Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Τα φτερά της αγάπης

ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ.
Για πεταλούδες έψαχνα ολόγυρα στον κήπο
σε κάθε φύλλο πράσινο, τόπο χορταριασμένο
σε κάθε μοσχοβόλο ανθό πριν την καρποτοκία.
Ήθελα να' ναι κόκκινες με βούλες ασημένιες
σαν τις σφραγίδες σ' έγγραφα με σπάγκο κρεμασμένες.
Φτεροκοπήματα τρελά να κάνουν στον αέρα
ασύλληπτα χαρούμενες κι αεροσαλαμένες
μέσα σ' ανεμοπόλεμο να είναι πυρωμένες
να θορυβούν, να δέρνονται και να φτεροκλωτσάνε
γιατί άμα τις έπιανα, θα' βγαζα τις φτερούγες
να τις κολλήσω πάνω μου, να φύγω, να πετάξω
να πάω σε τόπο μακρινό όπου δεν έχει θλίψη
στου παραδείσου τη χαρά, στον κόσμο των δικαίων.
Έψαχνα κι όλο έψαχνα.στο τέλος βρήκα μία
ήταν μαύρη, αλλόκοτη, έδειχνε λυπημένη
καθότανε ασάλευτη στα κρινοδάχτυλα μου.
τυχαία την αντάμωσα στρέφοντας τη ματιά μου
στα γοερά της δάκρυα και τους πικρούς λυγμούς της.
Δεν άντεξα στον πόνο της και έκλαψα μαζί της.
-Γιατί κλαίμε, τη ρώτησα, κι ήμαστε λυπημένες;
Εκείνη μ' αποκρίθηκε πως είχε ένα πένθος.
-Ποιο είναι αυτό; τη ρώτησα. Με κοίταξε στα μάτια.
-Πενθώ την αθλιότητα και ντύθηκα στα μαύρα!.
Φλογίστηκα απ' τα δάκρυα, κάψαν τα δάχτυλα μου
πόνεσα και ξεφώνισα μες τ' αναφιλητά μου.
-Πονάς όπως πονώ κι εγώ! μου είπε δακρυσμένη.
Δακρύζεις σαν εμένανε, λυπάσαι όπως λυπάμαι
θέλω να ζήσω όπως κι εσύ, δεν θέλω να πεθάνω
σαν τα παιδιά που μπόλιασαν με ουσίες οι ανθρώποι
που' χουνε μίσος στην καρδιά, φαρμάκι στην ψυχή τους
πολέμους στήνουνε σωρό  με πένθος και με φρίκη
σπείραν αρρώστιες τρανές, πείνα σ' όλο τον κόσμο
που θέρισε ζωές πολλές αντί για στάχυα λίγα
που θα' τανε σωτήρια. μ' αυτά θα τις κρατούσαν.
Μάζεψε όλα τα παιδιά να έρθουνε τριγύρω
ν' ακούσω τα παράπονα που έχουν στην ψυχή τους
να παίξω, να χαρώ μ' αυτά, να νιώσω την αγάπη.
Τι κι αν δεν είμαι άνθρωπος;Το έχω τόσο ανάγκη!-
Φτερούγισαν τα λόγια της με γλύκα στην καρδιά μου
και ούτε που λογάριασα εκείνα τα όνειρα μου
να της στερήσω τη ζωή. να κόψω τις φτερούγες.
Έκανα το χατίρι της. την είδα ευτυχισμένη
έπαιξε με πολλά παιδιά.δεν ήτανε θλιμμένη
άλλαξε και την φορεσιά, την μαυροφορεμένη
φόρεσε μια κοκκινωπή μ' ασήμια στολισμένη.
Κι ύστερα πέταξε μακριά έφυγε μες τη φύση.
Την είδα πως ανέβαινε στου ουρανού τον θόλο
ακκόρντο την συνόδευε που' ταν αγγελικό.
Είχε μαζί της την χαρά ζωή είχε κι ελπίδα
πήρε αγάπη απ' τα παιδιά της έφτανε να ζήσει
μες τ' αγγελοσκιάσματα και του Θεού τη ζήση.
Τα άψυχα τα χέρια μου άπλωσα να την πιάσω
μα αισθάνθηκα πως μ' έπιασαν τα χέρια των παιδιών
μ΄αγκάλιασαν, με χάιδεψαν, μου φύσηξαν αέρα
φτερά μου δώσαν για ζωή κι αφάνταστη χαρά
και μία λέξη που' θελα να νιώσω στην ψυχή μου
που΄ταν αγάπη, αυτήν ήθελα, την πήρα απ' τα παιδιά.