρησαν σε ένα ιδιωτικό χώρο. Εκεί βρήκαν δύο καρέκλες που ήταν η μία απέναντι από την άλλη, και λίγα μέτρα μακριά υπήρχε ένα γραφείο που είχε πάνω ένα βιβλίο και ένα ακόμα αντικείμενο. Εν αγνοία των συμμετεχόντων, αυτό που θα διαφοροποιούσε τα πειράματα ήταν το δεύτερο αντικείμενο πάνω στο γραφείο. Κάποια ζευγάρια συζήτησαν έχοντας κοντά τους ένα κινητό τηλέφωνο, ενώ άλλα ζευγάρια συζήτησαν έχοντας κοντά τους ένα φορητό υπολογιστή. Αφού τελειώσαν τη συζήτηση, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με την ποιότητα της σχέσης και τα συναισθήματα της εγγύτητας που είχαν βιώσει. Τα ζευγάρια που συνομίλησαν ενώ υπήρχε κινητό τηλέφωνο κοντά τους ανέφεραν χαμηλότερη ποιότητα σχέσης και μικρότερη εγγύτητα.
Στη συνέχεια οι ερευνητές προχώρησαν με ένα νέο πείραμα, για να διαπιστώσουν πότε επηρεάζει περισσότερο η παρουσία κινητού τηλεφώνου. Αυτή τη φορά, ζητήθηκε από κάθε ζευγάρι ξένων μεταξύ τους ατόμων, να συζητήσουν ένα απλό θέμα (τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για τα πλαστικά δέντρα) ή ένα ουσιαστικό θέμα (τα πιο σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος έτους) – και πάλι, είτε με ένα κινητό τηλέφωνο είτε με ένα φορητό υπολογιστή σε κοντινή απόσταση. Μετά από 10 λεπτά συζήτησης, απάντησαν σε ερωτηματολόγιο σχετικά με την ποιότητα σχέσης, τα συναισθήματά εμπιστοσύνης, και την εμπάθεια που είχαν νιώσει από τους συνομιλητές τους.
Η παρουσία του κινητού τηλεφώνου δεν είχε καμία επίδραση στην ποιότητα της σχέσης, την εμπιστοσύνη, και την εμπάθεια, εφόσον το ζευγάρι συζητούσε το απλό θέμα. Αντίθετα, υπήρχαν σημαντικές διαφορές, αν το θέμα συζήτησης ήταν ουσιαστικό Τα ζευγάρια που συζητούσαν με ένα κινητό τηλέφωνο κοντά τους, ανέφεραν ότι η ποιότητα της σχέσης τους ήταν χειρότερη.
Έτσι, αλληλεπιδρώντας με άλλους σε ένα περιβάλλον που δεν υπάρχει κοντά κινητό τηλέφωνο , συμβάλλει στην ενίσχυση της εγγύτητας, τη διαπροσωπικής εμπιστοσύνης, και την αντίληψης της ενσυναίσθησης – δηλαδή των δομικών συστατικών μιας σχέσης. Παλιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι, λόγω των πολλών κοινωνικών, και ψυχαγωγικών επιλογών που μας δίνουν τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα, αποσπούν την προσοχή μας από το γύρω περιβάλλον, και αυτό συμβαίνει είτε την ώρα που κινούμαστε με μεγάλη ταχύτητα σε έναν αυτοκινητόδρομο είτε όταν βρισκόμαστε σε κάποια συνάντηση. Οι νέες έρευνες δείχνουν ότι τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούν και ως υπενθύμιση του ευρύτερου δικτύου με το οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η ικανότητά μας να συνδεθούμε με τους ανθρώπους που είναι γύρω μας.
Ίσως θα ήταν υπερβολικό να αφήστε το κινητό τηλέφωνο σας στο ντουλάπι πριν από κάποια σημαντική συνομιλία, ή να το αφήσετε στο αυτοκίνητο στο πρώτο ραντεβού. Αλλά αν βρίσκεστε με ανθρώπους που πραγματικά νοιάζεστε για αυτούς, ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτείτε την επόμενη φορά που θα θελήσετε να πιάσετε το τηλέφωνό σας για να απαντήσετε σε ένα μήνυμα sms ή για να δείτε τα αποτελέσματα των αγώνων.
Πηγή: Περιοδικό Scientific American

Μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Βρέμης της Γερμανία ς και του Πολυτεχνείου της Τζόρτζια των ΗΠΑ έδειξε ότι η προτεραιότητα στην καθημερινότητα μιας γυναίκας αποτελούν οι ρομαντικές στιγμές που μοιράζεται με τον σύντροφό της. Οι επιστήμονες ζήτησαν από συνολικά 900 γυναίκες μέσου όρου ηλικίας 38 ετών να καταγράψουν το καθημερινό τους πρόγραμμα περιγράφοντας πώς αισθάνονται για κάθε πράγμα που κάνουν. Στόχος των ειδικών ήταν η δημιουργία του ιδανικού «προγράμματος» μιας γυναικείας μέρας.
Από τις απαντήσεις των εθελοντριών προέκυψε ότι πρώτος στην κατάταξη ήταν ο οκτάωρος νυχτερινός ύπνος. Αμέσως μετά η προσοχή των γυναικών στρέφεται στις ρομαντικές προσωπικές τους σχέσεις για 106 λεπτά, στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και του ίντερνετ για 98 λεπτά και στην κοινωνικοποίηση για 82 λεπτά. Στη συνέχεια ακολουθεί η 78λεπτη ξεκούραση, ψώνια διάρκειας 56 λεπτών και 57 λεπτά τηλεφωνικών συνομιλιών.
-Χρόνο στις προσωπικές σχέσεις
Σύμφωνα με τους επιστήμονες η ποικιλία αποτελούσε το πλέον σημαντικό συστατικό του ημερήσιου προγράμματος μιας γυναίκας γεγονός που εξηγεί τα επιπλέον 68 λεπτά σωματικής άσκησης και τα (μόλις) 36 λεπτά εργασίας.
«Αντικείμενο της μελέτης μας ήταν το πώς θα έμοιαζε η τέλεια μέρα, δεδομένου του ότι και οι πιο απολαυστικές δραστηριότητες γίνονται συνήθως λιγότερο ευχάριστες όταν πραγματοποιούνται πολύ συχνά και έχουν μεγάλη διάρκεια», γράφουν οι ερευνητες στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Economic Psychology».
«Για μεγαλύτερη ευημερία οφείλουμε να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στα φιλικά μας πρόσωπα και τις προσωπικές μας σχέσεις, ακόμη περισσότερο χρόνο στους συγγενείς μας και πολύ λιγότερο χρόνο στο αφεντικό και στους συναδέλφους μας», καταλήγουν οι επιστήμονες.


Οι προσωπικές σχέσεις προτεραιότητα της γυναίκας

Μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Βρέμης της Γερμανία ς και του Πολυτεχνείου της Τζόρτζια των ΗΠΑ έδειξε ότι η προτεραιότητα στην καθημερινότητα μιας γυναίκας αποτελούν οι ρομαντικές στιγμές που μοιράζεται με τον σύντροφό της. Οι επιστήμονες ζήτησαν από συνολικά 900 γυναίκες μέσου όρου ηλικίας 38 ετών να καταγράψουν το καθημερινό τους πρόγραμμα περιγράφοντας πώς αισθάνονται για κάθε πράγμα που κάνουν. Στόχος των ειδικών ήταν η δημιουργία του ιδανικού «προγράμματος» μιας γυναικείας μέρας.
Από τις απαντήσεις των εθελοντριών προέκυψε ότι πρώτος στην κατάταξη ήταν ο οκτάωρος νυχτερινός ύπνος. Αμέσως μετά η προσοχή των γυναικών στρέφεται στις ρομαντικές προσωπικές τους σχέσεις για 106 λεπτά, στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και του ίντερνετ για 98 λεπτά και στην κοινωνικοποίηση για 82 λεπτά. Στη συνέχεια ακολουθεί η 78λεπτη ξεκούραση, ψώνια διάρκειας 56 λεπτών και 57 λεπτά τηλεφωνικών συνομιλιών.
-Χρόνο στις προσωπικές σχέσεις
Σύμφωνα με τους επιστήμονες η ποικιλία αποτελούσε το πλέον σημαντικό συστατικό του ημερήσιου προγράμματος μιας γυναίκας γεγονός που εξηγεί τα επιπλέον 68 λεπτά σωματικής άσκησης και τα (μόλις) 36 λεπτά εργασίας.
«Αντικείμενο της μελέτης μας ήταν το πώς θα έμοιαζε η τέλεια μέρα, δεδομένου του ότι και οι πιο απολαυστικές δραστηριότητες γίνονται συνήθως λιγότερο ευχάριστες όταν πραγματοποιούνται πολύ συχνά και έχουν μεγάλη διάρκεια», γράφουν οι ερευνητες στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Economic Psychology».
«Για μεγαλύτερη ευημερία οφείλουμε να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στα φιλικά μας πρόσωπα και τις προσωπικές μας σχέσεις, ακόμη περισσότερο χρόνο στους συγγενείς μας και πολύ λιγότερο χρόνο στο αφεντικό και στους συναδέλφους μας», καταλήγουν οι επιστήμονες.