Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Εγκυμοσύνη, ψυχολογικό στρες

Οι γυναίκες που βιώνουν έντονο ψυχολογικό στρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι πιθανόν ότι διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να γεννήσουν νεκρό παιδί.
Ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται νεκρά δεν έχει παρουσιάσει μείωση παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η ιατρική. Ένας από τους λόγους για το εν λόγω φαινόμενο είναι ότι οι γνώσεις που έχουμε σήμερα για τους λόγους που ένα παιδί γεννιέται νεκρό δεν είναι αρκετές.
Η ηλικία της μητέρας και η παχυσαρκία βρέθηκαν να συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο γέννησης νεκρού παιδιού. Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι το ψυχολογικό στρες έχει επιδράσεις στο σώμα της μητέρας και στην ανάπτυξη του εμβρύου.

Ωστόσο παρά τις υποψίες ότι το στρες μπορεί να συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για γέννηση νεκρού παιδιού, δεν υπάρχουν ακόμη ικανοποιητικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον εν λόγω συσχετισμό. Το στρες, η κατάθλιψη και το άγχος είναι σε θέση να απελευθερώνουν στο
αίμα ορμόνες όπως η αδρεναλίνη (επινεφρίνη) και η ντοπαμίνη. Οι ορμόνες αυτές μπορεί να αλλοιώνουν τη ροή αίματος προς τον πλακούντα. Σε
καταστάσεις εγκύων γυναικών με ψηλά επίπεδα στρες, η μείωση της
οξυγόνωσης του πλακούντα ίσως να είναι αιτία θανάτου του παιδιού.
Πειράματα σε ζώα έδειξαν ότι οι καθεχολαμίνες (αδρεναλίνη, ντοπαμίνη) όταν αυξάνονται στο αίμα προκαλούν μείωση της οξυγόνωσης του πλακούντα με αρνητικές συνέπειες στο έμβρυο. Η χρόνια σημαντική αύξηση στο αίμα των εν λόγω ορμονών του στρες μπορεί να είναι αιτία γέννησης νεκρών
εμβρύων.
Η σχέση έντονου στρες και γέννησης νεκρών παιδιών εξετάστηκε σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα Δανών γιατρών. Παρακολούθησαν κατά τη διάρκεια 10 ετών (1989-1998), 19.282 έγκυες γυναίκες.
Αξιολογούσαν το επίπεδο ψυχολογικού στρες που βίωνε η κάθε γυναίκα. Οι συμμετέχουσες συμπλήρωναν ερωτηματολόγια για το πως αισθάνονταν, εάν βίωναν καταστάσεις που θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν ή να αντιμετωπίσουν, εάν ένιωθαν ευτυχισμένες ή όχι και για το πόσο άγχος αισθάνονταν. Επίσης οι γυναίκες υποβλήθηκαν σε ψυχολογικό τεστ για μέτρηση του στρες που βίωναν.
Με βάση την αξιολόγηση τις κατέτασσαν σε μια από τις τρεις ομάδες, χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού επιπέδου στρες.
Η κατάταξη των γυναικών σε ομάδες στρες συσχετιζόταν στη συνέχεια με την κατάσταση του παιδιού κατά τη γέννηση. Στην έρευνα, γέννηση νεκρού παιδιού θεωρείτο η γέννηση εμβρύου χωρίς σημεία ζωής μετά τη συμπλήρωση 28 εβδομάδων κύησης.
Τα αποτελέσματα έδειξαν:
1. Οι  γυναίκες με υψηλό επίπεδο στρες κατά την εγκυμοσύνη είχαν
80% περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν νεκρό παιδί σε σύγκριση με τις
γυναίκες που κατατάσσονταν στην ενδιάμεση ομάδα επιπέδου στρες. Ο
παράγοντας στρες βρέθηκε να είναι ανεξάρτητος από το εάν μια γυναίκα
ήταν καπνίστρια, παχύσαρκη, λιγότερο μορφωμένη ή μονογονιός όσον αφορά
στον κίνδυνο γέννησης νεκρού παιδιού
 2. Η πλειονότητα των γυναικών στην ομάδα υψηλού στρες, γέννησαν ένα
υγιές παιδί. Μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 5% της εν λόγω ομάδας
γυναικών γέννησαν νεκρό παιδί
 3. Οι γυναίκες των ομάδων ενδιάμεσου και χαμηλού επιπέδου
ψυχολογικού στρες, είχαν ποσοστό νεκρών γεννήσεων της τάξης του 3%.
Οι Δανοί γιατροί επισημαίνουν ότι πρόκειται για την πρώτη επιδημιολογική έρευνα που δείχνει συσχετισμό μεταξύ γέννησης νεκρών παιδιών και υψηλού επιπέδου ψυχολογικού στρες.
Τονίζουν ότι δεν μπορούμε με τα στοιχεία που προέκυψαν να πούμε ότι το στρες είναι αιτία γέννησης νεκρών παιδιών. Χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να διευκρινιστεί καλύτερα ο ρόλος του στρες στο αγέννητο παιδί.
Η σημασία της απάντησης στο ερώτημα που τίθεται είναι μεγάλη. Εάν πράγματι αποδειχθεί ότι το έντονο στρες είναι αιτία θανάτου αγέννητων παιδιών, τότε ίσως η μείωση του στρες θα μπορούσε να μειώνει τον κίνδυνο αυτό.