Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Η επίδραση της νέας αμερικανικής Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας


* Έλενα Μπουλετή, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Τραμπ 2.0 και ο μετασχηματισμός της διεθνούς τάξης: Γεωπολιτικές και οικονομικές αναδιατάξεις».

Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας (NationalSecurityStrategy, NSS) των ΗΠΑ, στοβαθμό που ανακοινώθηκε, συνόψισε τις πολιτικές προ-θέσεις και προτεραιότητες της διοίκησης Τραμπ το τελευταίο διάστημα (καθώς οι απόψεις του προέδρου είναι γνωστό ότι αλλάζουν συχνά και με τρόπο εμφατικό, αλλά οι προτεραιότητές του όχι), σε μια προσπάθεια να συσπειρωθεί τόσο εντός όσο και εκτός ΗΠΑ το θετικά διακείμενο σε αυτή πολιτικό ακροατήριο. Έτσι, οι απομακρυσμένες πολεμικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ στο εξής θα αποφεύγονται, όχι για λόγους ιδεολογικούς, όπως μπορεί να συνέβαινε σε προηγούμενες προεδρίες, αλλά για λόγους οικονομικούς, με την εξαίρεση βέβαια της «πίσω αυλής» των ΗΠΑ, της Λατινικής Αμερικής, όπου ήδη σοβεί ένας ακήρυχτος πόλεμος, χωρίς την έγκριση που θεσμικά είναι απαραίτητη για στρατιωτικές επεμβάσεις.

Στο εξής η αμερικανική «Μεγάλη Ιδέα» των MAGAs–με εξαίρεση τις περιοχές που οι ΗΠΑ θεωρούν ότι εμπίπτουν στα «του οίκου τους», όπως αναφέραμε πριν–θεωρητικά θαεπιδιώκεται μέσω μιας–οικονομικής κυρίως– ηγεμονίας (που όμως κινείται ρυθμιστικά, επεκτατικά και προκαλεί πολιτικές συνέπειες και αλλαγές), ενός επιθετικού καπιταλισμού στα όρια του οικονομικού πολέμου, όπως τον είδαμε,φέρ’ ειπείν, στις τεράστιες αυξήσεις φόρων προκειμένου να καμφθεί ο εμπορικός ανταγωνισμός με υπερδυνάμεις όπως η Κίνα ή για να καμφθούν ασθενέστερες όμορες χώρες όπως το Μεξικό – ανεξάρτητα από την επιτυχία που είχαν ή (το συνηθέστερο) δεν είχαν τα εν λόγω μέτρα. Οι προεκλογικές διακηρύξεις Τραμπ ότι θα έβαζε «πρώτα την Αμερική» ερμηνεύονται τώρα μέσα από την Στρατηγική Ασφαλείας ως αποδέσμευση των ΗΠΑ από ακριβές στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός της χώρας, επικέντρωση στην «περιοχή της» από άποψη στρατιωτικών δαπανών, όπως ορίζει ένα αναβιωμένο δόγμα Μονρόε, αλλά ταυτόχρονα άσκηση επιρροής στο εξωτερικό με οικονομικά μέσα, προκειμένου η ισχύς της χώρας να αυξηθεί, σε μια ιδανική συνθήκη, συγκεντρωτικά ως προς τα οφέλη(για την ίδια) και αποκεντρωμένα ως προς τις συνέπειες, αφού αυτές θα βαρύνουν τους «άλλους», τους λιγότερο ισχυρούς. Διεθνείς αρχές και δίκαιο δεν λαμβάνονται υπόψη, ενοχοποιούνται και λοιδορούνται ως πολιτική ορθότητα. Το ίδιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα ως αυθύπαρκτη έννοια, καθώς υπάρχουν υπό προϋποθέσεις – για παράδειγμα, οι πρόσφυγες και μετανάστες τα διαθέτουν σε ελάχιστες περιπτώσεις. Η ισχύς είναι η μόνο πολιτική και διπλωματικήσταθερά και όσοι δεν τη διαθέτουν δεν έχουν κανένα δίκαιο με το μέρος τους.

Η κυνική αυτή θεώρηση της άσκησης πολιτικής ενδύθηκε και ιδεολογικά στοιχεία, προκειμένου να προσεγγίσει ευήκοα ώτα και εκτός ΗΠΑ. Έτσι, αν και η Ευρώπη δέχεται έντονη κριτική στις 33 σελίδες του κειμένου της Στρατηγικής ως οδεύουσα σε «πολιτισμικό αφανισμό» λόγω των ενδοτικών πολιτικών της, της πολιτικής ορθότητας και των μεταναστών, για να γλιτώσει από τον κίνδυνο, θα πρέπει «να αποκαταστήσει μια σχέση στρατηγικής σταθερότητας με τη Ρωσία», «να πάρει η ίδια την ευθύνη της δικής της άμυνας», να παγώσει κάθε πλάνο επέκτασης του ΝΑΤΟ, «να ανοίξει τις αγορές της στα αμερικανικά προϊόντα και στις αμερικανικές υπηρεσίες» και φυσικά να εμποδίσει τους μετανάστες να εισέρχονται στα εδάφη της. Αλλιώς, σε λίγα χρόνια «θα είναι αγνώριστη». Έχει σημασία ότι στη γενικευμένη κριτική της του ευρωπαϊκού μοντέλου, το ιδεολογικό προκάλυμμα είναι η πολιτισμική αλλοίωση της ευρωπαϊκότητας από τη μετανάστευση και η –όχι και τόσο έμμεση– ενίσχυση των ακροδεξιών δυνάμεων και κυβερνήσεων στην ΕΕ. Αλλά η πολιτική και οικονομική ουσία έρχεται πίσω από τα προαναφερθέντα ιδεολογήματα, με την ευρωπαϊκή άμυνα, τη συμπόρευση με τη Ρωσία (και το πώς μεταφράζεται αυτό για την Ουκρανία) και, βέβαια, μετο να λειτουργεί η Ευρώπη όποτε χρειάζεται ως προπύργιο των αμερικανικών συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίες οι τριβές με τις κυβερνήσεις Γαλλίας – Γερμανίας, έστω και σε λεκτικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική κρίση που σοβεί εδώ και δεκαετίες στην ίδια την ΕΕ και την έχει απονομιμοποιήσει σε ένα βαθμό στα μάτια των πολιτών της κάνει τέτοιες επεμβάσεις πιο εύκολες, υπό την έννοια ότι δεν διαπερνούν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό τείχος αλλά έναν πολυδιασπασμένο πολιτικό φορέα, που αναζητά νέα ταυτότητα. Και έχει σημασία να μην τη βρει μέσα από τις παραινέσεις της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά αυτόνομα και ταυτόχρονα συλλογικά.

Αν ωστόσο ο οικονομικός ιμπεριαλισμός πραγματώνεταιως οικονομική επιβολή/εκβιασμός στους ασθενέστερους «συμμάχους»-δορυφόρους, δεν λείπουν και οι στρατιωτικές επεμβάσεις. Απλά πλέον δρομολογούνται μέσω τρίτων χωρών, που λειτουργούν ήδη ως τοποτηρητές-αντίκλητοι (proxies) εν πολλοίς των αμερικανικών συμφερόντων και επιδιώξεων ανά περιοχή και συγκυρία. Σε μια τέτοια θέση φαίνεται πως βρίσκεται η Τουρκία (αν και η θεώρηση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως απλοϊκή), υπό την έννοια ότι μπορεί να λειτουργήσει ως βραχίονας των αμερικανικών συμφερόντων ανά περιοχή όταν αυτά ταυτίζονται με τα δικά της ή περιμένει ανταπόδοση σε κάποια άλλη περιοχή με άλλο τρόπο. Έτσι εξελίχθηκε, για παράδειγμα, ο ρόλος της Τουρκίας στη Συρία, οπότε εμπεδώθηκε ο ρόλος του ισχυρού και ανεξάρτητου περιφερειακού παίκτη που δύναται να διαμεσολαβεί και να ρυθμίζει διαφορές γιατί έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τους ισχυρούς (Τραμπ – Πούτιν). Και ενώ στην αρχή ήταν ένας ρόλος που απλά διεκδικούσε για τον εαυτό της η Τουρκία μέσω του προέδρου της, σταδιακά έγινε πραγματικότητα. Ενώ κάποιους μήνες πριν ο Αμερικανός πρόεδρος εξαπέλυε μύδρους και απειλές εναντίον της μουσουλμανικής χώρας, τώρα αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτό και επικεντρώνεται στον «φίλο Ερντογάν», που του πλέκει το εγκώμιο παρουσία του Νεντανιάχου, που λέει κάθε τόσο ότι τον συμπαθεί γιατί είναι «σκληρό καρύδι» και επαίρεται ότι άλλοι ηγέτες του ζητούν να μεσολαβήσει για να τον επηρεάσει/πείσει για κάτι, και εκείνος πάντα τα καταφέρνει.

Η Τουρκία θα κάνει την επέμβαση που οι χώρες της Ένωσης δεν θα έκαναν για λόγους αρχής, θα περάσει ευκολότερα τις «κόκκινες γραμμές» και θα κινηθεί στρατιωτικά σε περιοχές από τις οποίες οι Αμερικανοί πλέον επιθυμούν να απεμπλακούν άμεσα, για λόγους οικονομικούς, αλλά να συνεχίσουν να ελέγχουν, για τους ίδιους λόγους, κινώντας τα νήματα από το παρασκήνιο και χωρίς περιττά στρατιωτικά έξοδα. Η παρουσία της Τουρκίας και η εμφατική «εύνοια» του Αμερικανού προέδρου μπορεί επίσηςνα λειτουργεί εξισορροπητικά, προκειμένου άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ να μη θεωρούν δική τους αποκλειστικότητα την αμερικανική εύνοια στη Μ. Ανατολή και έτσι να διευκολύνονται οι αμερικανικές μεθοδεύσεις, να διατηρείται η ισορροπία τρόμου και, τελικά, το δίκαιο του ισχυρού να μη βρίσκει αντίπαλο, ούτε χριστιανό, ούτε μουσουλμάνο. Παράλληλα, ο πρόεδρος Ερντογάν σπεύδει να αξιοποιήσει αυτή την συγκυριακή «άνοιξη» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με όποιον τρόπο μπορεί, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Τουρκίας. Δεν ξεχνάμε ότι η γειτονική χώρα έχει μπει σε μια παρατεταμένη μεταβατική περίοδο για μια μετα-Ερντογάν εποχή, οι διεργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές αλλά και το κατά πόσον θα εξασφαλίσει μία ακόμη θητεία ο ίδιος και το κόμμα του θα καθορίσουν πολλά. Ενδεχόμενη ενίσχυση της τουρκικής οικονομίας θα καθορίσει, βέβαια, ακόμη περισσότερα. Έτσι, η Τουρκία θεωρείται εγκατεστημένη στο Κέρας της Αφρικής, έχοντας ήδη τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση της σε ξένο έδαφος, την Turksom από το 2017, ενώ ο Τούρκος Υπουργός Ενέργειας Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ διεμήνυσε ότι από το 2026 θα ξεκινήσουν έρευνες σε υπεράκτια και χερσαία οικόπεδα, μετά από προεργασία της κρατικής TPAO με το πλοίο Oruc Reis (συμφωνίες του 2024 για άμυνα, οικονομία και υδρογονάνθρακες δίνουν στην TPAO αποκλειστικά δικαιώματα εξερεύνησης). Και αυτή η τουρκική πρωτοβουλία δεν είναι χωρίς ρίσκα. Ωστόσο, αν ευοδωθεί, θα προσφέρει στη χώρα σημαντική ενεργειακή ενίσχυση και την περαιτέρω εμπέδωσή της ως περιφερειακής δύναμης με πολλαπλές πλέον ζώνες επιρροής, πέρα από τις υφιστάμενες (Συρία, Αζερμπαϊτζάν κ.ά.).

Τέλος, δεν αποκλείεται η Τουρκία να αποπειραθεί να εξαργυρώσει την ενισχυμένη–έστω και παροδικά– θέση της στην αμερικανική σκακιέρα επιρροής, στα ελληνοτουρκικά και συγκριμένα στο μοίρασμα του Αιγαίου. Προς το παρόν, η τουρκική πολιτική φαίνεται να έχει άλλες προτεραιότητες, αυτό ωστόσο δεν μπορεί να αποτελεί το αποκούμπι των ελληνικών ανησυχιών. Εξάλλου, προβλέπεται συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, με ενδεχόμενη συμμετοχή του Αμερικανού ΥΠΕΞ μέσα στο επόμενο διάστημα. Σε αυτή την περίπτωση η χρησιμοθηρία των αμερικανικών μεθοδεύσεων, μαζί με την πεποίθηση περί του δικαίου του ισχυροτέρου είναι δυνατό να ακυρώσουν τα ελληνικά επιχειρήματα. Οπότε, αν η χώρα μας θα ήταν ποτέ δυνατό να πάρει ένα μάθημα από τη γείτονα, αυτό θα ήταν να αναλάβει περισσότερες και ουσιαστικότερες πρωτοβουλίες μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλά και ευρύτερα και να πάψει να τα περιμένει όλα από τον μάλλον δευτερεύοντα ρόλο του προβλέψιμου συμμάχου. Το ίδιο κατ’ αναλογία ισχύει και με την Κύπρο, τώρα που η εκλογή του  Τουφάν Ερχιουρμάν στα Κατεχόμενα δείχνει να δημιουργεί μια πιο ευνοϊκή συγκυρία για να συνεχιστούν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και γενικότερα για να υπάρξει μια ουσιαστική επανεκκίνηση στις διαπραγματεύσεις. Βέβαια, φαίνεται ουτοπικό, σε μια συγκυρία που ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος γίνεται υπερσυντηρητικός, παρεμβατικός, απόλυτος, σχεδόν πολεμικός, να περιμένει κανείς να συντελεστεί πρόοδος σε διαπραγματεύσεις που δεν έγινε σε προγενέστερες, ευνοϊκότερες συγκυρίες. Ωστόσο, τέτοιες προσπάθειες είναι τώρα πιο απαραίτητες από ποτέ εάν πρόκειται να συγκροτηθούν κάπως τα συλλογικά πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «φρένο» σε όσα δυσοίωνα η Αμερικανική Στρατηγική Ασφαλείας ευαγγελίζεται.